Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)
Permanent URI for this collection
Browse
Browsing Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ) by Title
Now showing 1 - 20 of 382
Results Per Page
Sort Options
- ItemOpen Access"Flora Ionica" : καταγραφή της χλωρίδας των Ιονίων νήσων και οι μεταξύ τους φυτογεωγραφικές συνδέσεις
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2008-12-01T08:22:18Z) Καρακίτσος, Σπύρος; Καμάρη, Γεωργία; Καμάρη, Γεωργία; Αρτελάρη, Ρέα; Κωνσταντινίδης, Θεοφάνης- - ItemOpen AccessFlora sporadum : καταγραφή της χλωρίδας των Β. Σποράδων και οι μεταξύ τους φυτογεωγραφικές συνδέσεις
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2008-12-01T08:45:47Z) Καθαράκης, Δημήτριος; Καμάρη, Γεωργία; Καμάρη, Γεωργία; Δημόπουλος, Παναγιώτης; Κωνσταντινίδης, Θεοφάνης- - ItemOpen AccessIn vitro αξιολόγηση του προβιοτικού δυναμικού μικροβιακών απομονώσεων από ζυμούμενα τρόφιμα
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2023-02-16) Ντιαντιάση, Νικολέτα; Ntiantiasi, NikoletaΤα ζυμούμενα τρόφιμα αποτελούν πηγή προβιοτικών, μικροοργανισμών που ενισχύουν την υγεία ανθρώπων και ζώων. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η απομόνωση μικροοργανισμών από ζυμούμενα τρόφιμα, τόσο ζωικής όσο και φυτικής προέλευσης, και η αξιολόγηση του προβιοτικού δυναμικού τους. Μικροβιακές απομονώσεις πραγματοποιήθηκαν από κεφίρ γάλακτος και επιτραπέζιες ελιές, καθώς επίσης και από απόβλητο ελαιοτριβείου, δεδομένης της αναμενόμενης συσχέτισής του με την αυτόχθονη μικροχλωρίδα του ελαιόκαρπου. Με βάση διακριτά μακροσκοπικά χαρακτηριστικά των μικροβιακών αποικιών σε στερεά θρεπτικά υποστρώματα, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 16 μικροβιακές απομονώσεις: οκτώ απομονώσεις από διαφορετικά προϊόντα κεφίρ, έξι απομονώσεις από δύο παρτίδες επιτραπέζιων ελιών (από ελαιόκαρπο και άλμη) και δύο απομονώσεις από απόβλητο ελαιοτριβείου. Εκ των απομονώσεων, 14 ταυτοποιήθηκαν φαινοτυπικά ως δυνητικά οξυγαλακτικά βακτήρια και δύο ως ζύμες. Απομονώσεις με εύρωστη ανάπτυξη σε θρεπτικούς ζωμούς καλλιέργειας (11 απομονώσεις συνολικά), αξιολογήθηκαν περαιτέρω για το προβιοτικό δυναμικό τους μέσω των ακόλουθων in vitro δοκιμών: αντοχή σε χαμηλό pH, ικανότητα αυτοσυσσωματωμάτωσης, σχηματισμός βιοϋμενίου, αντιοξειδωτική δράση, και αξιολόγηση ασφάλειας (αιμολυτική δράση και ανθεκτικότητα σε αντιβιοτικά). Με βάση τη συνολική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των παραπάνω δοκιμών, πέντε απομονώσεις οξυγαλακτικών βακτηρίων και δύο απομονώσεις ζυμών χαρακτηρίστηκαν ως μικροβιακές απομονώσεις με επιθυμητά in vitro προβιοτικά χαρακτηριστικά. Οι απομονώσεις αυτές θα είχε αξία να μελετηθούν περαιτέρω, με τελικό στόχο την αξιοποίησή τους σε καινοτόμα λειτουργικά τρόφιμα ή/και συμπληρώματα διατροφής. - ItemOpen AccessIn vitro διερεύνηση της θραυσματογόνου και αποπτωγόνου δράσης του αντικαρκινικού αντιβιοτικού δοξορουβικίνη στη λευχαιμική κυτταρική σειρά ανθρώπου HL-60
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2013-07-11) Χονδρού, Βασιλική; Στεφάνου, Γεωργία; Αλαχιώτης, Σταμάτης; Δημόπουλος, Νικόλαος; Στεφάνου, Γεωργία; Chondrou, VasilikiΗ αντικαρκινική ένωση δοξορουβικίνη χρησιμοποιείται ευρέως είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με άλλα αντικαρκινικά φάρμακα, στην αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού, των ωοθηκών, του πνεύμονα αλλά και σε περιπτώσεις οξείας λευχαιμίας και σαρκωμάτων. Σε προηγούμενη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο εργαστήριο μας, σε λεμφοκύτταρα ανθρώπου αλλά και στην κυτταρική σειρά ποντικού C2C12, βρέθηκε ότι επάγει το σχηματισμό μικροπυρήνων ως αποτέλεσμα κυρίως χρωμοσωματικής θραύσης. Στην παρούσα εργασία, διερευνήθηκε περαιτέρω η ικανότητα της δοξορουβικίνης να προκαλεί θραύση του γενετικού υλικού καθώς και η ικανότητά της να επάγει τη διαδικασία της απόπτωσης σε λευχαιμικά κύτταρα ανθρώπου HL-60. Η μελέτη του κερματισμού του DNA λόγω της δράσης της δοξορουβικίνης πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο ηλεκτροφόρησης μοναδιαίων κυττάρων σε πηκτή αγαρόζης (SCGE) κάτω από αλκαλικές συνθήκες. Εκτιμήθηκαν οι παράμετροι tail length, % DNA in tail, tail moment, και olive tail moment που αποκαλύπτουν θραύση του DNA. Επιπρόσθετα, η ικανότητα της δοξορουβικίνης να προκαλεί θραύση του γενετικού υλικού αναλύθηκε μέσω δημιουργίας κλάσεων με ελάχιστη έως μέγιστη βλάβη. O μηχανισμός με τον οποίο προκαλεί θραύση του DNA διερευνήθηκε με τη χρήση της μεθόδου ηλεκτροφόρησης μοναδιαίων κυττάρων σε πηκτή αγαρόζης κάτω από αλκαλικές συνθήκες σε συνδυασμό με τη χρήση των επιδιορθωτικών ενζύμων Fpg και hOOG1. Μετέπειτα, εξετάστηκε η ικανότητα της δοξορουβικίνης να επάγει την απόπτωση. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με τη μέθοδο αναστολής της κυτταροκίνησης (CBMN). Επίσης, με τη μέθοδο CBMN πραγματοποιήθηκε μελέτη του φαινομένου της χρωμοσωματικής θραύσης. Για την περαιτέρω διερεύνηση του μηχανισμού με τον οποίον η υπό εξέταση χημική ένωση επάγει τη διαδικασία της απόπτωσης, αναλύθηκε η ικανότητά της να τροποποιεί την έκφραση της κασπάσης-3, μιας πρωτεΐνης που παίζει σημαντικό ρόλο στον καταρράκτη των μοριακών γεγονότων που εμπλέκονται στην ενεργοποίηση του προγραμματισμένου κυτταρικού θανάτου. Για το σκοπό αυτό εφαρμόστηκε η μέθοδος ανοσοαποτύπωσης της παραπάνω πρωτεΐνης (Western blot). Με βάση τα ευρήματά μας, η δοξορουβικίνη παρουσιάζει θραυσματογόνο δράση, όπως φάνηκε από την αύξηση της εξόδου του DNA από τους πυρήνες των κυττάρων μετά από ηλεκτροφόρηση σε αλκαλικές συνθήκες. Η δημιουργία των ρηγμάτων είναι ισχυρότερη σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η ικανότητα της δοξορουβικίνης να προκαλεί θραύση του γενετικού υλικού σχετίζεται με την οξείδωση των βάσεων του DNA, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ασταθών σε αλκαλικές συνθήκες θέσεων (alkali labile sites). Επίσης, προκαλεί οριακή αύξηση της συχνότητας των μικροπυρήνων στις χαμηλότερες συγκεντρώσεις που μελετήθηκαν, ενώ δε φαίνεται να επάγει τη δημιουργία των μικροπυρήνων στις υψηλότερες συγκεντρώσεις. Το εύρημα αυτό είναι σε συμφωνία με την ιδιότητά της να προκαλεί μεγαλύτερη συχνότητα ρηγμάτων του DNA στις μικρές συγκεντρώσεις. Επιπρόσθετα, επάγει τη διαδικασία της απόπτωσης. Η επαγωγή αυτή είναι ισχυρότερη σε υψηλές συγκεντρώσεις και δικαιολογεί τις μειωμένες συχνότητες ρηγμάτων και μικροπυρήνων στις συγκεντρώσεις αυτές. Η κασπάση 3 συμμετέχει στην επαγόμενη από τη δοξορουβικίνη απόπτωση όπως φάνηκε από την αύξηση της έκφρασης της κασπάσης 3, μετά από ανάλυση κατά western, σε κυτταρικές καλλιέργειες που αναπτύχθηκαν παρουσία δοξορουβικίνης. - ItemOpen AccessMolecular and biochemical mechanisms in streptozotocin-induced diabetes and associated behavioral indices
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Κοκκόσης, Αλέξανδρος; Μαργαρίτη, Μαριγούλα; Μαργαρίτη, Μαριγούλα; Κυπραίος, Κυριάκος; Παπαχρήστου, Διονύσιος; Kokkosis, AlexandrosDiabetic encephalopathy, characterized by impaired cognitive function may involve neuronal dysfunction and neurochemical abnormalities. Here we investigated the effects of streptozotocin-induced type I diabetes (T1D) and its treatment by insulin on behavioral indices and the neurochemical profile in male mice. We focused on the cholinergic system and brain oxidative profile. Mice (n=32) were divided into three groups (n=10-11/group). Two groups became diabetic by intraperitoneal administration of streptozotocin (50mg/kg body weight/per day), for five consecutive days. After 21 days one diabetic group was treated intraperitoneally with glargine (6 IU/kg) for an additional six days. As control, the third group of the study remained euglycemic. All three groups underwent behavioral analysis (fear-anxiety, memory-learning and depression-like behavior) two days following insulin administration to diabetic mice. Also, plasma glucose, cholesterol and triglycerides levels, were determined. In addition, biochemical analyses including determination of acetylcholine (ACh) levels and acetylcholinesterase (AChE) activity, as well the activities of superoxide dismutase, glutathione peroxidase, catalase, glutathione levels (markers of antioxidant defense), and malondialdehyde (marker of lipid peroxidation),were performed in various brain regions (cerebral cortex, midbrain, hippocampus, striatum, diencephalon and cerebellum). Our data indicate that T1D engendered anxiogenesis, memory loss and depression-like behavior in mice that were associated with statistically significant decrease in ACh levels and a parallel increase in the AChE activity in the brain regions studied. The enzymatic anti-oxidant activity was significantly increased in diabetic mice presumably as a means of defense against the increased oxidative stress. Western blot analysis on mitochondrial lysates and cytoplasmic samples indicated neuronal apoptosis on most of the brain regions examined (cerebellum, cerebral cortex, midbrain, hippocampus, striatum and diencephalon). Insulin treatment significantly attenuated the cognitive deficits, cholinergic dysfunction, oxidative stress and neuronal apoptosis the diabetic mice in a brain region-dependent manner. Our findings support that T1D leads to cognitive dysfunction, cholinergic system aberrations, oxidative stress and neuronal apoptosis, which are reversed following insulin treatment. - ItemOpen AccessMελέτη και αξιολόγηση των μεθόδων αποκατάστασης του τοπίου και της βλάστησης διαταραγμένων περιοχών από μεταλλευτικές δραστηριότητες : η περίπτωση του λιγνιτικού κέντρου Πτολεμαΐδας-Αμυνταίου
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2007-10-22T11:00:39Z) Χιονίδου, Ελισσάβετ; Γεωργιάδης, Θεόδωρος; Ιατρού, Γρηγόριος; Λιβανίου, Αργυρώ; Γεωργιάδης, Θεόδωρος; Xionidou, ElisavetΣτα πλαίσια αυτής της εργασίας πραγματοποιήθηκε έρευνα και ανάλυση των συνθηκών που έχει δημιουργήσει η εκμετάλλευση του λιγνίτη στην περιοχή του Λεκανοπεδίου Πτολεμαΐδας – Αμυνταίου, μελέτη και αξιολόγηση των μεθόδων αποκατάστασης του τοπίου και της βλάστησης, που λαμβάνουν χώρα υπό τον πλήρη έλεγχο της ΔΕΗ και τέλος, διατυπώνονται προτάσεις οι οποίες θα επιτρέψουν την κατά τον καλύτερο τρόπο αξιοποίηση και αποκατάσταση του τοπίου που έχει προκύψει, έτσι ώστε, να επιτευχθεί ορθολογική συνέχιση της εκμετάλλευσης του λιγνίτη με ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον. - ItemOpen AccessPalaeobotanical study of fossil flora elements from the middle pleistocene of the fossil site Vigla Sychainon at the Achaia District
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Καρανικόλας, Δημήτριος; Karanikolas, DimitriosThe present thesis concerns the study of plant macro-remains from sedimentary deposits of Vigla, Rio-Antirio Basin (NW Peloponnese). The purpose of this study is to describe the fossilized material and make any possible systematic affinities, regarding their classification. Due to their recent geological age, (Middle Pleistocene 170 +/- 68 ky – MIS 6d), and the tremendous presence of oak fossils at the palaeoflora, the systematic affinities, were based mostly on their comparison with their modern analogs, at the country level. Due to that, a detailed leaf morphological description of Greece’s modern oak species, using dried samples, was conducted, to make accurate comparisons and correlations. A significant number (1.320) of plant macro-remains, mainly leaves, were examined macroscopically and stereoscopically, compared, and described as to their morphology. Using the fossil record, the vegetation on the broader study area during MIS 6d was reconstructed, and the knowledge on the palaeoenvironment at that time was enriched. More specifically, plant macro-remains attributed to one of the following morphotypes were recognized: Quercus aff. robur, Quercus aff. kubinyii, Quercus aff. ithaburensis, ?Quercus aff. cerris, ?Quercus aff. infectoria, ?Quercus aff. aucheri, ?Quercus aff. frainetto, ?Quercus aff. sosnowskyi and Zelkova aff. abelicea. Moreover, the presence of Populus, Platanus, Acer, and possibly Pinaceae, was detected. The palaeoflora of Vigla comprises mostly of leaf -morphotypes, resembling modern Mediterranean taxa, and some forms persisting from older geological periods. The fossil record indicates the presence of riparian elements (Populus, Platanus), nearby a lagoonal/lake body, and the presence of an active river channel, which played a vital role in the transportation and deposition of the leaf fossils. On the adjacent slopes and hills of the studied area, a mixed mesophytic forest, consisting mostly of deciduous elements (Quercus, Zelkova), seems to have thrived. The existence of sclerophyllous elements on the drier hinterland (evergreen Quercus, Pinaceae) is possible. The palaeoflora of Vigla indicates temperate, warmer climate conditions, at NW Peloponnese, during the glacial MID 6d, when extensive glacials covered northern and central Europe. - ItemOpen AccessPowder diffraction & drug development : νέα πολύμορφα ινσουλίνης και δομικός χαρακτηρισμός ιικών πρωτεϊνών
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Βαλμάς, Αλέξανδρος; Μαργιωλάκη, Ειρήνη; Μαργιωλάκη, Ειρήνη; Ροσμαράκη, Ελευθερία; Γεωργίου, Χρήστος; Valmas, AlexandrosΣτην παρούσα εργασία πραγματοποιήθηκε συγκρυστάλλωση ανθρώπινης ινσουλίνης με τέσσερα διαφορετικά φαινολικά παράγωγα, τους οργανικούς προσδέτες m-cresol, 4-nitrophenol, acetylsalicylic acid & 3,5-dihydroxybenzoic acid. Η κρυστάλλωση πραγματοποιήθηκε σε ένα εύρος pH (4.5-8.50), παρουσία ιόντων ψευδαργύρου, ώστε να μελετηθεί η συμπεριφορά των κρυσταλλικών δομών που λαμβάνει η ινσουλίνη συναρτήσει των παραπάνω παραγόντων. Παράλληλα πραγματοποιήθηκαν επιτυχή πειράματα κρυστάλλωσης και παραγωγής πολυκρυσταλλικών δειγμάτων των ιικών πρωτεϊνών, πρωτεάση 3C του ιού Coxsackie virus B3 καθώς και η επικράτεια μεθυλτρανσφεράσης της μη δομικής πρωτεΐνης 5 του ιού Dengue virus. Οι κρύσταλλοι που αποκτήθηκαν εκτέθηκαν σε ακτινοβολία ακτινών Χ, χρησιμοποιώντας όργανα υψηλής ευκρίνειας στο Ευρωπαϊκό σύγχροτρον, ESRF της Γαλλίας, στο Ελβετικό σύγχροτρον, SLS, ενώ πολυάριθμα πειράματα διεξήχθησαν και στις εγκαταστάσεις του τμήματος Βιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών (Ερευνητικό Χώρος: Υ31) στα εκεί ευρισκόμενα εργαστηριακά περιθλασίμετρα. Η τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτή της περίθλασης ακτινοβολίας από πολυκρυσταλλικά υλικά (powder diffraction), η οποία αποδεικνύει σταθερά τα τελευταία χρόνια την αξιοπιστία και αποδοτικότητα της στον τομέα του δομικού χαρακτηρισμού βιολογικών μακρομορίων καθώς και της ενδελεχούς μελέτης των αλληλεπιδράσεων τους με άλλα μόρια, αμφότερες πληροφορίες ανεκτίμητες στην κατεύθυνση της βελτιστοποίησης και σχεδιασμού νέων φαρμακευτικών σκευασμάτων. Τα δεδομένα περίθλασης επεξεργάστηκαν με ειδικά πακέτα ανάλυσης δεδομένων προκειμένου να επιτευχθεί δομικός χαρακτηρισμός των κρυστάλλων που προέκυψαν σε επίπεδο συμμετρίας και διαστάσεων της μοναδιαίας κυψελίδας. Συνοπτικά, εξήχθησαν τα παρακάτω αποτελέσματα: Για τα δείγματα ινσουλίνης που περιείχαν τους προσδέτες m-cresol & 4-nitrophenol Σε όξινο περιβάλλον (pH: 4.74 - 6.50) αναφέρουμε την εμφάνιση μιας νέας, μη καταγεγραμμένης ως τώρα, κρυσταλλικής φάσης της ινσουλίνης μονοκλινούς συμμετρίας (space group: P21, πλεγματικές σταθερές a = 87.0749(7) Å, b = 70.1190(5) Å, c = 48.1679(5) Å, β = 106.7442(8)˚). Σε αλκαλικό περιβάλλον (pH: 7.25 – 8.50) εντοπίζεται το space group: R3, με δύο διαφορετικές διαμορφώσεις για τα μόρια της ινσουλίνης’ R6 διαμόρφωση, με πλεγματικές σταθερές a = b = 80.0644(6) Å, c = 40.8396(3) Å, γ = 120.000˚, για τα δείγματα έχοντα ως προσδέτη το μόριο m-cresol και διαμόρφωση T3R3f με πλεγματικές σταθερές a = b = 80.721(1) Å, c = 37.8039(5) Å, γ = 120.000˚, για τα δείγματα 4-nitrophenol. Για τα δείγματα ινσουλίνης που περιείχαν τους προσδέτες acetylsalicylic acid & 3,5-dihydroxybenzoic acid Σε ελαφρά όξινο περιβάλλον (pH: 5.45 έως 6.6) εντοπίζεται το space group: R3, με διαμόρφωση για τα μόρια της ινσουλίνης’ T6, με πλεγματικές σταθερές a = b = 82.9773(5) Å, c = 33.9893(1) Å, γ = 120.0000˚, για τα δείγματα έχοντα ως προσδέτη οποιοδήποτε από τα 2 μόρια. Σε ελαφρά αλκαλικό περιβάλλον (pH: 7.00 – 8.2) εντοπίζεται εκ νέου το space group: R3, αυτή την φορά όμως η διαμόρφωση των μορίων είναι της μορφής T3R3f με πλεγματικές σταθερές a = b = 80.6563(7) Å, c = 37.6813(2) Å, γ = 120.0000˚, για τα δείγματα και των δύο προσδετών. Αναφέρουμε πως είναι η πρώτη καταγεγραμμένη συγκρυστάλλωση των μορίων acetylsalicylic acid & 3,5-dihydroxybenzoic acid με την ινσουλίνη. Για τα δείγματα ιικών πρωτεϊνών (πρωτεάση 3C του ιού Coxsackie virus B3 καθώς και η επικράτεια μεθυλτρανσφεράσης της μη δομικής πρωτεΐνης 5 του ιού Dengue virus) Αναφέρουμε την πρώτη επιτυχή παραγωγή πολυκρυσταλλικών δειγμάτων από τις συγκεκριμένες πρωτεΐνες καθώς και την συλλογή ποιοτικών δεδομένων περίθλασης. Στα δείγματα πρωτεάσης 3C εντοπίσθηκε το space group C 1 2 1 (συμμετρία μονοκλινής) με πλεγματικές σταθερές a = 77.920(3) Å b = 65.729(2) Å, c = 40.614(3) Å, β = 115.915(4)˚, ενώ στα δείγματα της μεθυλτρανσφεράσης ταυτοποιήθηκε το space group P 21 21 2 (συμμετρία ορθορομβική) με πλεγματικές σταθερές a = 189.594(1) Å b = 61.897(1) Å, c = 52.4153(3) Å. Προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αναπαραξιμότητα των δεδομένων και η εγκυρότητα των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε τόσο μεγάλος αριθμός πειραμάτων κρυστάλλωσης όσο και πολυάριθμες συλλογές δεδομένων στις προαναφερθείσες εγκαταστάσεις. Ο στόχος της παρούσας μελέτης είναι διπλός καθώς μέσω αυτής είναι επιθυμητή τόσο η εξαγωγή αξιοποιήσιμων στον κλάδο του σχεδιασμού φαρμάκων, δεδομένων όσο και η πιστοποίηση της αποδοτικότητας της τεχνικής Powder Diffraction σε βιολογικά μακρομόρια με απώτερο σκοπό την περαιτέρω προώθησή της. - ItemOpen AccessRole of COUP-TFII in the expression profile of Sca1+ cardiac progenitor cells
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Αϊβαλιώτη, Μαρία; Φλυτζάνης, Κωνσταντίνος; Φλυτζάνης, Κωνσταντίνος; Γιασεμή, Καπετανάκη; Μίντζας, Αναστάσιος; Aivalioti, MariaCardiovascular disease which include myocardial infarction and chronic cardiomyopathies, among others, consist the major cause of death worldwide, according to the World Health Organization reports ( www.who.int/en/ ). The capacity of heart repair is minimal because postnatal cardiomyocytes do not proliferate.Cardiovascular diseases lead to loss of functional cardiac tissue which is replaced by fibrous tissue that has no contraction capacity. The functionality of the myocardium can be reduced to such an extent that, in most cases, the patients are led to heart failure and even death. Till today, heart transplantation, which poses many risks, constitutes the only effective treatment of heart failure. New studies seem to pave the way for new therapeutical approaches, such as the use of induced Pluripotent Stem Cells (iPSCs) and direct reprogramming of cardiac fibroblasts towards cardiomyocytes (Masaki et. al., 2010). The discovery of Cardiac Progenitor Cells (CPCs) with stem cell properties in the adult myocardium, constitute a great achievement for the development of new therapeutical methods to be used in the treatment and cure of heart disease. A lot of effort has been put for the identification of key molecules with crucial role in developmental pathways and differentiation potential of cardiac progenitor cells. In the present study we focused on the nuclear receptor Chicken Ovalbumin Upstream Promoter Transcription factor II (COUP-TFII), which can be considered a key molecule, since it has been well documented that COUP-TFII serves as one of the master regulators to control a variety of developmental programs, including organogenesis, angiogenesis, cardiovascular development, reproduction, neuronal development and metabolic homeostasis (Qin et al, 2014). Specifically, we studied the COUP-TFII overexpression and silencing effects in the character and marker genes expression profile in Sca1+ cardiac progenitor cells. Initially, a molecular profile analysis of Sca1+ cardiac progenitor cells was performed and indicated that apart from cardiac progenitor cell markers, they also express endothelial progenitor cell markers, consistent with the literature (Galvez et al. 2008). COUP-TFII overexpression showed that this factor may promote differentiation of Sca1+ cells towards venous endothelial cells, since they seem to alter their CPCs molecular expression profile, presenting a predisposition for entering the venous endothelial cell lineage. Notably, in COUP-TFII overexpressing Sca1+ cells, Hey2, a downstream effector of Notch Signaling, was suppressed, while Angiopoietin-1 expression, which is required for angiogenesis of venous endothelial cells, was induced. On the other hand, in the absence of COUP-TFII, the character of Sca1+ cells did not seem to be altered, suggesting that basal expression levels of COUP-TFII may be important for Sca1+ cardiac progenitor or venous endothelial progenitor cells maintenance. - ItemOpen AccessStudy of plant macro-remains from the Upper Miocene–Lower Pliocene lignite deposits of Kalavrita basin
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Λιάπη, Ελένη; Liapi, EleniIn the framework of the present study, the description and systematic classification of plant macro-remains from the lignite deposits of the Kalavrita basin (Peloponnese) was carried out. The purpose of this study is the vegetation reconstruction and generally the reconstruction of the palaeoenvironment of the broader study area during the Late Miocene – Early Pliocene. A significant number of specimens (more than 1000 plant macro-remains) from the fossiliferous sites of Drosato and Paleochori were collected. The fossil plant material was prepared mechanically, studied macroscopically and stereoscopically and identified where possible to the species, genus or family level. More specifically, plant macrofossils from the following taxa were identified: Ceratophyllum sp., Daphnogene polymorpha, ?Alnus sp., Liquidambar europaea, Ulmus sp., Quercus pseudocastanea, Quercus cf. kubinyii, Quercus roburoides, Quercus aff. mediterranea, ?Quercus drymeja, Craigia bronnii, ?Salix sp., ?Acer tricuspidatum, Acer pseudomonspessulanum, Platanus academiae, Carya sp., Fraxinus sp. and probably Zelkova zelkovifolia. In addition, Glyptostrobus europaeus probably dominated the swampy areas of Paleochori. Based on the fossil record in Drosato, the presence of Ceratophyllum indicates the existence of aquatic vegetation. Several riparian elements seem to prevail nearby a shallow stream, while a mesophytic forest with many deciduous oaks dominated the hinterland. In Paleochori, a diverse riparian forest occurred around a lake and in the surrounding lowland a mesic forest was possibly formed. On drier substrates of both studied areas, possibly evergreen oaks and conifers seem to have formed a sclerophyllous woodland. The presence of a water system has played an essential role in the taphonomical evolution and preservation of plant macro-remains. - ItemOpen AccessThe locomotion of Podarcis lizard species, and the effects of tail autotomy
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2023-06-20) Κουτρουδίτσου, Λυδία Κ.; Koutrouditsou, Lydia K.Lizards are a diverse group of reptiles that have successfully adapted to various habitats worldwide. Their locomotion abilities have evolved to accommodate different environments, including running and climbing. Locomotion is crucial for their survival, prey capture, and social interactions. This study investigates the impact of caudal autotomy (tail shedding) on lizard locomotion, along with the associated benefits and costs of this behaviour. Specifically, it focuses on four species from the genus Podarcis found on Mount Chelmos (P. peloponnesiacus, P. erhardii, P. ionicus, and P. muralis) and their preferred microhabitats. The primary objective of this study is to gain insights into the trade-offs and adaptations related to locomotion and tail autotomy in these species. Male lizards with three different tail types (original tails, autotomized, and regenerated tails) were collected from Chelmos mountain, and two experiments were conducted. The first experiment examined locomotion differences based on tail type (original, autotomized, and regenerated) on both level and inclined surface. The second experiment involved inducing artificial autotomy on lizards with original tails to observe locomotion differences before the animals adapted to running without a tail. The collected lizards were housed individually in controlled laboratory terraria with regulated temperature and lighting conditions. They were provided with food and water and later released at their original collection sites. Morphological measurements were taken, and the Body Condition Index (BCI) was calculated based on weight and length. Sprint performance was assessed using a custom trackway with video recording, conducting trials on a level and am inclined surface. To analyze the data, spatio-temporal gait characteristics, absolute and relative speed (Froude number) were measured using specialized software. Statistical analyses, including generalized linear models and ANOVA, were performed to assess the effects of species, incline, body condition, temperature, and tail type on speed and gait characteristics. Additionally, a correlation analysis was conducted to examine the relationship between speed performance and morphological traits. The results revealed variations in absolute speed, Froude number, spatio-temporal gait characteristics, and between the two experiments. The four species exhibited different locomotor modulation strategies, with P. peloponnesiacus and P. ionicus following a stride length modulation strategy, while P. erhardii and P. muralis followed a stride frequency modulation strategy. It was concluded that locomotor modulation strategy is more dependent on size than microhabitat, although ecological niche still plays a role in performance. The study demonstrated that tail autotomy initially reduces speed performance similarly across all species. However, once the species adapt to the change in center of mass and the loss of the appendage, those following a stride frequency modulation strategy benefit from the absence of the tail. The importance of the tail as a counterbalance was highlighted by the reduction in speed performance observed in species employing a stride length modulation strategy, as well as the reduction in speed performance after tail regeneration. Furthermore, while Froude number proved useful in understanding intra and interspecific locomotor differences regardless of size, it was less effective in cases where species exhibited changes in posture during running. - ItemOpen AccessΑιολικά πάρκα και οικοσυστημικές υπηρεσίες σε ορεινές περιοχές της Πελοποννήσου και της Εύβοιας
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Κοτσίρας, Κωνσταντίνος; Δημόπουλος, Παναγιώτης; Πανίτσα, Μαρία; Τρίγκας, Παναγιώτης; Kotsiras, KonstantinosΗ παρούσα εργασία αφορά στη μελέτη επιλεγμένων θέσεων σε ορεινούς όγκους στην Πελοπόννησο (Όρος Παναχαϊκό) και στη νήσο Εύβοια (Όρος Όχη), όπου λειτουργούν ή βρίσκονται υπό κατασκευή, μερικά από τα μεγαλύτερα αιολικά πάρκα της χώρας και είναι εντός του δικτύου Natura 2000. Κύριος σκοπός είναι η συμβολή στη Δράση 5 του Στόχου 2 της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα, μέσα από τη χαρτογράφηση και αξιολόγηση των οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών τους. Με τη χρήση των δεδομένων του δικτύου Natura 2000 και των περιβαλλοντικών μελετών για τα υπόψη αιολικά πάρκα, δημιουργήθηκε μήτρα βιοφυσικών παραμέτρων που αντιστοιχήθηκε σε παρεχόμενες και δυνητικά παρεχόμενες οικοσυστημικές υπηρεσίες (κατά CICES), οι οποίες αξιολογήθηκαν και χαρτογραφήθηκαν σε τοπική κλίμακα. Επιπλέον, γίνεται χρήση εργαλείων ανάλυσης (δείκτες) των δεδομένων και προτείνεται ένας δείκτης αξιολόγησης της χλωριδικής ποικιλότητας των δύο βουνών. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας συνοψίζονται στα εξής: α) προσδιορισμός και αξιολόγηση των επιπτώσεων των αιολικών πάρκων (i) στην κατάσταση των τύπων οικοσυστημάτων, (ii) στα σημαντικά είδη χλωρίδας και (iii) στο ισοζύγιο μεταξύ των ωφελειών από την παραγωγή «πράσινης» ενέργειας και των επιπτώσεων στην κατάσταση των οικοσυστημάτων και στη δυνατότητά τους να παρέχουν, στο διηνεκές, οικοσυστημικές υπηρεσίες, β) δημιουργία θεματικών χαρτών για την κατάσταση των οικοσυστημάτων, και για την αναγνώριση και την αξιολόγηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών.. Η διατήρηση ενός «υγιούς» ισοζυγίου μεταξύ της παραγωγής αιολικής ενέργειας και της προστασίας των βιοφυσικών παραμέτρων πρέπει να αποτελεί κύριο εργαλείο για τη βιώσιμη διαχείριση των προστατευόμενων περιοχών. - ItemOpen AccessΑιωρούμενα σωματίδια σε κλειστούς χώρους, σε διαφορετικούς τύπους κτιρίων
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2013-06-07) Βαρώτσου, Ευφροσύνη; Αργυρίου, Αθανάσιος; Αργυρίου, Αθανάσιος; Καζαντζίδης, Ανδρέας; Παπαευθυμίου, Ελένη; Varotsou, EufrosyniΟι επιπτώσεις των αιωρουμένων σωματιδίων στην υγεία τεκμηριώνονται σε σειρά μελετών (π.χ. Griffiths, 2011). Κατά τα τελευταία χρόνια επίσης έχουν μελετηθεί οι πηγές των αιωρουμένων σωματιδίων οι οποίες διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο, την εποχή καθώς και τις ανθρώπινες δραστηριότητες (π.χ. Koçak et al, 2011; Schleicher et al, 2011; Song and Gao, 2011). Οι άνθρωποι εκτίθενται στα αιωρούμενα σωματίδια όχι μόνο κατά την παραμονή τους σε εξωτερικούς χώρους αλλά και σε εσωτερικούς. Η έκθεση αυτή είναι και η σημαντικότερη, δεδομένου ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων βρίσκεται το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας σε εσωτερικούς χώρους. Η ποιότητα εσωτερικού αέρα ως προς τα αιωρούμενα σωματίδια έχει μελετηθεί σε κατοικίες (π.χ. Massey et al, 2012), γυμναστήρια (π.χ. Braniš et al, 2011), μέσα μαζικής μεταφοράς (π.χ. Kim et al, 2011) κ.λ.π. Στην εργασία θα γίνει ανασκόπιση και κριτική ανάλυση της πρόσφατης διεθνούς επιστημονικής βιβλιογραφίας που αφορά στη μελέτη των αιωρουμένων σωματιδίων στο εσωτερικό κτιρίων διαφόρων τύπων χρήσης. Η εργασία θα εστιάσει στη βιβλιογραφική ανασκόπηση των πηγών των αιωρουμένων σωματιδίων σε εσωτερικούς χώρους καθώς και των παραγόντων που επηρεάζουν τις συγκεντρώσεις τους. Θα διερευνηθεί η σχέση μεταξύ συγκεντρώσεων αιωρουμένων σωματιδίων στους χώρους και ταυτοχρόνως στο εξωτερικό περιβάλλον ως συνάρτηση των επικρατουσών κλιματολογικών συνθηκών. Θα δοθεί έμφαση στην ανάλυση των διαφόρων ερευνητικών αποτελεσμάτων και θα επιχειρηθεί η μεταξύ τους σύνδεση. Θα δοθεί ιδιαιτέρως έμφαση στη διερεύνηση και συγκριτική αξιολόγηση των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν για την εξαγωγή των αποτελεσμάτων και στη σύγκριση και αντιπαραβολή των αποτελεσμάτων αυτών. Θα επιχειρηθεί επίσης και κριτική θεώρηση των στόχων της μεθοδολογίας, των αποτελεσμάτων και των συμπερασμάτων όσον αφορά στις επιπτώσεις σε διάφορους επιστημονικούς τομείς. - ItemOpen AccessΑιωρούμενα σωματίδια στην ατμόσφαιρα της Πάτρας
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2012-04-03) Μασσαρά, Βασιλική; Φερεντίνος, Γεώργιος; Φερεντίνος, Γεώργιος; Παπαθεοδώρου, Γεώργιος; Παπαευθυμίου, Ελένη; Massara, VasilikiΗ μελέτη της παρουσίας των αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα είναι μεγάλης σημασίας, καθώς η εκτίμηση των επιπτώσεών τους στον άνθρωπο και στο περιβάλλον είναι ένα εξαιρετικά πολύπλοκο ζήτημα για την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Η μελέτη των αιωρούμενων σωματιδίων αποτέλεσε ερευνητικό αντικείμενο μόλις τις τελευταίες πέντε δεκαετίες και με βάση μελέτες που έγιναν, διαπιστώθηκε η επίπτωσή τους στην υγεία του ανθρώπου και την κλιματική αλλαγή. Επίσης, αποδεικνύεται ο ρόλος τους στις διεργασίες σχηματισμού των νεφών και της ομίχλης και στη διαμόρφωση του ενεργειακού ισοζυγίου του πλανήτη. Ωστόσο, τα αιωρούμενα σωματίδια δεν μπορούν να μελετηθούν εύκολα εξαιτίας του μικρού μεγέθους και της σύνθετης χημικής τους σύνθεσης. Σκοπός αυτής της διπλωματικής - ερευνητικής εργασίας είναι η εκτίμηση της ατμοσφαιρικής κατάστασης στο κέντρο της Πάτρας. Η εκτίμηση αυτή θα προκύψει από τη μέτρηση των συγκεντρώσεων των αιωρούμενων σωματιδίων, στο κέντρο της πόλης. Οι μετρήσεις έγιναν σε κεντρικές αρτηρίες της πόλης, ενώ συλλέχθηκαν και στοιχεία μετεωρολογικών παραμέτρων, ώστε να μελετηθεί η επίδρασή τους στις συγκεντρώσεις των αιωρουμένων σωματιδίων. Το καινοτόμο στοιχείο της διπλωματικής αυτής εργασίας είναι το γεγονός ότι έγιναν καταγραφές και για τις συγκεντρώσεις των αιωρούμενων σωματιδίων PM 1, για τα οποία δεν έχει θεσμοθετηθεί όριο επικινδυνότητας. Παρόλα αυτά, οι επιστήμονες θεωρούν ότι λόγω της μικρής διαμέτρου τους είναι πιθανό να εισχωρούν έως και το κυκλοφορικό σύστημα των ανθρώπων, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις τους στην υγεία του ανθρώπου να θέλει περαιτέρω διερεύνηση. Επιπρόσθετα, σε αυτήν την εργασία έγιναν μετρήσεις για την συγκέντρωση του μονοξειδίου του άνθρακα (CO) στις ίδιες τοποθεσίες και την ίδια χρονική στιγμή που έγιναν οι μετρήσεις για τα αιωρούμενα σωματίδια. Αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να γίνει συσχετισμός των στοιχείων αυτών που καταγράφηκαν και να βγάλουμε συμπεράσματα για την ποιότητα της ατμόσφαιρας. Τέλος δε, θα γίνει σύγκριση της κατάστασης που επικρατεί στη Πάτρα με τη κατάσταση που επικρατεί σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, καθώς και με τα όρια εκπομπής αιωρούμενων σωματιδίων, όπως αναφέρονται στη σχετική κατευθυντήρια οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί εκπομπής ρύπων. - ItemOpen AccessΑλιευτική δραστηριότητα και διαχείριση στον Κορινθιακό και Πατραϊκό κόλπο
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2009-10-26T08:54:19Z) Χριστοδούλου, Βασίλης; Κουτσικόπουλος, Κωνσταντίνος; Κουτσικόπουλος, Κωνσταντίνος; Φραγκοπούλου, Αικατερίνη; Κουμουνδούρος, ΓεώργιοςΗ αλιεία σε παγκόσμιο επίπεδο παίζει σημαντικό ρόλο στην εξασφάλιση τροφής και κυρίως στην τροφοδότηση του ανθρώπινου πληθυσμού με χαμηλής εμπορικής αξίας πρωτεΐνη. Αρκετά κράτη με αναπτυσσόμενες οικονομίες στηρίζονται στην αλιεία, αλλά και πολλές τοπικές κοινωνίες έχουν υψηλή οικονομική εξάρτηση από αυτήν. Οι λανθασμένες εκτιμήσεις των αποθεμάτων και η ποιότητα των δεδομένων έχει προκαλέσει σε πολλές περιοχές του κόσμου μείωση των αποθεμάτων και/ή την κατάρρευση τους. Ο Κορινθιακός και ο Πατραϊκός κόλπος είναι ιδιαιτέρα οικοσυστήματα με μεγάλη ανθρωπογενή δραστηριότητα, η ανάπτυξη της παραλιακής ζώνης, η βιομηχανική ανάπτυξη, τα μεγάλα έργα υποδομής και η αλιεία επιδρούν στο οικοσύστημα και στους θαλάσσιους οργανισμούς. Όσον αφορά την αλιεία, ο αλιευτικός στόλος της περιοχής βάση του ΚΑΜ (2007) παρουσιάζει μια τάση μείωσης τόσο σε αριθμό όσο και σε τεχνικά χαρακτηριστικά. Η αλιευτική παραγωγή φαίνεται τα τελευταία χρόνια να ακολουθεί μία σταθεροποιητική τάση τόσο για τον Κορινθιακό όσο και για τον Πατραϊκό κόλπο πού υποδεικνύει σταθεροποίηση της αλιευτικής εκμετάλλευσης. Όμως τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της αλιευτικής παραγωγής παρουσιάζουν έλλειμμα ποιότητας αφού η παραγωγή του Πατραϊκού κόλπου από το 1994 και μετά αυξάνει απότομα και παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα. Άρα οποιαδήποτε εκτίμηση για υπεραλίευση ή μη των αποθεμάτων των δύο κόλπων δεν μπορεί να γίνει. Για να μπορέσει να γίνει εκτίμηση των πιέσεων που δέχονται οι δύο κόλποι πρέπει να υπάρχουν ακριβή και αξιόπιστα δεδομένα ώστε κάθε διαχειριστικό μέτρο που θα αποφασιστεί, να λειτουργήσει θετικά και να μην μεταθέσει ή οξύνει το πρόβλημα. Ο αλιευτικός στόλος της παράκτιας αλιείας παρουσιάζει ρυθμό μείωσης (25%) μεγαλύτερο από αυτόν του Ελληνικού μέσου όρου (22%), επιπροσθέτως ο μεγάλος μέσος όρος ηλικίας των αλιέων και η μικρή ή ανύπαρκτη είσοδος των παιδίων τους στο επάγγελμα μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η παράκτια αλιεία συρρικνώνεται στην περιοχή μελέτης. Η δραστηριοποίηση των παρακτίων αλιέων γίνεται σχεδόν κατά μήκος όλης της ακτογραμμής και χρησιμοποιούν δίχτυα (απλάδια και μανωμένα) καθώς και παραγάδια βυθού. Το κύριο είδος στόχος είναι ο μπακαλιάρος που συλλαμβάνεται από όλα τα εργαλεία, ενώ δευτερεύοντα είναι ένας μεγάλος αριθμός ειδών που αλλάζουν από περιοχή σε περιοχή δείχνοντας μεγάλη ετερογένεια βιοτόπων. Τους θερινούς μήνες παρατηρείται αύξηση της αλιευτικής προσπάθειας τόσο της παράκτιας όσο και της ερασιτεχνικής αλιείας, δημιουργώντας ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κλάδων τόσο για το απόθεμα όσο και για τον χώρο και την αγορά. Η ερασιτεχνική αλιεία αναδεικνύεται 4 τρίτο σημαντικότερο πρόβλημα στην περιοχή, γεγονός που φαίνεται και από την ραγδαία αύξηση των σκαφών της μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Το 1996 η αναλογία ερασιτεχνικών προς επαγγελματικών σκαφών για την περιοχή του Κορινθιακού και του Πατραϊκού κόλπου ήταν 4:1 ενώ το 2007 για τον Ν. Αχαΐας η αναλογία ήταν 5:1 και για τον Ν. Κορινθίας 10:1. Τα διαχειριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί στην περιοχή φαίνεται να αποδίδουν αφού είδη που θεωρούνταν υπερεκμεταλλευμένα φαίνεται να έχουν επανακάμψει, όμως η σύγχρονη τάση είναι η ολιστική αντιμετώπιση των οικοσυστημάτων μέσω των Θαλάσσιων Προστατευόμενων Περιοχών (ΘΠΠ). Έτσι προτείνονται τεχνικού τύπου μέτρα, βάση των διεθνών πρακτικών, ώστε η διαχείριση και η προστασία των δύο κόλπων να τεθεί σε ένα πλαίσιο τόσο οικολογικό όσο και κοινωνικο-οικονομικό. - ItemOpen AccessΑλληλεπίδραση του γονιδίου wiser με άλλα γονίδια που εμπλέκονται στην ανάπτυξη των φτερών στην Drosophila melanogaster
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2013-03-26) Παπαλεωνιδόπουλος, Βασίλειος; Κίλιας, Γεώργιος; Κίλιας, Γεώργιος; Γιαννόπουλος, Γεώργιος; Στεφάνου, Γεωργία; Papaleonidopoulos, VasiliosΗ φυλοσύνδετη θερμοευαίσθητη μετάλλαξη wisertsl (wings scalloped, eyes rough) οφείλεται σε ένθεση ενός Ρ μεταθέσιμου γενετικού στοιχείου στη 5΄ ρυθμιστική περιοχή του γονιδίου lawc (CG32711). Τα άτομα wisertsl πεθαίνουν στους 29οC, γεγονός που οφείλεται στην διαφορετική έκφραση της πρωτεΐνης Wiser/Lawc κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης. Το γονίδιο lawc/wiser κωδικοποιεί μια μικρή πρωτεΐνη 73 αμινοξέων, η οποία εκφράζεται στο στάδιο του εμβρύου στα κύτταρα της κοιλιακής χορδής του κεντρικού νευρικού συστήματος, στα πολικά κύτταρα, στο έντερο, στην τραχεία, στα αιμοκύτταρα και στο περιφερικό νευρικό σύστημα. Στα ακμαία θηλυκά άτομα εκφράζεται στα τροφοκύτταρα των ωοθηκών. Επίσης εμπλέκεται στη μορφογένεση των φτερών, των ποδιών και των ματιών. Αλληλεπιδρά με τα γονίδια Notch και Beadex και Serrate και εμπλέκεται στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό. Τέλος, η πρωτεΐνη Lawc είναι απαραίτητη για την κατάλληλη μεταγραφή από την RNA polymerase II σε μια διαδικασία που περιλαμβάνει το πυρηνικό πρωτεάσωμα, το οποίο είναι υπεύθυνο για την αποικοδόμηση άχρηστων ή καταστραμμένων πρωτεΐνών. Τα αποτελέσματα της παρούσας εργασίας αποκάλυψαν ότι οι μεταλλάξεις ap-Gal4 και fng-lacZ των γονιδίων apterous (ap) και fringe, αντίστοιχα αυξάνουν σημαντικά το φαινότυπο wisertsl τσιμπημένα/φαγωμένα φτερά, στα θηλυκά και αρσενικά άτομα των γενοτύπων wisertsl; ap-Gal4/+(CyO) και wisertsl;fng-lacZ/+(Sb). Το μεγαλύτερο μέρος της παρυφής των φτερών λείπει όπως και μέρος του ιστού τους. Η αύξηση του φαινοτύπου wisertsl στα άτομα των παραπάνω γενοτύπων συνοδεύεται και από σημαντικές αλλαγές στo πρότυπο έκφρασης των αντίστοιχων γονιδίων ap κα fng. Το γονίδιο ap, ενώ κανονικά εκφράζεται στο ραχιαίο διαμέρισμα του εμβρυικού δίσκου του φτερού και ορίζει το ραχιοκοιλιακό άξονα, στα άτομα wisertsl; ap-Gal4/+(CyO) η έκφρασή του επεκτείνεται και στο κοιλιακό διαμέρισμα. Το γονίδιο fng κανονικά εκφράζεται στο θύλακα των εμβρυικών δίσκων του φτερού, περιοχή που θα δώσει την πτέρυγα του ακμαίου ατόμου και στο κοιλιακό και ραχιαίο τμήμα του δίσκου που θα σχηματίσει τις αρθρώσεις των φτερών. Στα άτομα wisertsl;fng-lacZ/+(Sb) η έκφραση του γονιδίου fng περιορίζεται μόνο σε μέρος του ραχιαίου και κοιλιακού τμήματος του δίσκου των φτερών. Αύξηση του φαινοτύπου wisertsl προκαλεί και η μετάλλαξη Serrate1 στα άτομα wisertsl/Υ;Ser1. Υπερέκφραση των γονιδίων ap, fng, Ser και Chip, με τη χρησιμοποίηση των αντίστοιχων UAS διαγονιδίων τους, στην περιοχή έκφρασης του γονιδίου ap, με οδηγό τη μετάλλαξη ap-Gal4, διασώζουν πλήρως το φαινότυπο wisertsl στα άτομα wisertsl/Y;ap-Gal4/UAS-ap, wisertsl/Y;ap-Gal4/UAS-fng, wisertsl/Y;ap-Gal4/UAS-Ser και wisertsl/Y;ap-Gal4/UAS-chip τα οποία έχουν κανονικά φτερά (με κανονικές παρυφές). Τα γονίδια fng και Ser αποτελούν στόχους του γονιδίου ap που μαζί με το γονίδιο Delta ενεργοποιούν το γονίδιο Notch, γονίδιο κλειδί για την ανάπτυξη του φτερού. Το γονίδιο Chip κωδικοποιεί την πρωτεΐνη Chip που είναι συμπαράγοντας της πρωτεΐνης Αp. Τα αποτελέσματα αυτά δείχνουν ότι έντονος φαινότυπος φαγωμένα φτερά της μετάλλαξης wisertsl στα άτομα των γενοτύπων wisertsl; ap–gal4/+ ή CyO και wisertsl; fng-lacΖ/+ ή Sb1 οφείλεται σε μειωμένη δράση της πρωτεΐνης Ap για την οποία υπεύθυνη πρέπει να είναι η μετάλλαξη wisertsl. Η παρατήρηση ότι η μετάλλαξη wisertsl στις παραπάνω διασταυρώσεις δίνει αποτελέσματα παρόμοια με εκείνα που δίνει η υπερέχουσα μετάλλαξη Bx1 του γονιδίου Beadex στις αντίστοιχες διασταυρώσεις υποστηρίζει την άποψη ότι το γονίδιο lawc πρέπει να εμπλέκεται στην ανάπτυξη των φτερών μέσω της ρυθμίσεις της έκφρασης του γονιδίου Beadex. Αύξηση της πρωτεΐνης dLMO (Bx) μειώνει τη δράση του παράγοντα Ap μέσω της μείωσης των επιπέδων του τετραμερούς Ap-Chip-Chip-Ap. - ItemOpen AccessΑλλοστατικοί μηχανισμοί στο κεντρικό νευρικό σύστημα σε μοντέλα πειραματικού τραυματισμού και στρες
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)Τσαρουχάς, Θεμιστοκλής; Δερμών, Αικατερίνη; Γιομπρές, Παναγιώτης; Κατσώρης, Παναγιώτης; Tsarouchas, ThemistoclesΟ αμφιβληστροειδής χιτώνας των τελεόστεων ιχθύων διαθέτει την ικανότητα να ανταποκρίνεται σε χημικούς ή μηχανικούς τραυματισμούς μέσω της διαδικασίας του κυτταρικού πολλαπλασιασμού και να αναγεννάτε. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά για το πώς μπορεί να επηρεάσει η οπτική αποστέρηση την επιδιόρθωση του ιστού. Για τον σκοπό αυτό μελετήσαμε την αναγεννητική ικανότητα του αμφιβληστροειδούς χιτώνα στο ενήλικο zebrafish ύστερα από ολική μονόπλευρη αξοτομή του οπτικού νεύρου. Οι ιχθύες αναισθητοποιήθηκαν και πραγματοποιήθηκε τομή του αριστερού οπτικού νεύρου, χωρίς να προκληθεί ρήξη της οφθαλμικής αρτηρίας. Επιπλέον χρησιμοποιήθηκαν και άτομα στα οποία πραγματοποιήθηκαν οι ίδιοι ακριβώς χειρισμοί. χωρίς το κόψιμο του νεύρου, που αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου. Όλα τα άτομα αφέθηκαν να επιβιώσουν για διαφορετικά χρονικά διαστήματα και 4 ώρες πριν τη θυσία, τους χορηγήθηκαν ενδοπεριτοναϊκα με ένεση 0.2mg/g BW BrdU, ένα συνθετικό ανάλογο της θυμιδίνης το οποίο ενσωματώνεται στο γενετικό υλικό. Ακολούθησε ενδοκάρδια μονιμοποίηση και απομόνωση των ιστών. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε BrdU ανοσοϊστοχημεία και ιστολογία προκειμένου να προσδιοριστούν οι αλλαγές στον αμφιβληστροειδή μετά την αξοτομή. Οι οφθαλμοί της ομάδας ελέγχου εμφάνισαν λίγα BrdU+ κύτταρα και οι στοιβάδες του αμφιβληστροειδούς ήταν ακέραιες, όπως ακριβώς αναμενόταν. Αντίθετα ήταν τα αποτελέσματα στην πειραματική ομάδα, όπου ο πολλαπλασιασμός και η αποδιοργάνωση των στοιβάδων ακολούθησε διαφορετικό πρότυπο για κάθε χρονικό σημείο μελέτης. Πιο συγκεκριμένα η αποδιοργάνωση ήταν μέγιστη στις 3 μέρες μετά τον τραυματισμό και ο πολλαπλασιασμός στις 14 μέρες. Όλες οι αλλαγές που παρατηρήθηκαν φαίνεται ότι έχουν υποχωρήσει δύο μήνες μετά τον τραυματισμό. Σε δεύτερη φάση μελετήθηκε πως μπορεί να επηρεάσει το στρες (ένας δεύτερος μηχανισμός διαταραχής της φυσιολογίας του οργανισμού) την έκφραση του αδρενεργικού συστήματος καθώς είναι γνωστό ότι η πρώιμη εμπειρία στο στρες μπορεί να είναι καθοριστική για την ανάπτυξη και την λειτουργία ου οργανισμού, τόσο στη νεαρή όσο και στην ενήλικη ζωή. Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν νεαρά άτομα D. labrax τα οποία είχα εκτεθεί σε στρεσογόνους παράγοντες σε διάφορα αναπτυξιακά στάδια κατά την ανάπτυξή τους. Στα άτομα αυτά μελετήθηκε η έκφραση των αδρενεργικών υποδοχέων α και β. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η έκθεση των οργανισμών σε στρεσογόνους παράγοντες μπορεί να επηρεάσει την έκφραση των αδρενεργικών υποδοχέων και συγκεκριμένα η έκθεσης στο χρόνιο στρες μπορεί να τροποποιήσει την απόκριση του οργανισμού ύστερα από την εφαρμογή οξέος στρες, υποστηρίζοντας την άποψη ότι ο εγκέφαλος διαθέτει μηχανισμούς πλαστικότητας και μπορεί να αναπτύσσει αποδοτικούς μηχανισμούς σταθερότητας. Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης δείχνουν ότι η οπτική αποστέρηση μπορεί να πυροδοτήσει γεγονότα αναγέννησης κατά την ενήλικη ζωή του zebrafish σε αντίθεση με τα θηλαστικά. Επιπλέον σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των αδρενεργικών υποδοχέων, δείχνεται ότι ο εγκέφαλος των τελεόστεων ιχθύων διαθέτει μια εξαιρετικά ανεπτυγμένη ικανότητα αναγέννησης και απόκρισης έναντι σε μια πληθώρα ερεθισμάτων. - ItemOpen Access“Άμελξη” της υποεπενδυματικής ζώνης : βελτιστοποίηση της μεθόδου και διερεύνηση της δυνατότητας απομόνωσης ολιγοδενδρογλοιακών προγονικών κυττάρων
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2022-10-15) Δημητρακόπουλος, Δημήτριος; Dimitrakopoulos, DimitriosΜεταγεννητικά τα νευρικά βλαστικά και προγονικά κύτταρα του εγκεφάλου (NSPCs) συγκεντρώνονται σε ανατομικά καθορισμένες φωλεές βλαστοκυττάρων, μία από τις οποίες είναι η υποεπενδυματική ζώνη (SEZ) στα πλάγια τοιχώματα των πλευρικών κοιλιών και χαρακτηρίζονται από ένα ευρύ δυναμικό διαφοροποίησης, αυτοανανέωσης και ηρεμίας . Τα προγονικά ολιγοδενδρογλοιακά κύτταρα (OPCs) δημιουργούν μυελινωτικά ολιγοδενδροκύτταρα και επίσης εμφανίζουν δυνατότητα αυτοανανέωσης. Στην παρούσα εργασία, πραγματοποιούμε τεχνική βελτίωση της μεθόδου της Άμελξης της υποεπενδυματικής ζώνης του επίμυ και επέκταση αυτής προκειμένου να συλλέξουμε OPCs από μια άλλη περιοχή το μεσολόβιο. Επιπλέον, διερευνούμε τις βασικές ιδιότητες των NSPC που βρίσκονται στην SEZ. Η μέθοδος της Άμελξης αποτελείται από μια ενδοεγκεφαλοκοιλιακή έγχυση ενός κοκτέιλ απελευθέρωσης που περιέχει την νευραμινιδάση, αντισώμα αποκλεισμού για την β1-ιντεγκρίνη και τον αυξητικό παράγοντα ινοβλαστών-2 (FGF2) προκειμένου να προκληθεί η ελεγχόμενη ροή των NSPCs και OPCs εντός του εγκεφαλονωτιαίου υγρού. Σε ένα δεύτερο στάδιο «συλλογής», πραγματοποιούνται υγρές βιοψίες εγκεφαλονωτιαίου υγρού από την τέταρτη κοιλία (περιοχή cisterna magna) αναισθητοποιημένων πειραματόζωων χωρίς την ανάγκη δημιουργίας τομής. Οι υγρές βιοψίες μετά την άμελξη του μεσολοβίου είχαν ως αποτέλεσμα την απομόνωση κυττάρων που εκφράζουν σε υψηλά ποσοστά τυπικούς δείκτες ολιγοδενδρογλοιακών προγονικών κυττάρων, όπως το Olig2 και το PDGFRα. Επιπλέον, κύτταρα που απομονώθηκαν μετά την Άμελξη της SEZ, που προηγουμένως έχουμε δείξει ότι παρουσιάζουν χαρακτηριστικά αδρανών νευρικών βλαστοκυττάρων, καλλιεργήθηκαν in vitro σε τρία διαφορετικά θρεπτικά μέσα. Το τυπικό μέσο νευροσφαιρών, που περιέχει τους αυξητικούς παράγοντες FGF2 και EGF, ένα τροποποιημένο μέσο διαφοροποίησης και ένα θρεπτικό μέσο που είναι γνωστό ότι ευνοεί τον πολλαπλασιασμό των νευρικών βλαστοκυττάρων χωρίς να ενισχύει την πρόοδό τους προς τη διαφοροποίηση. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν σημαντικές διαφορές στη μορφολογία των απομονωμένων κυττάρων και στα χαρακτηριστικά σχηματισμού αποικιών τους που διερευνούμε περαιτέρω χρησιμοποιώντας μια σειρά δεικτών NSPC προκειμένου να αξιολογήσουμε άμεσα το προφίλ της ενδογενούς SEZ. - ItemOpen AccessΑναερόβια χώνευση υγρών αποβλήτων ελαιοτριβείου σε ένα περιοδικό αναερόβιο αντιδραστήρα με ανακλαστήρες (PABR) και κλασματοποίηση των εκροών
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2009-10-09T11:21:43Z) Κοψαχείλης, Αλέξανδρος; Λυμπεράτος, Γεράσιμος; Παρασκευά, Χριστάκης; Κορνάρος, Μιχάλης; Λυμπεράτος, Γεράσιμος; Kopsahelis, AlexandrosΤα υγρά απόβλητα των ελαιοτριβείων είναι το παραπροϊόν της παραγωγικής διαδικασίας του ελαιολάδου. Η γεωργική αυτή δραστηριότητα έχει ιδιαίτερη κοινωνική και οικονομική σημασία για το πληθυσμό των ελαιοπαραγωγικών χωρών, που βρίσκονται κυρίως στη περιοχή της Μεσογείου όπου παράγεται και το 95% περίπου της παγκόσμιας παραγωγής. Τεράστιες ποσότητες αποβλήτων παράγονται κάθε ελαιοκομική περίοδο και σε συνδυασμό με τα χαρακτηριστικά τους (υψηλή συγκέντρωση σε οργανικό φορτίο και φαινολικές ενώσεις), καθιστούν τα υγρά απόβλητα ελαιοτριβείου ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα επικίνδυνα για την απευθείας διάθεσής τους στο περιβάλλον. Στόχος της παρούσας μελέτης, ήταν ο συνδυασμός μεθόδων επεξεργασίας των υγρών απόβλητων ελαιοτριβείου. Αρχικά, με την εφαρμογή αναερόβιας χώνευσης και στη συνέχεια με τη κλασματοποίηση των αναερόβιων εκροών σε ένα σύστημα, αποτελούμενο από φίλτρα και επιλεγμένες μεμβράνες. Η αναερόβια χώνευση των αποβλήτων πραγματοποιήθηκε με το ταχύρυθμο σύστημα του περιοδικού αναερόβιου αντιδραστήρα με ανακλαστήρες. Στη συνέχεια οι αναερόβιες εκροές διοχετεύθηκαν στο σύστημα υπερδιήθησης και αντίστροφης όσμωσης προκειμένου να γίνει η κλασματοποίησή τους.Η αύξηση του ρυθμού οργανικής φόρτισης έγινε με αύξηση στο ΧΑΟ της εισροής και με μείωση του υδραυλικού χρόνου παραμονής (ΥΧΠ). Με την αύξηση του ΧΑΟ στην εισροή επήλθε εκτροπή της διεργασίας και μηδενισμός στη παραγωγή βιοαερίου Το γεγονός αυτό ήταν αποτέλεσμα της συσσώρευσης πτητικών λιπαρών οξέων στο σύστημα. Αντιθέτως, με τη μείωση του ΥΧΠ η διεργασία ήταν σταθερή και οδήγησε στη μείωση του ΥΧΠ στις 3.75 ημέρες και αύξηση του ρυθμού οργανικής φόρτισης στα 8.9 gΧΑΟ/L/d επιτυγχάνοντας μία μείωση στο ΧΑΟ της εκροής της τάξεως του 72%. Η περαιτέρω επεξεργασία των εκροών με τις μεμβράνες οδήγησε στη παραλαβή τελικού διηθήματος με λιγότερο από 0.1 g/L ΧΑΟ. Η αναερόβια χώνευση υγρών αποβλήτων ελαιοτριβείου με το περιοδικό αναερόβιο αντιδραστήρα με ανακλαστήρες ήταν σταθερή ακόμα και σε υψηλούς ρυθμούς οργανικής φόρτισης. Με την κλασματοποίηση των εκροών, παρελήφθη ένα τελικό διήθημα υψηλής ποιότητας, κατάλληλο για άρδευση και επαναχρησιμοποίηση για την αρχική αραίωση του αποβλήτου πριν την αναερόβια χωνευση. - ItemOpen AccessΑνάκτηση ανόργανων φωσφορικών από αστικά υδατικά λύματα
Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)(2013-10-11) Ματσούκη, Νίκη; Κουτσούκος, Πέτρος; Λαμπράκης, Νικόλαος; Καραπαναγιώτη, Χρυσή; Matsouki, NikiO φωσφόρος είναι ένα χημικό στοιχείο με πολλές λειτουργικότητες. Μία από τις βασικές χρήσεις του είναι ότι αποτελεί αναντικατάστατο λίπασμα ενώ επιπλέον είναι βασικό συστατικό του γενετικού υλικού, των κυτταρικών μεμβρανών, των οστών και των δοντιών, απαραίτητο στοιχείο της διατροφής ανθρώπων και ζώων κλπ. Η παρουσία υψηλών συγκεντρώσεων φωσφόρου στα υδάτινα οικοσυστήματα είναι ιδιαιτέρως βλαβερή καθώς αποτελεί την κύρια αιτία του ευτροφισμού. Αυξημένες ποσότητες φωσφόρου υπάρχουν στα αστικά υγρά απόβλητα, γεγονός που καθιστά αναγκαία την επεξεργασία τους για την απομάκρυνση του, πριν την τελική διάθεση τους στους υδάτινους αποδέκτες. Δεδομένου του ότι, ο φώσφορος προέρχεται από ορυκτά αποθέματα, τα οποία δεν είναι ανεξάντλητα, είναι επιβεβλημένη η ανάκτησή του, η οποία αποτελεί συμβολή στην αειφορία. Μία από τις μεθόδους ανάκτησης του φωσφόρου η οποία κερδίζει όλο και περισσότερο ερευνητικό ενδιαφέρον τα τελευταία χρόνια, είναι η καταβύθιση του με την μορφή στρουβίτη. Ο στρουβίτης, (MgΝΗ4PO4.6H2O) είναι ένα λευκό κρυσταλλικό στερεό το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βραδέως αποδεσμευόμενο λίπασμα, εμπλουτίζοντας τις καλλιέργειες με τρία από πιο βασικά θρεπτικά συστατικά. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η καταβύθιση στρουβίτη από υπέρκορα διαλύματα, η σύσταση των οποίων, προσομοιώνει την αντίστοιχη των αστικών υδατικών λυμάτων ως προς την περιεκτικότητα σε φωσφόρο και αμμωνία, σε αντιδραστήρα συνεχούς λειτουργίας του 1L. Η κινητική της καταβύθισης μελετήθηκε σε συνθήκες σταθερού υπερκορεσμού, pH 9.00 στους 25οC. Τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν σε διαλύματα υπέρκορα ως προς στρουβίτη, στα οποία η στοιχειομετρική αναλογία των πλεγματικών ιόντων, ήταν 1:1:1 και 1:1:3 ως προς οποιοδήποτε από τα τρία ιόντα. Επίσης, μελετήθηκε καταβύθιση του στρουβίτη σε υπέρκορα διαλύματα παρουσία Na¬2SO4 και με διαβίβαση αέρα μέσω των διαλυμάτων. Τα αποτελέσματα των πειραμάτων έδειξαν, ότι ο ρυθμός καταβύθισης του στρουβίτη στα υπέρκορα διαλύματά του, εξαρτάται κυρίως από τον αντίστοιχο υπερκορεσμό, ο οποίος αποτελεί και την κινούσα δύναμη. Η ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με την βοήθεια της κλασσικής θεωρίας πυρηνογένεσης. Η εξάρτηση του χρόνου επαγωγής, ο οποίος μεσολαβούσε μεταξύ της παρασκευής των υπέρκορων διαλυμάτων και της ανίχνευσης των πρώτων υπερκρίσιμων πυρήνων, από τον υπερκορεσμό, έδωσε τιμές για την επιφανειακή ενέργεια της σχηματιζόμενης φάσης ίσης με 15mJ/m2, ενώ ο αριθμός των δομικών μονάδων οι οποίες συγκροτούν τον κρίσιμο πυρήνα, βρέθηκε ίσος με 9. Επίσης, ο ρυθμός, φάνηκε να επηρεάζεται σε μικρό βαθμό από την σχετική αναλογία των πλεγματικών ιόντων. Συγκεκριμένα, όταν η αναλογία των ιόντων Mg :NH3 :P ήταν 3:1:1 ή 1:1:3, οι ρυθμοί οι οποίοι μετρήθηκαν ήταν μεγαλύτεροι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους σε διαλύματα με αναλογία 1:1:1. Σε όλες τις περιπτώσεις, το βραδύ στάδιο στον μηχανισμό της καταβύθισης ήταν η επιφανειακή διάχυση των δομικών μονάδων στους υπερκρίσιμους πυρήνες. Το αποτέλεσμα αυτό είναι σε συμφωνία με τα αντίστοιχα σε διαφορετικές τιμές pH, και υποδηλώνει και στην περίπτωση αυτή, τον καθοριστικό ρόλο της επιφάνειας στην οποία λαμβάνει χώρα η πυρηνογένεση. Η παρουσία άλλων ουσιών στο διάλυμα, όπως το Na¬2SO4, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ρυθμού αυθόρμητης καταβύθισης του στρουβίτη στα υπέρκορα διαλύματά του. Η διαβίβαση αέρα μέσα από τα υπέρκορα διαλύματα, είχε ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση του ρυθμού καταβύθισης σε βαθμό ανάλογο με τον αντίστοιχο παρουσία Na¬2SO4.