Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)
Permanent URI for this collection
Browse
Browsing Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ) by Issue Date
Now showing 1 - 20 of 1002
Results Per Page
Sort Options
- ItemOpen AccessTh1 και Th2 τύπου κυτταροκίνες σε αυτοάνοσα νοσήματα
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:09:39Z) Χατζαντώνη, Κοκώνα Π.; Μουζάκη, Αθανασία; Μουζάκη, Αθανασία; Καλλίνικου-Μανιάτη, Αλίκη; Παληογιάννη, Φωτεινή; Ματσούκας, Ιωάννη; Παπαπετρόπουλος, Θεόδωρος; Παπαθανασόπουλος, Παναγιώτης; Λιόσης, Σταμάτιος-ΝικόλαοςΗ παρούσα διατριβή είχε ως στόχο τη μελέτη των Th1 και Th2 τύπου κυτταροκινών σε αυτοάνοσες νόσους και τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η έκφρασή τους επηρεάζεται από παράγοντες όπως πεπτιδικά ανάλογα της βασικής πρωτείνης της μυελίνης και ανοσοτροποποιητικοί παράγοντες όπως το μόριο της λεπτίνης. Η μελέτη αυτών των παραγόντων εστιάστηκε στη νόσο της Σκλήρυνσης Κατά Πλάκας, επειδή πρόκειται για οργανοειδικό CD4+ Τ κυτταρομεσολαβούμενο αυτοάνοσο νόσημα με χαρακτηριστικό Th1 κυτταροκινικό προφίλ. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι διαθέτει το καλύτερα μελετημένο αντίστοιχο ζωικό μοντέλο, την Επαγόμενη Αλλεργική Εγκεφαλομυελίτιδα, καθιστούν τη νόσο αυτή ένα ιδανικό πειραματικό σύστημα για την επίτευξη του στόχου της παρούσας εργασίας. - ItemOpen AccessΑνίχνευση μεταλλάξεων στο γονίδιο KAL, στο γονίδιο της GnRH, στο γονίδιο του υποκινητή της GnRH, και στο γονίδιο του υποδοχέα της GnRH σε ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:09:50Z) Βαγενάκης, Γεώργιος; Παληογιάννη, Φωτεινή; Γώγος, Χαράλαμπος; Kυριαζοπούλου, Βενετσάνα; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Χαμπαίος, Ιωάννης; Γεωργόπουλος, Νεοκλής; Παληογιάννη, Φωτεινή; Γώγος, Χαράλαμπος; Kυριαζοπούλου, Βενετσάνα; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Vagenakis, GeorgeΣκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση ύπαρξης μεταλλάξεων στα γονίδια KAL, της GnRH, του υποκινητή της GnRH, του υποδοχέα της GnRH, και του υποκινητή του υποδοχέα της GnRH, σε ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη συχνότητα των διαφόρων μορφών μετάδοσης της νόσου στον ελληνικό χώρο, καθώς και η συσχέτιση μεταξύ του γονότυπου των ασθενών και ειδικών κλινικών φαινοτύπων. Μελετήθηκαν συνολικά τριάντα οκτώ (38) ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH, δώδεκα (12) ασθενείς με σύνδρομο Kallmann και είκοσι έξι (26) ασθενείς (13 άνδρες και 13 γυναίκες) με ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικόΤο σύνδρομο ανεπάρκειας της GnRH περιλαμβάνει ετερογενή, αλλά συναφή προς το κλινικό φαινότυπο πληθυσμό ασθενών οι οποίοι παρουσιάζουν πλήρη ή μερική απώλεια της ικανότητας του οργανισμού τους να προάγει την κατά ώσεις έκκριση της GnRH. Η ανεπάρκεια αυτή οδηγεί στην πλήρη ή μερική αναστολή της σεξουαλικής ωρίμανσης και σε στειρότητα του ασθενούς. Η παρουσία συνοδού ανοσμίας αναφέρεται ως σύνδρομο Kallmann, ενώ η απουσία άλλων συνοδών ανωμαλιών ως ιδιοπαθής υπογοναδοτροφικός υπογοναδισμός (ΙΥΥ). Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση ύπαρξης μεταλλάξεων στα γονίδια KAL, της GnRH, του υποκινητή της GnRH, του υποδοχέα της GnRH, και του υποκινητή του υποδοχέα της GnRH, σε ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH, με στόχο την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με τη συχνότητα των διαφόρων μορφών μετάδοσης της νόσου στον ελληνικό χώρο, καθώς και η συσχέτιση μεταξύ του γονότυπου των ασθενών και ειδικών κλινικών φαινοτύπων. Μελετήθηκαν συνολικά τριάντα οκτώ (38) ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH, δώδεκα (12) ασθενείς με σύνδρομο Kallmann και είκοσι έξι (26) ασθενείς (13 άνδρες και 13 γυναίκες) με ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό (ΙΥΥ). Η μεθοδολογία της εργαστηριακής έρευνας περιέλαβε απομόνωση DNA γονιδιώματος από τους ασθενείς εκλεκτικό πολλαπλασιασμό της κωδικοποιησης με την μέθοδο PCR και τέλος προσδιορισμό της αλληλουχίας του DNA στα προϊόντα της PCR. Στους ασθενείς με σύνδρομο Kallmann δεν ανευρέθη αλλαγή βάσεων του γονιδίου KAL. Επισης, στους ασθενείς με ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό δεν εντοπίστηκαν μεταλλάξεις στους υποκινητές των γονιδίων της GnRH και του υποδοχέα της. Σε πέντε ασθενείς με ιδιοπαθή υπογοναδοτροφικό υπογοναδισμό που αφορούσαν σποραδικές περιπτώσεις, εντοπίστηκε η μετάλλαξη (gc στο κωδικόνιο 16 Trp16Ser ) στο γονίδιο της GnRH η οποία αποτελεί φυσικό πολυμορφισμό. Στο γονίδιο του υποδοχέα της GnRH εντοπίστηκαν δύο μεταλλάξεις. Η μετάλλαξη (ct στο κωδικόνιο 146), ανιχνεύτηκε σε δύο ασθενείς με οικογενή κληρονομικότητα. Η μετάλλαξη αυτή προκαλεί αλλαγή του αμινοξέως στη θέση 146 της πρωτείνης από προλίνη σε σερίνη την οποία φέρουν και οι δύο ασθενείς σε ετεροζυγωτία. Στους δύο ασθενείς με ΙΥΥ και τη μετάλλαξη Pro146Ser, καθώς και σε ένα άνδρα με ΙΥΥ και φυσιολογική αλληλουχία του υποδοχέα της GnRH παρατηρήθηκε αντίσταση στη δράση της GnRH. Ασθενείς με ΙΥΥ και αντίσταση στη δράση της GnRH αποτελούν φυσικά πρότυπα για τη μελέτη και τον εντοπισμό των πολλαπλών γονοτυπικών συνδυασμών οι οποίοι έχουν ως κατάληξη την εμφάνιση του συγκεκριμένου φαινοτύπου. Ο μη εντοπισμός νοσογόνων μεταλλάξεων ομοζυγωτίας ή διπλής ετεροζυγωτίας στους συγκεκριμένους ασθενείς συνηγορεί στην ύπαρξη διαταραχών στην έκφραση γονιδίων τα οποία επηρεάζουν ή την ενδοκυττάρια μετάδοση του μηνύματος ή την ίδια την έκφραση του υποδοχέα της GnRH. Αν και το γονίδιο KAL έχει ενοχοποιηθεί για την ανάπτυξη ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων, με κύριο εκπρόσωπο τη σχιζοφρένεια, οι εκδηλώσεις από τη ψυχική σφαίρα ασθενών με σύνδρομο Kallmann δεν έχουν μελετηθεί. Επιπλέον σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να περιγράψει αυτές τις διαταραχές και να τις συσχετίσει με το γονότυπο των ασθενών. Ένας εκ των ασθενών με σύνδρομο Kallmann παρουσίαζε και σχιζοφρένεια χωρίς όμως να αναδειχθούν μεταλλάξεις στο γονιδίωμά του. Ενώ παράλληλα οι ασθενείς με ανεπάρκεια GnRH δεν διαφέρουν σημαντικά στις κλίμακες ψυχοπαθολογίας ούτε από τις μέσες τιμές φυσιολογικού πληθυσμού, ούτε από τις τιμές που έδωσε η ομάδα ελέγχου με χρόνιες σωματικές παθήσεις, δίνουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές σε όλες τις κλίμακες ψυχοπαθολογίας από ότι οι ψυχιατρικά ασθενείς, εκτός από την υποκλίμακα του «θυμού». - ItemOpen AccessΑπόπτωση του πεπτικού επιθήλιου : ο ρόλος της στην καρκινογένεση
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:09:59Z) Σκοτινιώτης, Ηλίας; Βαγενάκης, Απόστολος Γ.; Νικολοπούλου, Βασιλική; Βαράκης, Ιωάννης; Λαμπροπούλου-Καρατζά, Χρυσούλα; Μελαχροινού, Μαρία; Σωτηροπούλου-Μπονίκου, Γεωργία; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Βαγενάκης, Απόστολος Γ.; Skotiniotis, IliasΗ λοίμωξη με Helicobacter pylori (Ελικοβακτήριο του πυλωρού, ΕΠ) αυξάνει τις πιθανότητες ανάπτυξης καρκίνου του στομάχου. Η εξέλιξη σε αδενοκαρκίνωμα περνάει από το προκαρκινικό στάδιο της εντερικής μεταπλασίας, η οποία ακολουθεί τη γαστρίτιδα που προκαλείται από το ΕΠ. Ένας από τους πιθανούς μηχανισμούς καρκινογένεσης είναι η απορύθμιση της ισορροπίας ανάμεσα στη απόπτωση και τον πολλαπλασιασμό κυττάρων του γαστρικού επιθηλίου. Στην εργασία αυτή μελετήθηκαν η απόπτωση και ο πολλαπλασιασμός του γαστρικού επιθήλιου σε ομάδα ασθενών χωρίς λοίμωξη με ΕΠ, ομάδα ασθενών με γαστρίτιδα από ΕΠ και, τέλος, ομάδα ασθενών με γαστρίτιδα που περιείχε εστίες εντερικής μεταπλασίας. Η απόπτωση αξιολογήθηκε με τη μέθοδο TUNEL και εκφράστηκε με τον Δείκτη Απόπτωσης (Apoptotic Index, AI). Ο πολλαπλασιασμός αξιολογήθηκε με την ανοσοϊστοχημική χρώση του αντιγόνου Ki-67 και εκφράστηκε με τον Δείκτη Πολλαπλασιασμού (Proliferation Index, PI). Στους ΕΠ- θετικούς ασθενείς, η απόπτωση και ο πολλαπλασιασμός ήταν σημαντικά αυξημένες σε σύγκριση με τους ΕΠ-αρνητικούς ασθενείς (AI=1,22 +/- 0,13% έναντι 0,15 +/- 0,03%, p<0,0001; PI=24 +/- 1% έναντι 13 +/- 2%, p<0,0001). Η αύξηση ήταν ανάλογη με τη βαρύτητα της γαστρίτιδας. Μέσα στις εστίες εντερικής μεταπλασίας, όμως, η απόπτωση ήταν σημαντικά μειωμένη σε σύγκριση με την γαστρίτιδα που τις περιέβαλλε (AI=0,20 +/- 0,06% έναντι 1,34 +/- 0,23%, p=0,0014), ενώ ο πολλαπλασιασμός διατηρούνταν σε ψηλά επίπεδα (PI=25,4 +/- 4% έναντι 24,7 +/- 2%, p=0,87). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση στη σχέση απόπτωσης-πολλαπλασιασμού στις εστίες εντερικής μεταπλασίας σε σύγκριση με τη περιβάλλουσα γαστρίτιδα (Λόγος ΑΙ/ΡΙ=0,008 +/- 0,005 vs. 0,054 +/- 0,009, 63 p<0,02). Έτσι, η γαστρίτιδα στη λοίμωξη με ΕΠ σχετίζεται με ταυτόχρονη αύξηση στην απόπτωση και τον πολλαπλασιασμό επιθηλιακών κυττάρων, ενώ η μετάβαση σε εντερική μεταπλασία οδηγεί σε υποχώρηση της απόπτωσης σε φυσιολογικά επίπεδα και διατήρηση του αυξημένου πολλαπλασιασμού. Αυτή η διαταραχή στη σχέση απόπτωσης και πολλαπλασιασμού είναι πιθανό να αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην καρκινογενετική δράση του ΕΠ. - ItemOpen AccessIn vivo χαρακτηρισμός του ανθρώπινου παράγοντα αδειοδότησης Cdt1 και του αρνητικού ρυθμιστή αυτού, Geminin, κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:11:55Z) Ξουρή, Γεωργία; Λυγερού, Ζωή; Αθανασιάδου, Αγλαϊα; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Βαράκης, Ιωάννης; Ζούμπος, Νικόλαος; Ταραβήρας, Σταύρος; Καφάτος, Φώτης; Λυγερού, Ζωή; Xouri, GeorgiaΗ ορθή και απρόσκοπτη διαδοχή των φάσεων του κυτταρικού κύκλου εξασφαλίζει την πιστότητα στην αντιγραφή του γενετικού υλικού και τη μεταφορά αμιγώς της γενετικής πληροφορίας στα θυγατρικά κύτταρα. Το κύτταρο διαθέτει μια σειρά από μηχανισμούς ελέγχου που διασφαλίζουν ότι η αντιγραφή του γενετικού υλικού πραγματοποιείται μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της φάσης S και μόνο εφόσον το κύτταρο εξέλθει από τη φάση της μίτωσης. Οποιαδήποτε απορύθμιση στους μηχανισμούς ελέγχου του κυττάρου, μπορεί να οδηγήσει σε γενετική αστάθεια, βασικό γνώρισμα των καρκινικών κυττάρων. Ένα σημαντικό σημείο ελέγχου στους ευκαρυωτικούς οργανισμούς αποτελεί η μετάβαση από τη φάση G1 στη φάση S. Η μετάβαση αυτή ελέγχεται από το σχηματισμό του προ-αντιγραφικό σύμπλοκο στις αφετηρίες έναρξης της αντιγραφής με σκοπό την ορθή τοπικά και χρονικά έναρξη της αντιγραφής, μέσα από μια διαδικασία που ονομάζεται ‘αδειοδότηση της αντιγραφής’. Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες του προ-αντιγραφικού συμπλόκου είναι ο Cdt1, που εμφανίζεται εξελικτικά συντηρημένος από το ζυμομύκητα μέχρι τον άνθρωπο. Στους ανώτερους οργανισμούς, ο παράγοντας Cdt1 υφίσταται αυστηρή ρύθμιση κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου, ενώ η υπερέκφρασή του δύναται να οδηγήσει σε καρκινική εξαλλαγή, γεγονός που υποδηλώνει τον κεντρικό ρόλο που κατέχει στην αδειοδότηση της αντιγραφής. Πρόσφατα βρέθηκε ο μοριακός αναστολέας του Cdt1, Geminin, ο οποίος πιστεύεται ότι παρέχει ένα επιπρόσθετο επίπεδο ρύθμισης του Cdt1 στους ανώτερους εξελικτικά οργανισμούς. Στα πλαίσια της παρούσας διδακτορικής διατριβής, το ενδιαφέρον μας εστιάστηκε στη μελέτη του παράγοντα Cdt1, καθώς και του αναστολέα αυτού, Geminin, σε ανθρώπινα κύτταρα. Συγκεκριμένα, μελετήθηκε η ρύθμιση που υφίστανται οι ενδογενείς παράγοντες Cdt1 και Geminin κατά την μετάβαση στη φάση ηρεμίας, καθώς και τα επίπεδα έκφρασης τους σε καρκινικές κυτταρικές σειρές και καρκινικούς ιστούς. Τα πειράματα αυτά υποδεικνύουν ότι οι παράγοντες Cdt1 και Geminin ελέγχονται σε μεταγραφικό επίπεδο κατά τη μετάβαση από και προς τη φάση ηρεμίας G0, αφού τα επίπεδα της πρωτεΐνης και του mRNA τους μειώνονται αισθητά κατά τη μετάβαση στη φάση ηρεμίας και συσσωρεύονται σταδιακά κατά την επαναφορά στον κυτταρικό κύκλο. Επιπλέον, οι παράγοντες Cdt1 και Geminin βρέθηκαν να υπερεκφράζονται σε όλες τις καρκινικές κυτταρικές σειρές και καρκινικούς ιστούς που εξετάστηκαν σε σύγκριση με τα αντίστοιχα φυσιολογικά δείγματα. Εν συνεχεία η μελέτη προσανατολίστηκε στη διερεύνηση του τρόπου δράσης του παράγοντα Cdt1 στη διαδικασία αδειοδότησης της αντιγραφής in vivo, με χρήση σύγχρονων τεχνικών μικροσκοπίας σε ζωντανά ανθρώπινα κύτταρα σε καλλιέργεια. Για τις μελέτες αυτές δημιουργήθηκε σταθερά διαμολυσμένη κυτταρική σειρά που εκφράζει την πρωτεΐνη Cdt1 σε σύντηξη με την πράσινη φθορίζουσα πρωτεϊνη GFP (Cdt1GFP)σε φυσιολογικά επίπεδα. Πειράματα ανοσοφθορισμού και πειράματα μικροσκοπίας time-lapse έδειξαν ότι η πρωτεΐνη Cdt1GFP συμπεριφέρεται όπως η ενδογενής τόσο ως προς τον ενδοκυτταρικό εντοπισμό της, όσο και ως προς τη ρύθμιση κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου. Τα πειράματα αυτά οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η κύρια μορφή ρύθμισης του παράγοντα Cdt1 κατά τη διάρκεια του κυτταρικού κύκλου λαμβάνει χώρα σε μετα-μεταφραστικό επίπεδο και ότι η σύντηξη με την GFP δε φαίνεται να επηρεάζει τη ρύθμιση αυτή. Πειράματα Επαναφοράς Φθορισμού μετά από Φωτολεύκανση (FRAP) σε ζωντανά κύτταρα έδειξαν ότι η πρωτεΐνη Cdt1GFP διαχέεται ελεύθερα κατά το μεγαλύτερο μέρος της μίτωσης, ενώ η αλληλεπίδραση με τη χρωματίνη αρχίζει στη φάση της τελόφασης και συνεχίζεται μέχρι και το τέλος της φάσης G1. Η πρόσδεση του παράγοντα Cdt1 στη χρωματίνη έχει ιδιαίτερα δυναμικό χαρακτήρα, υποδηλώνοντας ότι η δημιουργία του προ-αντιγραφικού συμπλόκου δεν είναι στατική, αλλά επαναπροσδιορίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της φάσης G1. Πειράματα FRAP σε ζωντανά κύτταρα που εξέφραζαν μεταλλαγμένες μορφές του παράγοντα Cdt1 επιπλέον επέτρεψαν την in vivo χαρτογράφηση των περιοχών που χρειάζονται για τη δέσμευση του παράγοντα στη χρωματίνη και κατέδειξαν το αμινοτελικό άκρο και τη θηλιά 2 ως περιοχές απαραίτητες για τη δέσμευση του παράγοντα στη χρωματίνη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι περιοχές που συμβάλλουν στην κύρια αλληλεπίδραση με τη Geminin, δεν συμβάλλουν στη δέσμευση του παράγοντα Cdt1 με τη χρωματίνη, σε αντίθεση με ότι είχε προταθεί από in vitro πειράματα. Με σκοπό να ανιχνεύσουμε αλληλεπίδραση του παράγοντα Cdt1 με τον αναστολέα αυτού Geminin σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο σε ζωντανά κύτταρα εφαρμόσαμε μικροσκοπία FLIM. Ειδική αλληλεπίδραση ανιχνεύθηκε σε όλο τον πυρήνα. Αντίθετα, μια μορφή της Geminin μεταλλαγμένη στην περιοχή επαφής με το Cdt1 εμφάνισε σαφώς μειωμένη ικανότητα αλληλεπίδρασης. Ποσοτικοποίηση της αλληλεπίδρασης με μικροσκοπία FLIM επέτρεψε την εκτίμηση της σχετικής συνάφειας (affinity) των δύο βιομορίων στο ζωντανό κύτταρο Πειράματα FRAP υποδηλώνουν ότι η παρουσία της Geminin δεν επηρεάζει τη δέσμευση του Cdt1 στη χρωματίνη. Αντίθετα, ο Cdt1 προσελκύει τη Geminin στη χρωματίνη και επομένως η αναστολή της αδειοδότησης της αντιγραφής πραγματοποιείται στη χρωματίνη. Τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας παρέχουν μια νέα εικόνα του τρόπου με τον οποίο πραγματοποιείται η διαδικασία της αδειοδότηση της αντιγραφής φυσιολογικά καθώς και πώς θα μπορούσε να ανασταλεί η διαδικασία αυτή in vivo. - ItemOpen AccessΓονιδιακή μεταφορά με μη ιϊκά επισωματικά
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:12:01Z) Παπαπέτρου, Ειρήνη; Αθανασιάδου, Αγλαΐα; Δουγένης, Δημήτριος; Δραΐνας, Διονύσιος; Μπονίκος, Διονύσιος; Ζαρκάδης, Ιωάννης; Ζούμπος, Νικόλαος; Μοσχονάς, Νικόλαος; Αθανασιάδου, Αγλαΐα; Δουγένης, Δημήτριος; Δραΐνας, Διονύσιος; Papapetrou, EiriniΤα επισωματικά αυτο-αναπαραγώμενα συστήματα αποτελούν υποσχόμενα εναλλακτικά οχήματα γονιδιακής μεταφοράς για εφαρμογές της γονιδιακής θεραπείας. Η πρόσφατη κατανόηση της ικανότητας των αλληλουχιών S/MAR να διαμεσολαβούν την επισωματική διατήρηση γενετικών στοιχείων επέτρεψε την ανάπτυξη ενός πρότυπου κυκλικού επισωματικού φορέα που λειτουργεί χωρίς να κωδικοποιεί πρωτεΐνες ιϊκής προέλευσης. Σε αυτή τη μελέτη, διερευνήθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα αυτού του φορέα, pEPI-eGFP, να μεσολαβεί γονιδιακή μεταφορά σε κυτταρικές σειρές προγονικών αιμοποιητικών κυττάρων καθώς και σε πρωτογενή ανθρώπινα κύτταρα και, κυρίως, σε ανθρώπινα προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα. Δείχνουμε ότι ο φορέας pEPI-eGFP διατηρείται επισωματικά και υποστηρίζει παρατεταμένη έκφραση του γονιδίου αναφοράς eGFP, ακόμα και χωρίς πίεση επιλογής, στην ανθρώπινη κυτταρική σειρά K562, καθώς και σε πρωτογενείς ανθρώπινους ινοβλάστες. Αντίθετα, στην κυτταρική σειρά ερυθρολευχαιμίας ποντικού MEL, η έκφραση της eGFP αποσιωπάται μέσω αποακετυλίωσης ιστονών, παρά την επισωματική διατήρηση του φορέα. Προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα με κλωνογόνο ικανότητα, προερχόμενα από αίμα ομφάλιου λώρου, διαμολύνονται αποτελεσματικά με το φορέα μέσω ηλεκτροδιάτρησης. Ημιστερεές αποικίες προερχόμενες από διαμολυσμένα CD34+ κύτταρα διατηρούν το φορέα και εκφράζουν eGFP. Μετά από 4 εβδομάδες ο φορέας διατηρείται επισωματικά σε περίπου 1% των θυγατρικών κυττάρων. Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν για πρώτη φορά ότι ένα πλασμίδιο βασιζόμενο σε μια αλληλουχία S/MAR μπορεί να λειτουργεί ως σταθερό επιίσωμα σε πρωτογενή ανθρώπινα κύτταρα και, ιδιαίτερα, σε προγονικά αιμοποιητικά κύτταρα, υποστηρίζοντας παρατεταμένη έκφραση του διαγονιδίου. Η μελέτη αυτή αναδεικνύει τη χρησιμότητα του συστήματος αυτού για τους σκοπούς της γονιδιακής θεραπείας. Παράλληλα, καταδεικνύει τους στόχους στους οποίους πρέπει να επικεντρωθεί η μελλοντική έρευνα προς την κατεύθυνση της βελτίωσής του. - ItemOpen AccessΑπεικόνιση των ενδοκρανιακών αγγείων με την ψηφιακή αγγειογραφία (DSA) συγκριτικά με την CT αγγειογραφία (CTA)
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:12:07Z) Καραμεσίνη, Μαρία; Σιαμπλής, Δημήτριος; Σιαμπλής, Δημήτριος; Νικηφορίδης, Γεώργιος; Αλεξόπουλος, Δημήτριος; Κωνσταντίνου, Δημήτριος; Πέτσας, Θεόδωρος; Μαραζιώτης, Θεώδορος; Δημόπουλος, Ιωάννης; Karamessini, MariaΗ CT αγγειογραφία εγκεφάλου (CTA) είναι μέθοδος καθιερωμένη για την διερεύνηση και την θεραπεία των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων. Σκοπός της μελέτης μας ήταν η σύγκριση των ευρημάτων της ψηφιακής αγγειογραφίας (DSA) με αυτά της CTA και με τα χειρουργικά ευρήματα σε ασθενείς με οξεία υπαραχνοειδή αιμορραγία, καθώς επίσης και η αξιολόγηση της κλινικής χρησιμότητας της μεθόδου. Κατά την διάρκεια τριών ετών, 82 ασθενείς προσήλθαν με κλινική εικόνα και σημειολογία συμβατή με υπαραχνοειδή αιμορραγία. Η CTA έγινε αμέσως μετά την απλή CT, ενώ η DSA εντός των πρώτων 48 ωρών από την εισαγωγή. Όλα τα ανευρύσματα που ευρέθησαν με τις δύο μεθόδους υπεβλήθησαν σε χειρουργική αποκατάσταση ή ενδαγγειακό εμβολισμό. Σε όσους ασθενείς βρέθηκε αρνητικό αποτέλεσμα και με τις δύο μεθόδους, έγινε επαναληπτική DSA 15 ημέρες μετά το επεισόδιο με σκοπό την επιβεβαίωση της απουσίας ανευρύσματος. Οι CTA εξετάσεις καθώς και οι κλασσικές αγγειογραφίες μελετήθηκαν από μια ομάδα δύο ακτινολόγων για κάθε τεχνική, οι οποίοι έπρεπε να καταγράψουν την ύπαρξη ή μη ανευρύσματος, να περιγράψουν τα χαρακτηριστικά του και να αξιολογήσουν την μέθοδο. Χειρουργική ή και ενδαγγειακή θεραπεία έγινε σε 45 ασθενείς και ανευρέθησαν 53 ανευρύσματα. Χρησιμοποιώντας την CTA, ευρέθησαν 47 ανευρύσματα σε 42 ασθενείς. Η DSA ανίχνευσε 43 ανευρύσματα σε 39 ασθενείς. Η ευαισθησία της CTA για τον εντοπισμό όλων των ανευρυσμάτων με βάση το χειρουργικό/θεραπευτικό αποτέλεσμα ήταν 88,7%, η ειδικότητα 100%, η θετική προβλεπτική αξία (PPV) 100%, η αρνητική προβλεπτική αξία (NPV) 80,7% και η ακρίβεια 92,3%. Αντίστοιχα, η ευαισθησία της DSA ήταν 87,8%, η ειδικότητα 98%, η PPV 97,7%, η NPV 89,1% και η ακρίβεια 92,9%. Όσον αφορά στα ανευρύσματα ≥3 mm, η CTA είχε ευαισθησία που κυμαινόταν μεταξύ 93,3 έως 100%, ίση με αυτή της DSA. Η CTA εμφάνισε τα ίδια ποσοστά ευαισθησίας με αυτά της DSA σε ανευρύσματα ≥3 mm. Εμφάνισε επίσης 100% ποσοστό ανίχνευσης σε ανευρύσματα της πρόσθιας αναστομωτικής και του διχασμού της μέσης εγκεφαλικής αρτηρίας, ενώ μερικές εντοπίσεις όπως η οπίσθια αναστομωτική αρτηρία παραμένουν προβληματικές. 80 Κατά την διάρκεια της παρούσας μελέτης προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε μια τεχνική προσομοίωσης της διεγχειρητικής εικόνας των ραγέντων ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων, με τη χρήση volume rendering techniques σε εικόνες που προκύπτουν από CT αγγειογραφία. Η τρισδιάστατη κατασκευή των εικόνων προέκυψε από την συνεργασία μιας ομάδας αποτελούμενης από τέσσερις ακτινολόγους, έναν νευροχειρουργό και έναν ιατρικό φυσικό. Το αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας ήταν η παραγωγή μιας εικόνας οριοθετημένης στο χώρο, με οδηγά σημεία που εύκολα μπορούσαν να αναπαραχθούν κατά την διάρκεια του χειρουργείου. Οι εικόνες χειρουργικής προσομοίωσης ενός ανευρύσματος είναι πιθανώς χρήσιμο εργαλείο για τον προεγχειρητικό σχεδιασμό των ενδοκρανιακών ανευρυσμάτων. - ItemOpen AccessΈκφραση των δεικτών απόπτωσης bcl-2, bax, του δείκτη κυτταρικού πολλαπλασιασμού Ki-67 και του ογκογονιδίου p53 σε ηπατοκυτταρικά καρκινώματα και συσχέτιση με τη μετεγχειρητική επιβίωση ασθενών και τους κλασσικούς προγνωστικούς δείκτες της νόσου.
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:12:13Z) Μακατσώρης, Θωμάς; Καλόφωνος, Χαράλαμπος; Βαγενάκης, Απόστολος; Καραβίας, Διονύσιος; Μπονίκος, Διονύσιος; Πέτσας, Θεόδωρος; Ζούμπος, Νικόλαος; Λαμπροπούλου-Καρατζά, Χρυσούλα; Καλόφωνος, Χαράλαμπος; Βαγενάκης, Απόστολος; Καραβίας, Διονύσιος; Makatsoris, ThomasΣκοπός: Η μελέτη βιολογικών και θεραπευτικών συσχετισμών σε ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα και ο δυνητικός ρόλος της απόπτωσης. Ασθενείς και Μέθοδοι: Η μελέτη περιέλαβε 35 παρασκευάσματα μερικών ηπατεκτομών από ισάριθμους ασθενείς με ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, μη ινοπεταλιώδους τύπου, που αφαιρέθηκαν με ηπατεκτομή για θεραπευτικό σκοπό. Σε αυτούς τους όγκους εκτιμήθηκαν διάφορα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, διαβαθμίστηκαν και συσχετίστηκαν με το διάστημα ελεύθερο νόσου. Επιπρόσθετα, σε τομές παραφίνης εκτιμήθηκε η έκφραση του bcl-2 και του bax (ανοσοϊστοχημεία/mRNA in-situ υβριδισμός) και της πρωτεΐνης p53. Αποτελέσματα: Η αγγειακή διήθηση η οποία είναι ο ισχυρότερος προβλεπτικός παράγοντας υποτροπής της νόσου, σχετίζεται με το μέγεθος των όγκων, την ύπαρξη γιγαντοκυττάρων και νέκρωσης, τον επικρατούντα και το χειρότερο βαθμό διαφοροποίησης και τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη. Ο in-situ υβριδισμός ανέδειξε έκφραση του mRNA του bcl-2 σε 25 από τους 35 ασθενείς (70%). Η ανοσοϊστοχημική χρώση δεν ανέδειξε έκφραση της πρωτεΐνης του bcl-2 στα καρκινικά κύτταρα. Αντίθετα, το bax mRNA και η πρωτεΐνη bax έδειξαν παρόμοιο τρόπο έκφρασης και ανευρέθηκαν μέσα στα ηπατοκύτταρα και στα χολαγγεία. Η έκφραση του bax mRNA ήταν υψηλότερη σε όγκους καλής διαφοροποίησης. Η έκφραση του p53 ήταν μικρότερη στον μικροδοκιδώδη τύπο από το συμπαγή τύπο και ήταν υψηλότερη σε πτωχά διαφοροποιημένους όγκους από τους καλά ή μετρίως διαφοροποιημένους όγκους. Συμπεράσματα: Η ηπατική καρκινογένεση στον άνθρωπο είναι μια πολυπαραγοντική και πολυεστιακή διαδικασία. Η αγγειακή διήθηση σχετίζεται με τον αποπτωτικό/μιτωτικό δείκτη και υψηλότερος αποπτωτικός/μιτωτικό δείκτης σχετίζεται με καλύτερο ελεύθερο νόσου διάστημα. Επιπλέον, η πρωτεΐνη bcl-2 δεν εκφράζεται ενώ εκφράζεται το mRNA, το οποίο εισηγείται μετα-μεταφραστικό λάθος και δείχνει ότι το bcl-2 δεν παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του ηπατοκυτταρικού καρκινώματος. - ItemOpen AccessSomatosensory generators of EEG and MEG: identification and analysis of variability in single trials
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:12:21Z) Zainea, Ovidiu; Κωστόπουλος, Γεώργιος; Κωστόπουλος, Γεώργιος; Μητσάκου, Αδαμαντία; Μπεζεριάνος, Αναστάσιος; Δάσιος, Γεώργιος; Κούβελας, Ηλίας; Παπαθεοδωρόπουλος, Κωσταντίνος; Παλληκαράκης, Νικόλαος; Zainea, Ovidiu- - ItemOpen AccessMελέτη συντήρησης πνευμονικού μοσχεύματος χοίρου σε μοντέλο αυτομεταμόσχευσης πνεύμονα με τη χορήγηση επιφανειακού δραστικού παράγοντα
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:12:27Z) Κωλέτσης, Ευστράτιος Ν.; Ανδρουλάκης, Ιωάννης; Ανδρουλάκης, Ιωάννης; Δουγένης, Δημήτριος; Μπονίκος, Διονύσιος; Σπυρόπουλος, Κωσταντίνος; Μελαχρινού, Μαρία; Μαρίνος, Ευάγγελος; Παπαδημητρίου, ΕυαγγελίαΗ µεταµόσχευση πνεύµονα είναι µια αποδεκτή θεραπευτική λύση για τους ασθενείς µε πνευµονική νόσο τελικού σταδίου. Η πρώιµη δυσλειτουργία του µοσχεύµατος παραµένει µία από της κύριες αιτίες πρώιµης θνητότητας και νοσηρότητας. Το σύνδροµο ισχαιµίας – επαναιµάτωσης είναι ο υπεύθυνος κύριος παθογενετικός µηχανισµός. Η ακριβής αιτιοπαθολογία του συνδρόµου ισχαιµίας – επαναιµάτωσης δεν έχει πλήρως ερευνηθεί. Η πειραµατικές µεταµοσχεύσεις ως τώρα δεν µπόρεσαν να αποµονώσουν την κλινική εικόνα της βλάβης ισχαιµίας – επαναιµάτωσης, όπως είναι η υποξία, η σοβαρή βλάβη της ενδοθηλιακής διαπερατότητας και το γενικευµένο κυψελιδικό οίδηµα. Η ερευνητική µας οµάδα όπως και πολλές άλλες διεθνώς, χρησιµοποίησε ως τώρα το µοντέλο µεταµόσχευσης ενός πνεύµονα από το ένα ζώο σε άλλο. Ο πρώτος στόχος µας ήταν να δηµιουργήσουµε ένα σταθερό και επαναλήψιµο πειραµατικό πρωτόκολλο που θα µπορούσε να αναπαράγει τις τοπικές και συστηµατικές εκδηλώσεις του συνδρόµου ισχαιµίας- επαναιµάτωσης χωρίς όµως τη συµµετοχή της παθολογίας της απόρριψης, διατηρώντας παράλληλα τους λιγότερους χειρουργικούς χειρισµούς στο µόσχευµα. Είναι γνωστό ότι κατά τις πνευµονικές µεταµοσχεύσεις σε πειραµατικά µοντέλα εµφανίζονται αλλαγές στη σύνθεση και λειτουργικότητα του επιφανειοδραστικού παράγοντα και επιπλέον εξαγγείωση πρωτεϊνών του πλάσµατος στην κυψελίδα µε αποτέλεσµα την επιπρόσθετη επιβάρυνση της λειτουργίας του επιφανειοδραστικού παράγοντα. Οι αλλαγές στον επιφανειοδραστικό παράγοντα κατά τις πνευµονικές µεταµοσχεύσεις έχει προταθεί ότι συµµετέχουν σηµαντικά στην παθοφυσιολογία των βλαβών που σχετίζονται µε τη µεταµόσχευση. Έτσι µπορούµε να υποθέσουµε ότι διαδικασίες που θα µπορούσαν να σταθεροποιήσουν το σύστηµα του επιφανειοδραστικού παράγοντα θα οδηγούσαν πιθανότερα σε βελτίωση της λειτουργίας του µοσχεύµατος. Έχει αποδειχτεί ότι ο εξωγενώς χορηγούµενος επιφανειοδραστικός παράγοντας µιµείται τις επιφανειοδραστικές ιδιότητες του ενδογενούς. Ο δεύτερος στόχος της µελέτης µας ήταν να εξετάσουµε αν η εξωγενής χορήγηση επιφανειοδραστικού παράγοντα θα βελτίωνε τις ιδιότητες 103 του µοσχεύµατος αλλά και ποια επίδραση θα είχε η µη χορήγηση ενός ανοσοδιεγερτικού παράγοντα του επιφανειοδραστικού παράγοντα όπως είναι το SP-A επί του συνδρόµου ισχαιµίας επαναιµάτωσης. Χρησιµοποιήσαµε 14 νεαρούς χοίρους µέσου βάρους 27(±3,5) Kg εφαρµόζοντας ένα µοντέλο αυτοµεταµόσχευσης πνεύµονα in situ. Ο πνεύµονας παρασκευάστηκε και εκπλύθηκε µέσω της πνευµονικής αρτηρίας ορθόδροµα χρησιµοποιώντας διάλυµα U Wisconsin. Οι πνευµονικές φλέβες αποκλείστηκαν µετά τη συµβολή τους επί του αριστερού κόλπου και το υγρό συντήρησης παροχετεύτηκε από αντιστόµειο στον αριστερό κόλπο. Το µόσχευµα παρέµεινε σε θερµοκρασία 4-8 0C για διάστηµα 3 ωρών, διατηρώντας την κεντρική θερµοκρασία ανάµεσα 37 και 38.50 C. Ακολούθησε επαναιµάτωση του µοσχεύµατος. Στην οµάδα ελέγχου (Β) χορηγήθηκε ελεύθερος SP-A επιφανειοδραστικός παράγοντας 1.5 ml/Kg µέσω βρογχοσκοπίου, πριν τη θωρακοτοµή. Τα πειραµατόζωα θυσιάστηκαν 3 ώρες µετά την επαναιµάτωση. Μετά από 3 ώρες από την επαναιµάτωση, (οµάδα Α vs. Β) η PVRI ήταν 447.80 dyne.sec-1cm-5m-2 (±66.8) vs. 249.51(p<.001) ενώ το NO(*p<0.05,**p<0.001), η EPO και η πνευµονική ευενδοτότητα (**p<0.002) διατηρήθηκαν στατιστικά σηµαντικά. Η µέση κυψελιδική επιφάνεια ήταν 5280.84 (4991.1) µm2 vs. 3997,89 (3284.70) µm2(p<0.005). Η ιστολογική µελέτη έδειξε µικρότερη διήθηση µικροφάγων και λεµφοκυττάρων στην οµάδα χορήγησης επιφανειοδραστικού παράγοντα στο τέλος της επαναιµάτωσης. Συµπεράσµατα Το νέο αυτό µοντέλο ετερόπλευρης µεταµόσχευσης πνεύµονα αποδείχθηκε αξιόπιστο και αναπαρήγαγε όλη την παθολογία του συνδρόµου ισχαιµίας επαναιµάτωσης, χωρίς την επίδραση των µηχανισµών απόρριψης. Επιπλέον αποδείχτηκε ότι η προθεραπεία του µοσχεύµατος µε εξωγενή επιφανειοδραστικό παράγοντα µειώνει τη βλάβη ισχαιµίας-επαναιµάτωσης διατηρώντας όχι µόνο την πνευµονική ευενδοτότητα αλλά και το δείκτη πνευµονικών αντιστάσεων. Επιπλέον οι συγκεντρώσεις του NO και η 104 105 δραστηριότητα του EPO διατηρήθηκαν καλύτερα, ενώ και η µορφολογία της κυψελίδας φαίνεται να διατηρείται σηµαντικά καλύτερα. - ItemOpen AccessΛοιμώξεις από Mycobacterium spp.: Ταυτοποίηση ειδών με βιοχημικές μεθόδους και με μεθόδους μοριακής βιολογίας. Έλεγχος αντοχής στα αντιφυματικά φάρμακα
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T08:12:38Z) Φέγγου, Ελένη; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Χριστοφίδου, Μυρτώ; Γελαστοπούλου, Ελένη; Αναστασίου, Ευάγγελος; Σπηλιοπούλου-Σδούγκου, Ίρις; Παληογιάννη, Φωτεινή; Μπασιάρης, Χαράλαμπος; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Χριστοφίδου, Μυρτώ; Fegou, EleniΤα τελευταία χρόνια παρατηρείται παγκοσμίως επιδείνωση των επιδημιολογικών δεικτών της φυματίωσης με αποτέλεσμα την αναζοπύρωση του διεθνούς ενδιαφέροντος έρευνας που αφορά τη διακοπή μετάδοσης της αλυσίδας των μυκοβακτηριδιακών λοιμώξεων. Κύριο στοιχείο ελέγχου και περιστολής της νόσου αποτελεί η αναζήτηση και θεραπεία των πασχόντων με θετικά πτύελα έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η διακοπή μετάδοσης των μυκοβακτηριδίων. Τα μικρά ποσοστά της άμεσης μικροβιολογικής επιβεβαίωσης μιας κλινικής διάγνωσης, η καθυστέρηση των καλλιεργειών λόγω μεγάλου χρόνου επώασης καθώς και το χρονοβόρο και ανεπαρκές των κλασσικών μεθόδων ελέγχου ευαισθησίας στα διάφορα αντιφυματικά φάρμακα επιβάλλουν συνεχή έρευνα προς ανεύρεση γρήγορων και ευαίσθητων διαγνωστικών μεθόδων. Στην παρούσα μελέτη μελετήθηκαν 3.500 δείγματα προερχόμενα από ασθενείς της πενταετίας 1999-2003 που προσήλθαν στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών καθώς και στο Ειδικό Νοσοκομείο Νοσημάτων Θώρακος Δυτικής Ελλάδος με σκοπό την ανεύρεση μυκοβακτηριδίων (Mycobacterium spp.). Η μελέτη περιελάμβανε: α) άμεσο έλεγχο σε παρασκεύασμα μετά από οξεάντοχη χρώση Ziehl-Neelsen (ΖΝ) για ανεύρεση οξεάντοχων και αλκοολάντοχων βακτηρίων (Acid Fast Bacteria –AFB) σε ποικίλα δείγματα του αναπνευστικού, αλλά και από άλλα στείρα υγρά σώματος, και β) τη μοριακή μέθοδο COBAS AMPLICOR αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (CA PCR). Η ευαισθησία, η ειδικότητα, η θετική και αρνητική προγνωστική αξία της CA PCR καθορίστηκε μεταξύ AFB-θετικών και AFB-αρνητικών δειγμάτων. Υψηλή ευαισθησία της CA PCR παρατηρήθηκε μεταξύ όλων των AFB-θετικών δειγμάτων, ενώ τα δείγματα πτυέλων που ελήφθησαν μετά από βρογχοσκόπηση (ΜΤΒ-πτύελα) θεωρήθηκαν τα πλέον κατάλληλα δείγματα με ευαισθησία 70% και ειδικότητα 98,6% μεταξύ των AFB-αρνητικών δειγμάτων. Η αύξηση τα τελευταία χρόνια της ανθεκτικότητας στελεχών του Μ. tuberculosis καθιστά αναγκαία την καλλιέργεια και την ευαισθησία στα αντιφυματικά φάρμακα. Για το σκοπό αυτό, μετά από ειδική επεξεργασία των κλινικών δειγμάτων (ρευστοποίηση και εμπλουτισμό) σύμφωνα με το πρωτόκολλο της εταιρείας Becton Dickinson BBL MycoPrep, ακολούθησε καλλιέργεια η οποία έγινε ταυτόχρονα με δυο μεθόδους: α) σε στερεό θρεπτικό υλικό Löwentein-Jensen (L-J BioMerieux, SA Lyon, France), και β) σε φιαλίδια BACTEC MYCO/F Becton-Dickinson για γρήγορη ανίχνευση με το αυτόματο σύστημα BACTEC 9000 ΜΒ. Θετικές καλλιέργειες προερχόμενες και από τις δύο μεθόδους επιβεβαιώθηκαν με τρεις τρόπους: α) χρώση (Ζ-Ν) του παρασκευάσματος για οξεάντοχα και αλκοολάντοχα βακτηρίδια (AFB) β) ανακαλλιέργεια σε L-J και γ) CA PCR. Ακολούθησε ταυτοποίηση ειδών Mycobacterium spp: α) με βιοχημικές δοκιμασίες (παραγωγή νιασίνης – παραγωγή θερμοανθεκτικής καταλάβης), και β) με μεθόδους μοριακής βιολογίας (PCR και υβριδισμό Genotype Mycobacteria). Σε 88 ΜΤΒ απομονωθέντα στελέχη από διαφορετικούς ασθενείς τα οποία ταυτοποιήθηκαν με PCR και υβριδισμό, εφαρμόστηκε δοκιμασία ευαισθησίας στα τέσσερα πρώτης επιλογής αντιφυματικά φάρμακα (INH, RIF, STR, EMB) με τρεις διαφορετικές μη αυτόματες μεθόδους: τη μέθοδο αναλογιών σε άγαρ (ΜΟΡ), την MGIT και το E-test. Καλή συμφωνία αποτελεσμάτων σημειώθηκε μεταξύ E-test και ΜΟΡ για την ΙΝΗ και RIF, ενώ μεταξύ των μεθόδων MGIT και ΜΟΡ παρατηρήθηκε καλή συμφωνία για την ΙΝΗ, RIF και STR. Έτσι, ενώ η ΜΟΡ παραμένει μέθοδος εκλογής, αν και χρονοβόρα, εν τούτοις η MGIT παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία και είναι ταχύτερη. Η εφαρμογή νέων αξιόπιστων τεχνικών μειώνει εντυπωσιακά το χρόνο έκδοσης αποτελεσμάτων όσον αφορά τις λοιμώξεις από Mycobacterium spp., την ταυτοποίηση και τον έλεγχο αντοχής στα αντιφυματικά φάρμακα έτσι ώστε η πρόγνωση της νόσου όσον αφορά την εργαστηριακή διάγνωση της φυματίωσης και την παρακολούθηση της θεραπείας βελτιώνεται σημαντικά. - ItemOpen AccessΔιεύρυνση της λειτουργίας του άξονα υποθάλαμος - υπόφυση - γονάδες μετά από μεταμόσχευση μυελού
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T10:11:40Z) Σώμαλη, Μαρία; Βαγενάκης, Απόστολος; Κυριαζοπούλου, Βενετσάνα; Αλεξανδρίδης, Θεόδωρος; Ζούμπος, Νικόλαος; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Ζολώτα, Βασιλική; Μαρία Μελαχροινού; Βαγενάκης, Απόστολος; Κυριαζοπούλου, Βενετσάνα; Αλεξανδρίδης, ΘεόδωροςΗ µεγάλη επιτυχία που σηµειώνεται µε τη µέθοδο της αυτόλογης ή άλλο- γενούς µεταµόσχευσης µυελού έχει ως αποτέλεσµα την µακρά επιβίωση µεγάλου αριθµού ασθενών κατ’ εξοχή νεαρής ηλικίας. Καθώς το προσδόκιµο ζωής στους ασθενείς αυτούς αυξάνεται, σηµαντική γίνεται η µελέτη των επιπλοκών της µεταµόσχευσης µυελού που θα µπορούσαν να επιβαρύνουν την ποιότητα ζωής των ασθενών αυτών.3 Οι µεταµοσχευµένοι ασθενείς υποβάλλονται σε χηµειοθεραπεία µε υψηλές δόσεις αλκυλιωτικών παραγόντων είτε για την αντιµετώπιση της βασικής τους νόσου, είτε κατά το προπαρασκευαστικό σχήµα που προηγείται της µεταµόσχευ- σης. Στη σύγχρονη πρακτική χρησιµοποιείται συνδυασµός κυκλοφωσφαµίδης και busulphan χωρίς συνοδό ακτινοβολία, σε δοσολογία 16mg/kg busulphan και 200mg/kg κυκλοφωσφαµίδης, το αποκαλούµενο “big Bu-Cy” ή ο ίδιος συνδυα- σµός σε χαµηλότερη δοσολογία κυκλοφωσφαµίδης, 120mg/kg, το “little Bu-Cy”.5,7 Εκτός από τους παραπάνω χορηγούνται σε συνδυασµό και άλλοι χηµειοθερα- πευτικοί παράγοντες όπως ετοποσίδη, αραβινοσίδη και µελφαλάνη, (σχήµατα BECYM, BEAM)6. Οι συχνότερες άµεσες αλλά και απώτερες ενδοκρινικές διαταραχές που αναπτύσσονται µετά από µεταµόσχευση µυελού όπου έχουν ακολουθηθεί τα παραπάνω χηµειοθεραπευτικά σχήµατα είναι αυτές που αφορούν στις γονάδες και στο θυρεοειδή αδένα.1 Ο κίνδυνος ανάπτυξης επιπλοκών από το ενδοκρινικό σύστηµα επηρεάζεται ίσως από την βασική νόσο, την ηλικία του ασθενούς, το είδος και τη δοσολογία των αντινεοπλασµατικών παραγόντων, και την ανάπτυξη της χρόνιας νόσου του µοσχεύµατος κατά του ξενιστή (GVHD).1,2,3,4 Μόνιµη πρωτοπαθής ανεπάρκεια των ωοθηκών έχει παρατηρηθεί σε όλες τις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας µε την προσθήκη busulphan µετά από χορήγηση είτε του ‘’big’’ είτε του ‘’little’’ BUCY ενώ στους άνδρες το σπερµατικό επιθήλιο είναι εκείνο που εµφανίζει την µεγαλύτερη ευαισθησία στην τοξική επίδραση της χηµειοθεραπείας. Η πλειοψηφία των ανδρών εµφανίζει υπογονιµότητα µετά την µεταµόσχευση, αλλά διατηρεί φυσιολογικά επίπεδα τεστοστερόνης 1,2 Στους ασθενείς που έλαβαν προπαρασκευαστικό σχήµα BUCY χωρίς ακτινοβολία, η συχνότητα της θυρεοειδικής δυσλειτουργίας µετά τη µεταµόσχευ- 102 ση, στις περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές ανέρχεται σε 10% - 11% και πιστεύεται ότι η τοξικότητα οφείλεται κυρίως στη busulphan. 12,13 Στη παρούσα µελέτη διερευνήθηκε η βλαπτική επίδραση των χηµειοθερα- πευτικών προπαρασκευαστικών σχηµάτων όπως το BUCY, το BEAM και το BECYM, χωρίς συνοδό ακτινοβολία, στη λειτουργία της υπόφυσης και συγκε- κριµένα στους άξονες Υποθάλαµος – Υπόφυση – Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά νεοπλασµατικά νοσήµατα. Χρησιµοποιήσαµε τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH και παρακο- λουθήσαµε τους ασθενείς µας επί δύο χρόνια επαναλαµβάνοντας τις δοκιµασίες ανά έτος για να µελετήσουµε καλύτερα την παρακαταθήκη των υποφυσιακών κυττάρων. Ξεκινήσαµε την µελέτη µας µε 72 ασθενείς (31 άνδρες και 41 γυναίκες) οι οποίοι υποβλήθηκαν στις δοκιµασίες LHRH TRH. Στον επανέλεγχο στους 12 µήνες επανήλθαν 35 ασθενείς (15 άνδρες και 20 γυναίκες) και ολοκλήρωσαν την µελέτη δύο χρόνια αργότερα 21 ασθενείς (10 άνδρες και 11 γυναίκες). Παρατηρήσαµε ότι τα προπαρασκευαστικά σχήµατα για την µεταµόσχευση µυελού όπως τα BUCY, BECYM, BEAM, στα οποία είχαν υποβληθεί οι ασθενείς µας, δεν παρουσίαζαν τοξική επίδραση στη λειτουργία των γοναδοτρόφων και θυρεοειδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης. Οι άξονες Υποθάλαµος-Υπόφυση– Γονάδες και Υποθάλαµος – Υπόφυση – Θυρεοειδής διατηρούσαν την λειτουργική ακεραιότητά τους κατά τις διεγερτικές δοκιµασίες LHRH και TRH που διενεργήθηκαν σε 72 ασθενείς συνολικά, (31 άνδρες και 41 γυναίκες), µέσης ηλικίας 32,6 έτη, 0,2 έως 9,8 έτη µετά την µεταµόσχευση (µέση διάρκεια από την µεταµόσχευση 1,5 έτη). Ο µεγαλύτερος αριθµός ασθενών, σε ποσοστό 69% είχε υποβληθεί σε χηµειοθεραπεία µε το σχήµα BUCY ενώ 17% των ασθενών είχε υποβληθεί σε BECYM, 8% σε ΒΕΑΜ και 6% σε ΒΕΑΜ και BUCY. Οι περισσότεροι ασθενείς είχαν υποβληθεί σε αλλογενή µεταµόσχευση µυελού (44%). Σε αυτόλογο µεταµόσχευση µυελού είχε υποβληθεί το 23% των ασθενών, σε αυτόλογο µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 18% και σε αλλογενή µεταµόσχευση περιφερικών κυττάρων το 15% των ασθενών. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου πρωτοπαθούς υποθυ- ρεοειδισµού µε αυξηµένα ή φυσιολογικά βασικά επίπεδα της TSH και υπερ- απάντηση αυτής µετά από διέγερση µε TRH, υποδηλώνοντας βλάβη του τελικού οργάνου – του θυρεοειδή – και όχι της υπόφυσης. 103 Αυξηµένα επίπεδα TSH >5 IU/ml παρατηρήθηκαν πιο συχνά στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες (19% και 10% αντίστοιχα). Το ποσοστό των ασθενών µε υπεραπάντηση της TSH ειδικότερα στους χρόνους 30’ και 60’ της δοκιµασίας TRH (59% των ανδρών και 64% των γυναικών), ξεπερνούσε το ποσοστό των ασθενών µε παθολογικά βασικά επίπεδα TSH ενδεικτικό υψηλής επίπτωσης υποκλινικού πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισµού. Η ακεραιότητα του άξονα Υποθάλαµος-Υπόφυση-Γονάδες δεν παρουσίασε διαταραχές στο επίπεδο υποθαλάµου ή υπόφυσης στους ασθενείς που µελετήθηκαν µετά από µεταµόσχευση µυελού για αιµατολογικά κακοήθη νοσήµατα. Οι διαταραχές που παρατηρήθηκαν ήταν του τύπου Υπεργοναδοτροφικού υπογονα- δισµού µε αυξηµένα βασικά επίπεδα γοναδοτροφινών ενδεικτικά βλάβης του τελικού οργάνου, δηλαδή των γονάδων. Αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH εµφάνιζε το 69% των ανδρών ενώ ποσοστό 50% εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα LH. Αρκετά µεγαλύτερο ποσοστό εµφάνιζε αυξηµένη απάντηση της FSH στη δοκιµασία LHRH, εύρηµα που συνηγορεί υπέρ διαταραχών της σπερµατογέννησης που δεν ανιχνεύονται µε την βασική τιµή της FSH µόνο. Η πλειοψηφία των γυναικών εµφάνιζε αυξηµένα βασικά επίπεδα FSH και LH (ποσοστό 97% και 92% αντίστοιχα) µε υπεραπάντηση στη δοκιµασία LHRH. Τα ευρήµατά µας οδηγούν στο συµπέρασµα ότι τα γοναδοτρόφα κύτταρα της υπόφυσης δεν επηρεάζονται από τα προπαρασκευαστικά χηµειοθεραπευτικά σχήµατα κατά την µεταµόσχευση µυελού τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες ενώ επηρεάζονται τα κύτταρα των γονάδων και στα δύο φύλα µε αποτέλεσµα βλάβη του τελικού οργάνου και υπεργοναδοτροφικό υπογοναδισµό. Από τις παραµέτρους που µελετήσαµε, (βασικά επίπεδα και επίπεδα µετά από διέγερση των TSH, PRL, FSH, LH) καµία δεν παρατηρήθηκε να επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από το χρόνο στη διετή διάρκεια της µελέτης. Η επίδραση του φύλου σχετικά µε την έκταση της τοξικής επίδρασης της χηµειοθεραπείας ήταν εµφανής. Οι γυναίκες εµφάνιζαν υψηλότερα επίπεδα FSH και LΗ υποδηλώνοντας προφανώς µεγαλύτερη ευαισθησία των ωοθηκών στην τοξική επίδραση χηµειοθεραπευτικών σχηµάτων απ’ ότι οι γονάδες στους άνδρες. Η αλληλεπίδραση του χρόνου και του φύλου θεωρήθηκε στατιστικά σηµαντική µόνο όσον αφορά την λειτουργία του θυρεοειδούς και κατ’ επέκταση του άξονα Υποθάλαµος – Υπόφυση - Θυρεοειδής. Υπήρχε τάση γρηγορότερης 104 αποκατάστασης των επιπέδων της FT4 στις γυναίκες στο χρόνο, δηλαδή ανάκτηση της φυσιολογικής λειτουργίας του θυρεοειδούς µετά δύο έτη, (παροδικός υποκλι- νικός ή κλινικός υποθυρεοειδισµός). ∆εν παρατηρήθηκε στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση χρόνου και φύλου στη λειτουργία και απαντητικότητα των γοναδοτρόφων κυττάρων της υπόφυσης στην δοκιµασία LHRH. Οι ενδοκρινολογικές διαταραχές που εµφανίζονται µετά την µεταµόσχευση µυελού αφορούν όργανα στόχους και όχι τον υποθάλαµο ή την υπόφυση µε αποτέλεσµα την πρώιµη εµµηνόπαυση στις γυναίκες και την διαταραχή της σπερµατογένεσης στους άνδρες ,ενώ λιγότερο συχνά εµφανίζεται υπογοναδισµός στους άνδρες. Οι διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα µε κύρια εκδήλωση τον κλινικό ή υποκλινικό πρωτοπαθή υποθυρεοειδισµό ακολουθούν σε συχνότητα. 105 - ItemOpen AccessΔιάγνωση του ενδολεμφικού ύδρωπα με τη χρήση ηχοκάλυψης χαμηλής συχνότητας
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T10:11:48Z) Παπαδέας, Ευάγγελος; Γκούμας, Παναγιώτης; Παναγιωτάκης, Γεώργιος; Μαραζιώτης, Θεόδωρος; Παπαδάς, Θεόδωρος; Παλληκαράκης, Νικόλαος; Ναξάκης, Στέφανος; Σωτήριος Γαρταγάνης; Γκούμας, Παναγιώτης; Παναγιωτάκης, Γεώργιος; Μαραζιώτης, Θεόδωρος; Papadeas, EvangelosΣκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η αξιολόγηση της δυνατότητας πρώιμης διάγνωσης της νόσου Ménière με τη χρήση ηχοκάλυψης χαμηλής συχνότητας. Υλικό και μέθοδος: Τριανταπέντε ασθενείς που έπασχαν από τη νόσο Ménière εξετάστηκαν επανειλημμένα κατά την πορεία της νόσου τους. Τα αποτελέσματα των ασθενών αυτών συγκρίθηκαν με αυτά που ελήφθησαν από 10 αυτιά με φυσιολογική ακοή και 40 αυτιά με βαρηκοΐα από θόρυβο. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν με τη βοήθεια ειδικού εξοπλισμού ικανού να παράγει έναν ήχο χαμηλής συχνότητας σε συνδυασμό με ένα tone burst. Με τη βοήθεια των κατάλληλων μηχανημάτων ήταν δυνατή η ανεξάρτητη μεταβολή του πλάτους των δύο ηχητικών ερεθισμάτων, καθώς και της διαφοράς φάσης μεταξύ τους από 0 ως 360 μοίρες. Προσαρμόζοντας τις εντάσεις και τη διαφορά φάσης ο εξεταζόμενος μπορούσε να ακούσει δύο ήχους έναν χαμηλής συχνότητας ως ηχοκάλυψη και έναν υψηλής συχνότητας που ακουγόταν δυνατότερα από την ηχοκάλυψη. Η κύρια παράμετρος που μελετήθηκε ήταν το πλάτος διαμόρφωσης (modulation depth) που είναι η μέγιστη διαφορά μεταξύ του βέλτιστου και του χείριστου ουδού ακοής ενός εξεταζόμενου στο ακοόγραμμα φάσης και μετράται σε dB HL. Αποτελέσματα:Σε φυσιολογικά άτομα η αποτελεσματικότερη ηχοκάλυψη εντοπίστηκε στις 250° και η μικρότερη στις 360°. Λιγότερο αποτελεσματική ήταν η ηχοκάλυψη που παρατηρήθηκε στις 90°. Τα άτομα με φυσιολογική ακοή είχαν πλάτος διαμόρφωσης (modulation depth) μεταξύ 20 και 35 dB HL, οι ασθενείς με βαρηκοΐα αγωγιμότητας παρουσίασαν modulation depth περίπου 10 dB HL και στους ασθενείς με νόσο Ménière μετρήθηκε πλάτος modulation depth σχεδόν 0 dB. Συμπέρασμα: Ο εξοπλισμός και η μέθοδος που αναπτύξαμε πιθανόν να συμβάλλει στη διάγνωση και διαφορική διάγνωση της νόσου Ménière στα πρώιμα στάδια της και στις εξάρσεις που χαρακτηρίζουν την πορεία της. Ο εξοπλισμός που απαιτείται είναι απλός και προσιτός και μπορεί να βρεθεί σε οποιοδήποτε εργαστήριο ιατρικής φυσικής ή μηχανολογίας. Περισσότερες μελέτες είναι αναγκαίες προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανή συμβολή της μελέτης του οπισθίου λαβυρίνθου με ηχοκάλυψη χαμηλής συχνότητας στην πρώιμη διάγνωση της νόσου Ménière. - ItemOpen AccessΔραστηριότητα λυοσωματικών ενζύμων στο περιτοναϊκό υγρό γυναικολογικών καρκίνων, πυελικών φλεγμονών και υγρού καλοήθων κύστεων ωοθηκών
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:56:01Z) Καπερώνης, Ανδρέας; Τζιγγούνης, Βασίλειος; Τσάπανος, Βασίλειος; Μπεράτης, Νικόλαος; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Σκουτέλης, Αθανάσιος; Συρογιαννόπουλος, Γεώργιος; Κουρούνης, Γεώργιος; Kaperonis, AndreasΗ δραστικότητα των λυοσωματικών ενζύμων είναι αυξημένη στο εξωκυττάριο υγρό ασθενών με μηνιγγίτιδα και περιτονίτιδα μικροβιακής αιτιολογίας. Ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να ερευνήσουμε αν η δραστικότητα αυτών των ενζύμων ήταν αυξημένη στο περιτοναϊκό υγρό ασθενών με πυελική φλεγμονή και γυναικολογικό καρκίνο. Η δραστικότητα της β-γλυκουρονιδάσης, β-γαλακτοσιδάσης και α-μαννοσιδάσης μετρήθηκε στο περιτοναϊκό υγρό 5 ασθενών με PID, 10 ασθενών με γυναικολογικό καρκίνο, 10 ασθενών που χρησιμοποιήθηκαν σαν σημείο αναφοράς και το υγρό 7 ασθενών με καλοήθεις κύστεις ωοθηκών. Η μέση τιμή της +/-SD της δραστικότητας της β- γλυκουρονιδάσης , β-γαλακτοσιδάσης, και της α- μανοσιδάσης στην PID ήταν 148+/-82, 278+/ -112, και 291+/-140 nmol 4 -methylummbelliferone/ ml / h αντίστοιχα. Στα δείγματα αναφοράς ήταν 22+/-9, 48+/-10 και80+/-23 , αντίστοιχα (p<=0,003 - 0.00001). Στο γυναικολογικό καρκίνο η δραστικότητα ήταν 113+/-35, 210+/- 82, και 243+/-123 αντίστοιχα ( διαφορά από τα δείγματα αναφοράς p<=0,0006-0,000001). Υπήρξε θετική συσχέτιση μεταξύ της δραστικότητας της β- γλυκουρονιδάσης και του σταδίου του καρκίνου. Η μέτρηση της δραστικότητας των ενζύμων στο υγρό των ωοθηκικών κύστεων δεν διέφερε σημαντικά σε σχέση με αυτή των δειγμάτων αναφοράς. Η δραστικότητα των λυοσωματικών ενζύμων είναι αυξημένη στο περιτοναϊκό υγρό ασθενών με (PID), πυελική φλεγμονή και γυναικολογικό καρκίνο. Η απουσία επικάλυψης των μετρηθέντων τιμών δραστικότητας των ανωτέρω ενζύμων μεταξύ ασθενών με γυναικολογικό καρκίνο και PID σε σχέση με τα δείγματα αναφοράς δείχνει οτι κάποιες μετρήσεις πρέπει να αρχίζουν να εφαρμόζονται για διαγνωστικούς σκοπούς. - ItemOpen AccessΕντερική διαπερατότητα στον πειραματικό αποφρακτικό ίκτερο : κυτταρικές και βιοχημικές μεταβολές του εντερικού βλεννογόνου και επίδραση των ρυθμιστικών εντερικών πεπτιδίων Boinbesin και Neutrotensin
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:56:19Z) Ασημακόπουλος, Στυλιανός Φ.; Σκόπα, Χρυσούλα; Μπονίκος, Διονύσιος; Καλφαρέντζος, Φώτιος; Φλωρδέλλης, Χριστόδουλος; Γεωργίου, Χρήστος; Σκόπα, Χρυσούλα; Νικολοπούλου, Βασιλική; Βαγιανός, Κωνσταντίνος; Asimakopoulos, Stylianos F.Οι ασθενείς µε αποφρακτικό ίκτερο, ιδιαίτερα όταν εκτίθενται στο επιπρόσθετο stress ενός επεµβατικού διαγνωστικού ή θεραπευτικού χειρισµού, είναι επιρρεπείς στην ανάπτυξη σηπτικών επιπλοκών και νεφρικής δυσλειτουργίας που οδηγούν σε υψηλά ποσοστά νοσηρότητας και θνητότητας. Πειραµατικές και κλινικές µελέτες έχουν δείξει ότι ο αποφρακτικός ίκτερος προκαλεί δυσλειτουργία του βλεννογόνιου εντερικού φραγµού, οδηγώντας σε ενδοτοξιναιµία, η οποία φαίνεται να διαδραµατίζει κεντρικό ρόλο στην ανάπτυξη των επιπλοκών αυτών. Η απουσία χολής µεταβάλλει τη λειτουργία του εντερικού φραγµού χωρίς να διασπά τη συνέχεια του επιθηλίου. Οι µοριακοί µηχανισµοί που ενέχονται στο φαινόµενο αυτό δεν έχουν αποσαφηνιστεί. Η παρούσα διδακτορική διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει την επίδραση του πειραµατικού αποφρακτικού ικτέρου στην έκφραση της αποφραξίνης, δοµικού συστατικού των αποφρακτικών ενώσεων, στον εντερικό βλεννογόνο, στην απόπτωση και στον πολλαπλασιασµό των επιθηλιακών κυττάρων στις κρύπτες και στα επίπεδα οξειδωτικού stress στο έντερο. Επιπλέον, σε µια προσπάθεια θεραπευτικής παρέµβασης, διερευνήθηκε ο πιθανός ρόλος των ρυθµιστικών εντερικών πεπτιδίων bombesin (BBS) και neurotensin (NT) στις ανωτέρω παραµέτρους, καθώς και στην ιστολογία και στα επίπεδα οξειδωτικού stress στο ήπαρ. Προηγούµενες µελέτες έχουν δείξει ότι τα πεπτίδια αυτά εξασκούν ένα ευρύ φάσµα δράσεων στον εντερο-ηπατικό άξονα και βελτιώνουν την ακεραιότητα του γαστρεντερικού βλεννογόνου έπειτα από την επίδραση διαφόρων βλαπτικών παραγόντων. Η απουσία χολής ενδοαυλικά, αποστερεί τον εντερικό βλεννογόνο από τις βακτηριοστατικές, αντι-ενδοτοξινικές και τροφικές της ιδιότητες, οδηγώντας σε αύξηση των βακτηριδίων και της ενδοτοξίνης ενδοαυλικά και σε εντερική ατροφία. Οι µεταβολές αυτές προάγουν τη µετακίνηση βακτηρίων και ενδοτοξινών στην πυλαία φλέβα και ακολούθως, µέσω µιας κατασταλµένης εκκαθαριστικής ικανότητας των κυττάρων Kupffer εξαιτίας της χολόστασης, στη συστηµατική κυκλοφορία. Η συστηµατική ενδοτοξιναιµία ενεργοποιεί τη συστηµατική φλεγµονώδη απάντηση, η οποία σχετίζεται µε τη δυσλειτουργία που αναπτύσσεται σε αποµακρυσµένα όργανα, ενώ συνεισφέρει και στην περαιτέρω επιδείνωση της λειτουργίας του εντερικού φραγµού και της ηπατικής βλάβης. Τα αποτελέσµατα της παρούσας µελέτης επιβεβαίωσαν την παρουσία πυλαίας και συστηµατικής ενδοτοξιναιµίας σε εξωηπατική απόφραξη των χοληφόρων. Η προκαλούµενη από τον αποφρακτικό ίκτερο ατροφία του εντερικού βλεννογόνου τεκµηριώθηκε µε µορφοµετρική ανάλυση και µε µετρήσεις του DNA και της πρωτεΐνης. Ένας πιθανός µηχανισµός προαγωγής της ατροφίας του εντερικού βλεννογόνου είναι η διαταραχή της ισορροπίας µεταξύ κυτταρικού πολλαπλασιασµού και κυτταρικού θανάτου στις κρύπτες, µε αύξηση της απόπτωσης και µείωση της µιτωτικής δραστηριότητας. Επίσης, ο αποφρακτικός ίκτερος οδήγησε σε αύξηση του οξειδωτικού stress στο έντερο, όπως τεκµηριώνεται από την αύξηση της υπεροξείδωσης των λιπιδίων, της οξείδωσης των πρωτεϊνών, της οξειδωµένης γλουταθειόνης (GSSG), των ολικών µη πρωτεϊνικών µεικτών δισουλφιδίων (NPSSR), και των πρωτεϊνικών δισουλφιδίων (PSSP), ενώ µειώθηκε το αντιοξειδωτικό µόριο της ανηγµένης γλουταθειόνης (GSH). Η ενδοτοξιναιµία και οι αυξηµένες συγκεντρώσεις χολικών αλάτων αποτελούν σηµαντικούς διεγέρτες της παραγωγής δραστικών µεταβολιτών οξυγόνου. Η παρουσία οξειδωτικού stress στο έντερο συνεισφέρει στην προαγωγή της αποπτωτικής διεργασίας και στην αναστολή του κυτταρικού πολλαπλασιασµού στις κρύπτες, οδηγώντας σε ατροφία του βλεννογόνου. Ένα άλλο πρωτότυπο εύρηµα αυτής της µελέτης είναι η διαταραχή του παρακυττάριου φραγµού του εντέρου στα πειραµατόζωα µε αποφρακτικό ίκτερο, η οποία τεκµηριώνεται µε την απώλεια της έκφρασης της αποφραξίνης περίπου στο 50% των επιθηλιακών κυττάρων στο κορυφαίο τµήµα της λάχνης. Συνεπώς, το άνοιγµα της παρακυττάριας οδού φαίνεται να είναι ένας σηµαντικός παράγων στη διαφυγή ενδοτοξίνης από τον εντερικό αυλό στην πυλαία κυκλοφορία. Η ενδοτοξιναιµία, η απελευθέρωση στη συστηµατική κυκλοφορία µεσολαβητών φλεγµονής και η παρουσία οξειδωτικού stress στο έντερο πιθανώς σχετίζονται µε τη µεταβολή της έκφρασης της αποφραξίνης στον εντερικό βλεννογόνο. Επιπλέον, στον αποφρακτικό ίκτερο ανεβρέθηκε µια διαβάθµιση της έκφρασης της αποφραξίνης κατά µήκος της λάχνης, µε µεγαλύτερη απώλεια της έκφρασής της στο άνω τριτηµόριο, µικρότερη στο µέσο και ακόµα µικρότερη στην κρύπτη. Μια πιθανή εξήγηση αυτής της διαβάθµισης της απώλειας της έκφρασης της αποφραξίνης είναι ότι, δεδοµένου ότι η ανανέωση του επιθηλίου γίνεται από την κρύπτη προς την κορυφή, τα κύτταρα της κορυφής της λάχνης έχουν εκτεθεί για περισσότερο χρονικό διάστηµα στις συνθήκες οξειδωτικού stress που επικρατούν στο έντερο. Τα ρυθµιστικά εντερικά πεπτίδια, BBS και ΝΤ, δρώντας είτε άµεσα, µέσω ειδικών υποδοχέων των επιθηλιακών κυττάρων του εντέρου, είτε έµµεσα, βελτιώνοντας τη µικροκυκλοφορία του εντέρου, αποκατέστησαν την έκφραση της αποφραξίνης στον εντερικό βλεννογόνο, µείωσαν σηµαντικά την απόπτωση και το οξειδωτικό stress και ανέστρεψαν την εντερική ατροφία. Η πρόληψη, από τα ρυθµιστικά πεπτίδια, των επαγόµενων από τον αποφρακτικό ίκτερο κυτταρικών και βιοχηµικών µεταβολών του εντερικού βλεννογόνου, οδήγησε σε σηµαντική µείωση της πυλαίας και συστηµατικής ενδοτοξιναιµίας. Επιπλέον, η BBS και η ΝΤ, εξασκώντας αντιοξειδωτική δράση και στο ήπαρ, προστατεύουν από δυο µείζονες παράγοντες ηπατικής βλάβης κατά τη χολόσταση, που είναι το οξειδωτικό stress και η ενδοτοξιναιµία, οδηγώντας σε βελτίωση των ιστολογικών αλλοιώσεων της αποφρακτικής χολαγγειοπάθειας. Συµπερασµατικά, τα αποτελέσµατα της παρούσας µελέτης δείχνουν ότι η δυσλειτουργία του εντερικού φραγµού στον αποφρακτικό ίκτερο σχετίζεται µε την επαγωγή κυτταρικών και βιοχηµικών µεταβολών στον εντερικό βλεννογόνο, οι οποίες χαρακτηρίζονται από κατά τόπους απώλεια της έκφρασης της αποφραξίνης, πρόκληση οξειδωτικού stress και επαγωγή της απόπτωσης. Τα ρυθµιστικά εντερικά πεπτίδια BBS και ΝΤ προλαµβάνοντας τις µεταβολές αυτές του εντερικού βλεννογόνου µειώνουν σηµαντικά την πυλαία και συστηµατική ενδοτοξιναιµία. Επίσης, εξασκούν προστατευτική δράση εναντίον του οξειδωτικού stress στο ήπαρ και διαφυλάσσουν την αρχιτεκτονική του πυλαίου διαστήµατος. Η συνδυασµένη ευεργετική επίδραση των ρυθµιστικών πεπτιδίων, τόσο στη δυσλειτουργία του εντερικού φραγµού και την ενδοτοξιναιµία, που ευθύνονται για την ανάπτυξη σηπτικών επιπλοκών και βλάβης αποµακρυσµένων οργάνων, όσο και στο οξειδωτικό stress και την ιστολογία του ήπατος, εισηγούνται µια νέα θεραπευτική προσέγγιση στον αποφρακτικό ίκτερο. Όπωσδήποτε απαιτούνται περαιτέρω µελέτες για τη διευκρίνιση των µηχανισµών δράσης και πιθανών παρενεργειών της BBS και της ΝΤ πριν την εφαρµογή τους στην κλινική πράξη. - ItemOpen AccessΗ αξία της ψηφιακής ακτινοσκόπησης / ακτινογράφησης για την ανίχνευση ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών.
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:56:46Z) Τουλγαρίδης, Θεόδωρος; Αλεξόπουλος, Δημήτριος; Βαγενάκης, Απόστολος; Σιαμπλής, Δημήτριος; Κυριαζοπούλου, Βενετσάνα; Νικηφορίδης, Γεώργιος; Πέτσας, Θεόδωρος; Χειλαδάκης, Ιωάννης; Αλεξόπουλος, Δημήτριος; Βαγενάκης, Απόστολος; Σιαμπλής, Δημήτριος; Toulgaridis, TheodorosΗ ασβέστωση των στεφανιαίων αρτηριών αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της στεφανιαίας αθηρωμάτωσης. Η ψηφιακή ακτινοσκόπηση/ακτινογράφηση είναι μία ακριβής μη αιματηρή μέθοδος ανάδειξης της στεφανιαίας ασβέστωσης, εύκολα διαθέσιμη, χαμηλού κόστους, γρήγορη και με χαμηλή δόση ακτινοβολίας. Μέχρι τώρα δεν έχει ερευνηθεί πολύπλευρα η αξία της για την ανίχνευση της ασβέστωσης των στεφανιαίων αρτηριών. - ItemOpen AccessΕπίδραση της ενδοφλέβιας χορήγησης ανοσοσφαιρίνης G(IVIG) στο ανοσοποιητικό σύστημα ασθενών με θρομβοκυτταροπενία
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:57:07Z) Θεοδωροπούλου, Μαρία; Καλλίνικου-Μανιάτη, Αλίκη; Μουζάκη, Αθανασία; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Μανταγός, Στέφανος; Βαρβαρήγου, Αναστασία; Παληογιάννη, Φωτεινή; Καρακάντζα, Μαρίνα; Καλλίνικου-Μανιάτη, Αλίκη; Μουζάκη, Αθανασία; Παπαβασιλείου, Αθανάσιος; Theodoropoulou, MariaΟι ανοσολογικές διαταραχές στην οξεία θρομβοπενική πορφύρα (ΙΘΠ) της παιδικής ηλικίας εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο μελέτης. Η έκφραση των Th1/Th2 κυτταροκινών έχει μελετηθεί σε αυτοάνοσα νοσήματα και φαίνεται ότι παίζει ανοσορυθμιστικό ρόλο. Έτσι, θεωρήθηκε σκόπιμη η μελέτη της έκφρασης Th1/Th2 κυτταροκινών καθώς και των επιπέδων του TGF-β1 στο πλάσμα σε 18 παιδιά (μέση ηλικία 6,4 χρόνια) με οξεία ΙΘΠ πριν και 24 ώρες μετά τη χορήγηση IVIG, καθώς και μετά από 0,5-5 χρόνια. Οι ασθενείς αυτοί παρουσίαζαν μειωμένο αριθμό CD4 κυττάρων και ανεστραμμένη αναλογία CD4/CD8. Μελετήθηκε η έκφραση των αποπτωτικών γονιδίων Fas και Bcl-2 και παρατηρήθηκε μειωμένη έκφραση του γονιδίου Fas στους ασθενείς, και φυσιολογική έκφραση του Bcl-2. Η θεραπεία με IVIG δε φάνηκε να επηρεάζει αυτές τις παραμέτρους. 12 από τα 18 παιδιά παρουσίαζαν χαμηλή έκφραση Th0/Th1 κυτταροκινών, με ταυτόχρονη έκφραση IL-10, ή δεν εξέφραζαν καμία κυτταροκίνη in vivo. 24 ώρες μετά τη χορήγηση IVIG, 5/12 παιδιά δεν εξέφραζαν καμμία κυτταροκίνη ενώ τα υπόλοιπα έδωσαν είτε ένα Th2, είτε ένα Th0/Th1 πρότυπο. Μελέτες που έγιναν κάποια χρόνια αργότερα έδειξαν ότι αυτά τα 12 παιδιά δεν παρουσίασαν δεύτερο επεισόδιο και in vivo δεν εξέφραζαν καμμία κυτταροκίνη ή μόνο IL-4. Σε 4/18 παιδιά παρατηρήθηκε ένα Th1 ή Th0/Th1 πρότυπο έκφρασης κυτταροκινών και έκφραση IL-10, το οποίο διατηρήθηκε και μετά τη θεραπεία με IVIG. 0,5-5 χρόνια αργότερα παρατηρήθηκε έκφραση Th1 κυτταροκινών και IL-10 και στα 4 παιδιά, τα οποία ανέπτυξαν μία υποτροπιάζουσα μορφή ΙΘΠ με σπάνια επεισόδια επαγόμενα από ιογενείς λοιμώξεις. 2/18 παιδιά παρουσίασαν κατά την εμφάνιση της νόσου ένα καθαρό Th1 πρότυπο, που χαρακτηριζόταν από αυξημένη έκφραση IFN-γ και το οποίο διατηρήθηκε τόσο μετά τη χορήγηση IVIG, όσο και αργότερα και σ’ αυτά η νόσος χαρακτηρίστηκε σαν χρόνια IΘΠ. Τα επίπεδα του TGF-β1 στο πλάσμα των ασθενών ήταν χαμηλά όταν ή νόσος ήταν σε έξαρση και αυξάνονταν όταν ή νόσος ήταν σε ύφεση. Γενικά, φαίνεται ότι μια σταθερή κατάσταση ύφεσης της νόσου σχετίζεται με απουσία έκφρασης κυτταροκινών ή με Τh2 πρότυπο. Έκφραση των μεταγραφικών παραγόντων AP-1, NFAT και NFκΒ υπήρχε στα Τ κύτταρα των ασθενών κατά την εμφάνιση της νόσου και όχι όταν η νόσος ήταν σε ύφεση, ενώ ο NFAT-S απουσίαζε. - ItemOpen AccessΕντερόκοκκοι υδάτινου περιβάλλοντος : ταυτοποίηση, ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά και κλωνική ανάλυση
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:58:27Z) Γραμμένου, Παναγιώτα; Παπαπετροπούλου, Μαρία; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Γελαστοπούλου, Ελένη; Αναστασίου, Ευάγγελος; Σπηλιοπούλου, Ιρις; Χριστοφίδου, Μυρτώ; Παληογιάννη, Φωτεινή; Παπαπετροπούλου, Μαρία; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Γελαστοπούλου, Ελένη; Grammenou, PanagiotaΣτην παρούσα μελέτη η βιοτυπία και η ανάλυση του DNA με ηλεκτρο-φόρηση σε παλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο (PFGE) εφαρμόσθηκαν σε ένα σύνο-λο εντε-ρο-κόκ-κων που απομονώθηκαν από νερά αναψυχής και πόσιμα νερά, προκει-μένου να προσδιορισθεί πιθανή γενετική συγγένεια. Τα 200 στελέχη εντε-ρο--κόκκου απομονώθηκαν από 246 δείγματα νερών αναψυχής και 903 δείγματα πόσιμου νερού, από θάλασσα, νερό δικτύου, ποταμούς και πηγές της Ν.Δ. Ελλάδας. Η ταυτοποίηση σε επίπεδο είδους έγινε με το σύστημα API 20strep. Ο έλεγχος της ευαισθησίας στα αντιβιοτικά έγινε με προσδιορισμό της ελάχιστης ανασταλτικής πυκνότητας (MIC) με την μέθοδο ταινιών E-test. Η ηλεκτροφό-ρηση σε παλλόμενο ηλεκτρικό πεδίο εφαρμόσθηκε για τις γονοτυπικές δοκιμασίες. Ο χαρακτηρισμός σε επίπεδο είδους ταξινόμησε τους εντερόκοκκους σε 22 βιότυπους. Στην πλειοψηφία τους τα στελέχη ήσαν E. faecium (142 ή 71%), ακολουθούσε ο E. faecalis (40 ή 20%), o E. durans (9 ή 4,5%), o E. gallinarum (5 ή 2,5%) και o E. avium (4 ή 2%). Μεταξύ των στελεχών του E. faecium υπήρ-χε σχέση των βιοτύπων και της πηγής του δείγματος. Αυτό δεν παρατηρή-θη-κε στα στελέχη του E. faecalis ούτε στα υπόλοιπα είδη. Κανένα στέλεχος δεν βρέθηκε να παράγει β-λακταμάση. Δεν παρατηρήθηκε καμία σχέση μεταξύ της αντοχής στα αντιβιοτικά και της προέλευσης των στελεχών. Κανένα είδος εντεροκόκκου δεν παρουσίασε αντοχή στα γλυκοπεπτίδια. Κλινικά στελέχη E. faecium περιελήφθησαν στα γονοτυπικά πειράματα ως μάρτυρες για τους ήδη ταυτοποιημένους κλώνους που ενδημούν στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Πάτρας. Η ανάλυση των τύπων PFGE μεταξύ των 104 στελεχών αποκάλυψε την παρουσία 18 κλώνων μεταξύ του E. faecium, 14 του E. faecalis, 2 του E. durans, 3 του E. gallinarum και ενός του E. avium. Αν και μεταξύ των εξετασθέ-ντων στελεχών παρατηρήθηκε γενετική ποικιλία, προσδιορίσθηκαν κοινοί κλώ-νοι μεταξύ διαφορετικών δειγμάτων νερών. Τα δενδρογράμματα αποκά-λυ-ψαν γενετική σχέση μεταξύ συγκεκριμέ-νων περιβαλλοντικών στελεχών του E. faecium και αυτών που ήσαν νοσοκομειακής προέλευσης. Για τη μελέτη της παρουσίας κλώνων μεταξύ εντεροκόκκων που απομονώνονται από το περιβάλλον πρέπει να εφαρμόζονται μέθοδοι ανάλυσης χρωμοσωμικού DNA. - ItemOpen AccessΕπιδημιολογική μελέτη καταγμάτων ισχίου στην τρίτη ηλικία στη Νοτιοδυτική Ελλάδα
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:58:34Z) Καραγιάννης, Ανδρέας; Ηλίας Λαμπίρης,; Δημακόπουλος, Παναγιώτης; Μέγας, Παναγιώτης; Μπαρμπαλιάς, Γ.; Μαραζιώτης, Θεόδωρος; Γκούμας, Παναγιώτης; Περιμένης, Πέτρος; Ηλίας Λαμπίρης,; Δημακόπουλος, Παναγιώτης; Μέγας, Παναγιώτης; Karagiannis, AndreasΟ τύπος του κατάγματος είναι ένας ανεξάρτητος προδιαθεσικός παράγων για την μεγάλης διάρκειας θνητότητα στους ασθενείς με κάταγμα στην περιοχή του ισχίου. Αφού η μικρής διάρκειας θνητότητα δεν σχετίζεταιμε τον τύπο του κατάγματος,η χειρότερη πρόγνωση στα διατροχαντήρια κατάγματα πιθανά σχετίζεται με έμφυτα χαρακτηριστικά του ασθενούς. - ItemOpen AccessΕπιδημιολογική μελέτη πολυανθεκτικών στελεχών staphylococcus που απομονώνονται από ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις ασθενών
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:58:41Z) Μπαρτζάβαλη-Λουκή, Χριστίνα; Δημητρακόπουλος Γεώργιος Ο.; Ίρις Σπηλιοπούλου-Σδούγκου; Χριστοφορίδου, Μυρτώ; Παληογιάννη, Φωτεινή; Σκουτέλης, Αθανάσιος; Κολονίτσιου, Φεβρονία; Αναστασίου, Ευάγγελος Δ.Τα ανθεκτικά στη μεθικιλλίνη στελέχη σταφυλοκόκκου παραμένουν ένα σοβαρό πρόβλημα στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις παγκοσμίως, εξαιτίας της πολλαπλής αντοχής και της ικανότητάς τους να διασπείρονται πολύ γρήγορα μέσα σε νοσηλευτικά ιδρύματα προκαλώντας υψηλή νοσηρότητα και θνητότητα. Ιδιότητα των στελεχών αυτών είναι η τάση που έχουν να συγκεντρώνουν επιπλέον στοιχεία γενετικού υλικού που φέρουν γονίδια αντοχής σε αντιβιοτικά και τα οποία δεν προέρχονται μόνον από στελέχη του ιδίου γένους. Επιδημίες παρατηρούνται ιδιαίτερα σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ενηλίκων και νεογνών, σε Μονάδες Μεταμόσχευσης και Χειρουργικές Μονάδες. Σκεφθήκαμε και προσπαθήσαμε να συλλάβουμε το θέμα αυτό σε μια δυναμική εξελικτική διαδικασία, μελετώντας την επιδημιολογία πολυανθεκτικών στελεχών σταφυλοκόκκου που απομονώθηκαν από κλινικά δείγματα ασθενών του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών, με μοριακές τεχνικές. Η μελέτη οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε στο Εργαστήριο Μικροβιολογίας του Ιατρικού Τμήματος Πανεπιστημίου Πατρών και καλύφθηκε οικονομικά από το πρόγραμμα «Καραθεωδορή υπ’αριθμόν 1953». - ItemOpen AccessΕπιδημιολογική μελέτη της βρουκέλλωσης στην ευρύτερη περιοχή του νομού Αχαϊας
Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)(2007-06-25T14:58:48Z) Μπίκας, Χρήστος; Κονδάκης, Ξενοφών; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Λεοτσινίδης, Μιχάλης; Σκουτέλης, Αθανάσιος; Γώγος, Χαράλαμπος; Σπηλιοπούλου-Σδούγκου, Ιρις; Κονδάκης, Ξενοφών; Δημητρακόπουλος, Γεώργιος; Λεοτσινίδης, Μιχάλης; Γελαστοπούλου, ΕλένηΗ βρουκέλλωση είναι μια ζωονόσος η οποία προκαλείται από είδη του γένους Brucella το οποίο έχει το φυσικό του υπόδοχο σε διάφορα κατοικίδια ζώα. Η Brucella melitensis είναι το πιο παθογόνο από τα 6 είδη του γένους και απομονώνεται πιο συχνά στο γενικό πληθυσμό. Παρά το γεγονός ότι η βρουκέλλωση στα ζώα έχει τεθεί υπό έλεγχο σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες και έχει ελαττωθεί σημαντικά ο αριθμός των κρουσμάτων στους ανθρώπους, παραμένει μεγάλο πρόβλημα στα κράτη γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα, ειδικότερα σε αγροτικές και κτηνοτροφικές περιοχές. Η Ελλάδα είναι ένα από τα Μεσογειακά κράτη στα οποία η βρουκέλλωση ενδημεί και προκαλεί σοβαρό πρόβλημα υγείας όπως επίσης και οικονομικό σε συγκεκριμένες αγροτικές περιοχές. Μια μελέτη ασθενών-μαρτύρων πραγματοποιήθηκε σε μια αγροτική περιοχή του Νομού Αχαΐας στη Δυτική Ελλάδα με σκοπό να εξετάσει τους παράγοντες κινδύνου για τη νόσο. Οι μετέχοντες στη μελέτη ήταν 414 (7,2% του πληθυσμού της εξετασθείσης περιοχής ). Οι ασθενείς (n=140) επιλέχθηκαν βάσει κλινικών και εργαστηριακών κριτηρίων. Όλα τα κρούσματα της νόσου διεγνώσθησαν μεταξύ της περιόδου Ιανουαρίου 1997 και Μαρτίου 1999 είτε από ιατρούς του Κέντρου Υγείας Ερυμάνθειας (ο τοπικός υγειονομικός σταθμός) είτε από ιδιώτες ιατρούς. Δύο κριτήρια ήταν βασικά για να θεμελιωθεί η διάγνωση της νόσου. Το πρώτο ήταν η παρουσία κλινικών συμπτωμάτων (πυρετός, καταβολή, αρθραλγία, γενικευμένοι μυϊκοί και αρθρικοί πόνοι κ.α.) και το δεύτερο ήταν η θετική αντίδραση Wright σε τίτλο 1/160 ή μεγαλύτερο. Για κάθε ασθενή αντιστοιχούν 2 μάρτυρες ίδιου φύλου και ηλικίας (± 3 έτη). Η επιλογή των μαρτύρων έγινε μεταξύ εκείνων που παρουσιάστηκαν στο Κέντρο Υγείας για άλλες νόσους άσχετες με τη βρουκέλλωση. Τα στοιχεία συγκεντρώθηκαν μέσω προσωπικών 82 συνεντεύξεων από τον ίδιο ιατρό και αναλύθηκαν μέσω της μεθόδου της λογιστικής παλινδρόμησης. Η συνολική ετήσια επίπτωση της νόσου στην περιοχή υπολογίστηκε 10,86/1000 κατοίκους. Λαμβάνοντας την κατηγορία «όχι ιδιοκτησία ζώων » και «όχι επαφή με ζώα» ως κατηγορία αναφοράς, ο ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου ήταν ο τραυματισμός κατά τη διάρκεια της γέννας των ζώων (OR =24,3, CI95%: 8,8-67,5) ακολουθούμενο από την απουσία στάβλων (OR = 14.4, CI95% : 4.7 – 44.1), την ιδιοκτησία χοίρων (OR = 13.1, CI95%: 3.1 – 56.3), των αιγών (OR = 12.2, CI95% : 2.9 – 51.7) και των προβάτων (OR = 10.9, CI95%: 2.6 – 46.2). Μετά από την πολυμεταβλητική ανάλυση οι παράγοντες κινδύνου που τελικά διαπιστώθηκαν ήταν ο τόπος κατοικίας (OR=1.8, CI95% : 1.1-3.1), η επαγγελματική ενασχόληση με τα ζώα (OR=2.4, CI95%: 1.2-4.8), η απουσία στάβλων (OR=9.1, CI95%: 2.2-38.7) και ο τραυματισμός κατά τη διάρκεια της γέννας των ζώων (OR=11.2, CI95% : 3.2-39.1). Η κατανάλωση τυριού από παστεριωμένο γάλα ή η κατανάλωσή του σε χρονικό διάστημα άνω των τριών μηνών από την παρασκευή του βρέθηκε να αποτελεί προστατευτικό παράγοντα (OR=0.27, CI95%: 0.11-0.67). Η μείωση της επίπτωσης της βρουκέλλωσης στα ζώα είναι απαραίτητη για την προστασία των ανθρώπων από τη νόσο. Επιπλέον, πρέπει να ληφθούν αποτελεσματικά προστατευτικά μέτρα με σκοπό την εξάλειψη της νόσου. 83