Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)
Permanent URI for this collection
Browse
Browsing Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ) by Issue Date
Now showing 1 - 20 of 490
Results Per Page
Sort Options
- ItemOpen AccessΗ αγορά και το μάρκετινγκ των αντιυπερτασικών φαρμάκων: ποιοτική μελέτη
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:30:53Z) Γεωργή, Χριστίνα; Κορδοπάτης, Παύλος; Κορδοπάτης, Παύλος; Πάϊρας, Γεώργιος; Καραγιάννη, Δέσποινα; Georgi, ChristinaΗ υπέρταση είναι μία από τις πιο διαδεδομένες νόσους του σύγχρονου κόσμου. Υπολογίζεται ότι το 25% του ενήλικου πληθυσμού πάσχει από υπέρταση, ενώ μόλις το 11% των νοσούντων λαμβάνει κανονικά αντιυπερτασική αγωγή και έχει ρυθμίσει την αρτηριακή του πίεση στα επιθυμητά επίπεδα. Η εμφάνιση υπέρτασης είναι πολυπαραγοντικό φαινόμενο, και πολλές φορές η υπέρταση είναι σύμπτωμα άλλων υπαρχόντων νοσημάτων. Ωστόσο η αντιμετώπιση της πρέπει να είναι άμεση και αποτελεσματική, καθώς η αυξημένη πίεση του αίματος ενέχει άμεσα τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου με δυσάρεστες πολλές φορές συνέπειες. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα δεδομένα είναι λογικό η αγορά των ανιυπερτασικών φαρμάκων να εμφανίζει μεγάλη ανάπτυξη και κατά συνέπεια ισχυρό ανταγωνισμό. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από 1999 έως το 2003, η αγορά διπλασίασε τις πωλήσεις της σε €, ενώ υπάρχουν πολλές διαφορετικές κατηγορίες αντιυπερτασικών σκευασμάτων, που καθεμία έχει πολλά διαφορετικά πρότυπα και πολλά generic. φάρμακα και συνολικά ανταγωνίζονται σε αυτήν πάνω από 200 αντιυπερτασικά ιδιοσκευάσματα. Επίσης η αγορά αυτή εμφανίζει μεγάλη δυναμικότητα αφού ο ρυθμός ανανέωσής της με νέα σκευάσματα είναι μεγάλος. Στην έρευνα που πραγματοποιήθηκε προσπαθήσαμε να αποτυπώσουμε την άποψη των γιατρών για τις κατηγορίες των αντιυπερτασικών σκευασμάτων και να διερευνήσουμε τους λόγους που τους ωθούν να συνταγογραφήσουν ένα αντιυπερτασικό σκεύασμα έναντι ενός άλλου. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι δύο ειδικότητες των γιατρών που κατά κύριο λόγο εμπλέκονται στην αντιμετώπιση της υπέρτασης, είναι οι καρδιολόγοι και οι παθολόγοι προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε αν υπάρχουν διαφορές στην συνταγογράφηση των ειδικοτήτων αυτών και αν υπάρχει διαφοροποίηση στους παράγοντες που τους ωθούν να συνταγογραφήσουν ένα σκεύασμα έναντι ενός άλλου. Από τα αποτελέσματα φάνηκε ξεκάθαρα η προτίμηση των γιατρών στους ΑΜΕΑ και στους Ανταγωνιστές των Υποδοχέων της Αγγειοτενσίνης ΙΙ, καθώς και η σαφής προτίμηση των καρδιολόγων στους ελεύθερους συνδυασμούς και των παθολόγων στους σταθερούς. Επίσης φάνηκε ότι η τιμή του φαρμάκου και κατ’ επέκταση το κόστος της συνταγής δεν αποτελεί ακόμη στην Ελλάδα σημαντικό κριτήριο που θα επηρεάσει την συνταγογράφηση των φαρμάκων, εν αντιθέσει με την τεκμηρίωση των κλινικών μελετών που σε συνδυασμό με την ιατρική ενημέρωση φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο. Αναφορικά με την διαφοροποίηση ανάμεσα σε καρδιολόγους και παθολόγους φάνηκε ότι τελευταίοι είναι πιο ευαισθητοποιημένοι πάνω στους παράγοντες που αφορούν την συμμόρφωση του ασθενούς και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Ωστόσο η έρευνα αυτή είχε μάλλον ποιοτικό χαρακτήρα και υπάρχει ακόμα ευρύ πεδίο μελέτης πάνω στους παράγοντες που επηρεάζουν την συνταγογράφηση ώστε να μπορέσουμε να καταλήξουμε σε ποσοτικά συμπεράσματα, ενώ υπάρχει ακόμη και ένας πολύ μεγάλος αριθμός παραγόντων που μένει να αξιολογηθεί ποιοτικά και ποσοτικά. - ItemOpen AccessΚαταναλωτική συμπεριφορά πελατών φαρμακείων και βαθμός ικανοποίησης από τις αγορές, τις υπηρεσίες και την ατμόσφαιρα του φαρμακείου
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:35:00Z) Κατερίνης, Ιωάννης; Κορδοπάτης, Παύλος; Κορδοπάτης, Παύλος; Πάϊρας, Γεώργιος; Καραγιάννη, Δέσποινα; Katerinis, IoannisΗ μελέτη είναι μια προσπάθεια ανίχνευσης της καταναλωτικής συμπεριφοράς των πελατών των Ελληνικών φαρμακείων και του βαθμού ικανοποίησης τους από τις αγορές, τις υπηρεσίες και την ατμόσφαιρα του φαρμακείου με τη χρήση ερωτηματολογίου και τη μέθοδο της βολικής δειγματοληψίας σε δείγμα εκατό ατόμων. Σημαντική παράμετρος αποτέλεσε η εμπιστοσύνη των πελατών στο φαρμακοποιό. Για την εξαγωγή συμπερασμάτων αναζητήθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις ανάμεσα στα δημογραφικά στοιχεία, τα καταναλωτικά πρότυπα και τις μεταβλητές ατμόσφαιρα φαρμακείου, εμπιστοσύνη στο φαρμακοποιό και ικανοποίηση από τις φαρμακευτικές υπηρεσίες. - ItemOpen AccessΚατανόηση των διαφημίσεων των φαρμάκων
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:36:54Z) Πνευματικού, Αναστασία; Νικολαρόπουλος, Σωτήρης; Νικολαρόπουλος, Σωτήρης; Καραγιάννη, Δέσποινα; Κορδοπάτης, Παύλος; Pnevmatikou, AnastasiaΤα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια μεγάλη στροφή των καταναλωτών ασθενών προς την χρησιμοποίηση φαρμάκων χωρίς τη συμβουλή ειδικού. Ταυτόχρονα οι Φαρμακευτικές εταιρείες έχουν αυξήσει τις δαπάνες τους για τη διαφήμιση των φαρμάκων τους. Σε μια ποιοτική προσέγγιση του θέματος διαπιστώσαμε πως οι διαφημίσεις υπολείπονται απαραίτητων πληροφοριών με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος οι καταναλωτές να οδηγηθούν σε πιθανόν λανθασμένη επιλογή και χρήση φαρμάκων, γεγονός που ενέχει κινδύνους για την Δημόσια Υγεία. Για το λόγο αυτό τα διαφημιστικά μηνύματα θα πρέπει να αναπτύσσονται με μεγαλύτερη προσοχή και ακρίβεια, δεδομένης της ειδικής και ευαίσθητης θέσης που κατέχει η διαφήμιση Φαρμακευτικών προϊόντων. - ItemOpen AccessΜελέτη για τη δημιουργία πολυκαταστήματος προιόντων υγείας, μέσω της διερεύνησης της αγοραστικής συμπεριφοράς των καταναλωτών και των προτιμήσεών τους για τα διάφορα καταστήματα πώλησης τέτοιων προιόντων.
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:38:51Z) Πευκιανάκης, Εμμανουήλ; Σπυρούλιας, Γιώργος; Σπυρούλιας, Γιώργος; Καραγιάννη, Δέσποινα; Κορδοπάτης, Παύλος; Pefkianakis, EmmanouilΗ μελέτη ασχολείται με την δυνατότητα δημιουργίας πολυκαταστήματος προιόντων υγείας μέσω της διερεύνησης των αγοραστικών συμπεριφορών των καταναλωτών και των προτιμήσεών τους για διάφορα καταστήματα πώλησης τέτοιων προιόντων.Η έρευνα έγινε με διανομή ερωτηματολογίων την περίοδο Δεκέμβριος 2004-Ιανουάριος 2005.Από τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων με το λογισμικό SPSS 13.0, φαίνεται πως οι καταναλωτές επιθυμούν τη δημιουργία πολυκαταστήματος, και σε αυτήν μεσολαβούν διάφορα χαρακτηριστικά τους όπως τα καταναλωτικά τους πρότυπα και δημογραφικά χαρακτηριστικά. - ItemOpen AccessΜελέτη της επίδρασης των παραγόντων διαλυτοποίησης και άλλων εκδοχών στις κινητικές απελευθέρωσης των λιποσωμικών φαρμάκων όταν τα λιποσώματα διασπείρωνται σε υδρογέλες. Επίδραση εκδοχών μορφοποιήσεως στη σταθερότητα των λιποσωμάτων
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:40:46Z) Ντούραϊ, Στέλλα; Αντιμησιάρη, Σοφία; Αντιμησιάρη, Σοφία; Αυγουστάκης, Κωνσταντίνος; Κλεπετσάνης, Παύλος; Duraj, StelaΕίναι γνωστό ότι τα λιποσώματα παρέχουν πολλά πλεονεκτήματα για τη χορήγηση και /ή τη στόχευση φαρμάκων (Lasic 1993, Gregoriadis 1988). Κατά τη χορήγηση λιποσωμικών φαρμακομορφών για τοπική (topical) εφαρμογή ή εφαρμογή σε επιθήλια (mucosal) (Rollan 1993, Schreier and Bouwstra 1994) είναι απαραίτητο οι ρεολογικές και βλεννοσυγκολητικές ιδιότητες των λιποσωμικών διασπορών να ρυθμίζονται ανάλογα με την επιδιωκόμενη οδό χορήγησης. Αυτό μπορεί εύκολα να επιτευχθεί με τη προσθήκη παραγόντων αύξησης ιξώδους (gelling agents) στις λιποσωμικές διασπορές. Συνεπώς προκύπτουν σύνθετες φαρμακοτεχνικές μορφές που από δομικής σύστασης είναι διασπορές λιποσωμικών μορφών φάρμακων σε συστήματα γελών (drug-in-liposome-in-gel). Ανάλογα με το βαθμό συγκράτησης του φαρμάκου στα λιποσώματα μετά τη διασπορά των λιποσωμάτων στην επιθυμητή φαρμακοτεχνική μορφή, μπορεί να τροποποιηθεί και ο ρυθμός απελευθέρωσης του φαρμάκου από τέτοια συστήματα. Αυτό συνδέεται σε μεγάλο βαθμό κυρίως με δύο ομάδες παραγόντων: • Πρώτον με τη σταθερότητα των λιποσωμάτων (ακεραιότητα μεμβράνης και μηχανική σταθερότητα) κατά τη διασπορά σε ημι-στερεές φαρμακοτεχνικές μορφές, κάτι το οποίο συνδέεται τόσο με την σκληρότητα (rigidity) της μεμβράνης του λιποσωμικού φορέα όσο και με τις φυσικές ιδιότητες του ημι-στερεού συστήματος (ιξώδες και ρεολογικές ιδιότητες). • Δεύτερον, με τις φυσικοχημικές ιδιότητες του προς μορφοποίηση φάρμακου. Όσο πιο λιπόφιλο είναι ένα φάρμακο και όσο μικρότερη η διαλυτότητα του στο νερό, τόσο μεγαλύτερος θα είναι λογικά ο χρόνος συγκράτησης του στις λιπιδικές διπλοστοιβάδες των λιποσωμάτων συγκριτικά με αμφίφιλα φάρμακα που έχουν σημαντικά υψηλότερη διαλυτότητα στο νερό. Επειδή σε ανάλογα σύνθετα (φάρμακο-σε-λιπόσωμα-σε-γέλες) συστήματα χορήγησης είναι πιθανόν να πρέπει να συνυπάρχουν εκτός από τον παράγοντα αύξησης του ιξώδους και άλλα έκδοχα, κυρίως παράγοντες που αυξάνουν τη διαλυτότητα διάφορων ουσιών ή επιφανειοδραστικά, ο σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εξέταση της επίδρασης τέτοιων εκδοχών κατά την προσθήκη τους στα παραπάνω συστήματα. Πιο συγκεκριμένα μελετήθηκε η επίδραση των εξής εκδόχων: Transcutol, Propylene-glycol, Cremophor και Labrafac στη σταθερότητα λιποσωμικών μορφών φαρμάκων και στο ρυθμό απελευθέρωσης υδρόφιλων και λιπόφιλων μορίων από συστήματα διασποράς λιποσωμικών μορφών τέτοιων ουσιών σε γέλες (drug-in-liposome-in-gel). Τα έκδοχα αυτά μόνα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους καθως και σε συνδυασμό με άλλους φορείς προσφέρονται για την παρασκευή κατάλληλων φαρμακοτεχνικών μορφών που αποβλέπουν στην αύξηση διαλυτότητας, απορρόφησης και τελικά της βιοδιαθεσιμότητας δυσδιάλυτων φαρμάκων Για την εκτίμηση του βαθμού επίδρασης των πιο πάνω αναφερθέντων εκδοχών στη σταθερότητα λιποσωμικών μορφών φαρμάκων και στο ρυθμό απελευθέρωσης τόσο των υδρόφιλων όσο και λιπόφιλων φάρμακων από συστήματα διασποράς λιποσωμικών μορφών τους σε γέλες (drug-in-liposome-in-gel). χρησιμοποιήθηκε ως μοντέλο υδρόφιλων μορίων η καλσεΐνη ενώ ως μοντέλο υδρόφοβων ουσιών η γκριζεοφουλβίνη. Εδώ ως παράγοντες αύξησης του ιξώδους για την παρασκευή των σύνθετων φαρμακευτικών μορφών, φάρμακο-σε-λιπόσωμα-σε-γέλες χρησιμοποιήθηκαν: (Ι) το πολυμερές του ακρυλικού οξέος, carbopol 974PNF, (ΙΙ) το πολυμερές υδροξυ-αιθυλ-κυτταρίνης (HEC-Hydroxyethylcellulose) καθως και (ΙΙΙ) μίγμα των δυο πολυμερών. Γενικά από τη μελέτη αυτή συμπεραίνουμε ότι: Η επίδραση των προς εξέταση παραγόντων στη σταθερότητα των λιποσωμάτων εξαρτάται από: τη λιπιδική σύσταση, την προσθήκη χοληστερόλης κατά την παρασκευή των λιποσωμάτων, τη λιποφιλικότητα του εκδόχου και τη συγκέντρωσή του. Σχετικά με τη σταθερότητα των λιποσωμάτων παρουσία των εκδόχων που μελετήθηκαν: 1. Tα PC λιποσώματα σπάνε πολύ εύκολα με και χωρίς την παρουσία των εκδοχών στο φορέα υδρογέλης. 2. Τα πιο ανθεκτικά λιποσώματα DSPC/Chol 1:1 φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη σταθερότητα. Όμως και στις δυο περιπτώσεις (PC και DSPC/Chol) η σταθερότητα των λιποσωμάτων στους παράγοντες αυτούς μειώνεται ακολουθώντας την εξής σειρά: Transcutol ≈ Propylene-glycol < Cremophor < Labrafac. 3. To Labrafac διαταράσσει στο μεγαλύτερο βαθμό τις λιπιδικές διπλοστοιβάδες προκαλώντας τη μεγαλύτερη διαρροή των εγκλωβισμένων μορίων προκαλώντας σημαντικές δομικές μεταβολές στα λιποσώματα. 4. H χοληστερόλη αυξάνει την σταθερότητα των λιποσωμάτων κυρίως παρουσία των εκδοχών με μια σχετική ασθενή δράση αλλά όχι σημαντικά παρουσία του εκδόχου Labrafac. Σχετικά με τη κινητική απελευθέρωσης ουσιών από λιποσωμικές τους μορφές που διασπείρονται σε γέλες παρουσία των εκδόχων που μελετήθηκαν: 1. Ένα σημαντικό εύρημα είναι ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στη συμπεριφορά απελευθέρωσης λιπόφιλων και υδρόφιλων μορίων από λιποσωμικές μορφές τους όταν τα τελευταία διασπείρονται σε συστήματα υδρογέλων παρουσία και απουσία των εκδόχων καθως και στη μεταξύ τους απελευθέρωση. 2. Σε γενικές γραμμές η απελευθέρωση των εγκλωβισμένων στα λιποσώματα ουσιών, όταν αυτά διασπείρονται στις γέλες που περιέχουν έκδοχα, φαίνεται να συνδέεται-επηρεάζεται από τη σταθερότητα των λιποσωμάτων παρουσία αυτών των εκδόχων, όπως ευρέθηκε στο πρώτο μέρος της μελέτης. Η κινητική απελευθέρωσης λιπόφιλων φαρμάκων από σύνθετα συστήματα όπως αυτά που μελετήθηκαν μπορεί να επιβραδύνεται σημαντικά όταν μέσα στις μορφές προστίθενται έκδοχα με υψηλή λιπόφιλα (Labrafac- γκριζεοφουλβίνη) (πιθανή κατανομή της γκριζεοφουλβίνης σε λιπόφιλες περιοχές). Κλείνοντας επισημαίνουμε ότι η ανακάλυψη νέων συστημάτων χορήγησης φαρμάκων αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη πρόκληση για τους επιστήμονες. Οι πιο πάνω φορείς συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο σπουδαία συστήματα χορήγησης φαρμάκων όχι μόνο λόγω συμβατότητας τους ως προς το ανθρώπινο οργανισμό αλλά και εξαιτίας της μεγάλης δυνατότητας εφαρμογών που προσφέρουν. Απώτερος σκοπός αυτής της μελέτης είναι η καταχώρηση στη βιβλιογραφία νέων στοιχείων σχετικά με την επίδραση αυτών των εκδοχών και συνεπώς η διευκόλυνση κατά την επιλογή των καταλληλότερων συνδυασμών φορέων-εκδοχών στο σχεδιασμό επιθυμητών φαρμακοτεχνικών μορφών. - ItemOpen AccessΜελέτη των ιδιοτήτων φόρτωσης και αποδέσμευσης βιοδιασπώμενων νανοσωματιδίων PLGAmPEG
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:45:09Z) Κατσικόγιαννη, Γεωργία; Αυγουστάκης, Κωνσταντίνος; Αυγουστάκης, Κωνσταντίνος; Κλεπετσάνης, Παύλος; Κοντογιάννης, Χρήστος; Katsikogianni, GeorgiaΈνας από τους πιο σημαντικούς στόχους της φαρμακευτικής θεραπείας είναι η ανάπτυξη φορέων φαρμάκου που θα μεταφέρουν και θα παραδίδουν εκλεκτικά το φάρμακο στις θέσεις φαρμακολογικής δράσης του αλλά και με έναν ελεγχόμενο ρυθμό χορήγησης κατάλληλα προσαρμοσμένο για την κάθε ασθένεια. Για την ελεγχόμενη χορήγηση και στόχευση βιοδραστικών ουσιών έχουν αναπτυχθεί πολλοί φορείς, όπως πολυμερικά νανοσωματίδια και λιποσώματα. Μεταξύ των πολυμερών που έχουν χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή νανοσωματιδιακών φορέων φαρμάκων ιδιαίτερη προσοχή συγκεντρώνουν τα βιοδιασπώμενα και βιοσυμβατά πολυμερή του πολυ(γαλακτικού-γλυκολικού) οξέος (PLGA). Τα νανοσωματίδια που παρασκευάζονται από τα συμπολυμερή αυτά απομακρύνονται ταχύτατα από τη συστηματική κυκλοφορία μετά από ενδοφλέβια χορήγηση, κυρίως μέσω της πρόσληψης τους από το δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Όταν όμως επικαλυφθούν με υδρόφιλα, μη ιονικά πολυμερή, όπως η πολυ(αιθυλενογλυκόλη), έχουμε στερεοχημική σταθεροποίηση των νανοσωματιδίων και παράταση του χρόνου παραμονής τους στην συστηματική κυκλοφορία. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η επίδραση της διαλυτότητας του φαρμάκου στην φόρτωση και αποδέσμευση του από PLGAmPEG νανοσωματίδια διαφορετικής πολυμερικής σύστασης (αναλογία PLGA/PEG). Ως πρότυπα φάρμακα χρησιμοποιήθηκαν τα μέλη της τάξης των μεθυλοξανθινών καφεΐνη, θεοφυλλίνη και θεοβρωμίνη. Οι μεθυλοξανθίνες αποτελούν ικανοποιητικά πρότυπα ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην μελέτη της επίδρασης της διαλυτότητας στις ιδιότητες φόρτωσης και απελευθέρωσης φαρμάκων από τα PLGAmPEG νανοσωματίδια, καθώς είναι μικρά μόρια με παραπλήσιο μοριακό βάρος και χημικές ιδιότητες ενώ η διαλυτότητα τους στο νερό είναι σημαντικά διαφορετική: καφεΐνη (1g/46 ml), θεοφυλλίνη (1 g/120 ml) και θεοβρωμίνη (1 g/2000 ml). Παρασκευάστηκαν έτσι τρεις διαφορετικές συνθέσεις νανοσωματιδίων με την μέθοδο του διπλού γαλακτώματος και χαρακτηρίστηκαν ως προς το μέγεθος και το ζ δυναμικό. Στην συνέχεια μελετήθηκαν οι ιδιότητες φόρτωσης των μεθυλοξανθινών καθώς και οι ιδιότητες απελευθέρωσής τους από τα νανοσωματίδια μέσα σε φυσιολογικό ορό ρυθμισμένο με φωσφορικά (PBS) και ανθρώπινο πλάσμα in vitro. Το μέσο μέγεθος των νανοσωματιδίων κυμαίνονταν από 130 έως 200 nm και το ζ δυναμικό από -7 έως -20 mV. Τα χαρακτηριστικά αυτά καθιστούν τα νανοσωματίδια κατάλληλα για εφαρμογές ελεγχόμενης αποδέσμευσης. Η φόρτωση και η ενκαψακίωση των PLGAmPEG νανοσωματιδίων βρέθηκε να εξαρτάται από την σχετική διαλυτότητα του φαρμάκου στην εξωτερική υδατική φάση και στην οργανική φάση που χρησιμοποιούνται κατά την παρασκευή των νανοσωματιδίων και όχι απλά από την υδατοδιαλυτότητά τους. Έτσι η φόρτωση των νανοσωματιδίων ήταν μεγαλύτερη στην περίπτωση της καφεΐνης απ’ ότι στην θεοβρωμίνη, και αυτής από την φόρτωση στην περίπτωση της θεοφυλλίνης. Η φόρτωση και η ενκαψακίωση των μεθυλοξανθινών σε PLGAmPEG νανοσωματίδια επηρεάζεται από την αρχική φόρτωση των νανοσωματιδίων σε φάρμακο (drug input). Για όλα τα φάρμακα που δοκιμάστηκαν, αύξηση της αρχικής ποσότητας του φαρμάκου είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της φόρτωσης των νανοσωματιδίων με φάρμακο. Αντίθετα η επίδραση της αρχικής φόρτωσης στην ενκαψακίωση βρέθηκε να εξαρτάται από την υδατοδιαλυτότητα του φαρμάκου. Έτσι η αύξηση της αρχικής φόρτωσης είχε σαν αποτέλεσμα την ελάττωση της ενκαψακίωσης στην περίπτωση της καφεΐνης, δεν είχε κανένα αποτέλεσμα στην ενκαψακίωση της θεοφυλλίνης ενώ οδήγησε σε μικρή αύξηση της ενκαψακίωσης της θεοβρωμίνης. Η φόρτωση και η ενκαψακίωση των φαρμάκων που δοκιμάστηκαν δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη σύνθεση του PLGAmPEG συμπολυμερούς από το οποίο παρασκευάστηκαν τα νανοσωματίδια. Ανεξάρτητα από την πολυμερική σύνθεση των νανοσωματιδίων, ο ρυθμός απελευθέρωσης των εγκλωβισμένων στα νανοσωματίδια μεθυλοξανθινών ήταν, τόσο στο PBS όσο και στο ανθρώπινο πλάσμα in vitro, ανάλογος της υδατοδιαλυτότητας του φαρμάκου. Έτσι ο ρυθμός αποδέσμευσης ήταν μεγαλύτερος στην περίπτωση της καφεΐνης απ’ ότι στην θεοφυλλίνη, και αυτής από την θεοβρωμίνη. Με όλες τις πολυμερικές συνθέσεις που δοκιμάστηκαν, ο εγκλωβισμός των μεθυλοξανθινών στα νανοσωματίδια είχε ως αποτέλεσμα την ελάττωση του ρυθμού αποδέσμευσης των φαρμάκων in vitro, τόσο σε PBS όσο και σε ανθρώπινο πλάσμα. Η ελάττωση του ρυθμού αποδέσμευσης αυξάνονταν με ελάττωση της υδατοδιαλυτότητας του φαρμάκου. Ο ρυθμός απελευθέρωσης και των τριών μεθυλοξανθινών ήταν μεγαλύτερος στο PBS σε σύγκριση με το ανθρώπινο πλάσμα. Η απόδειξη της ελεγχόμενης αποδέσμευσης των φαρμάκων από τα νανοσωματίδια στο ανθρώπινο πλάσμα είναι σημαντική καθώς καταδεικνύει την καταλληλότητα των PLGAmPEG σωματιδίων για εφαρμογές ελεγχόμενης χορήγησης φαρμάκων. Πάντως η χρησιμότητα των PLGAmPEG νανοσωματιδίων σε ελεγχόμενη χορήγηση φαρμάκων φαίνεται να περιορίζεται στις περιπτώσεις των φαρμάκων με μικρή σχετικά υδατοδιαλυτότητα. - ItemOpen AccessΟ κλάδος των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα και η ανάπτυξη των μεγαλύτερων ιδιωτικών κλινικών
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-05-14T13:47:29Z) Σχοινάς, Γιώργος; Κορδοπάτης, Παύλος; Schinas, GeorgeΣτη παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε, τα γενικά στοιχεία του κλάδου Υγείας στην Ελλάδα, πως διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια οι δαπάνες για υπηρεσίες υγείας, και πως κατανέμονται μεταξύ Δημόσιων και Ιδιωτικών. Θα παρουσιάσουμε αναλυτικά τις κινήσεις των μεγαλυτερων ιδιωτικων κλινικων και θα παραθέσουμε τα οικονομικά στοιχεία που δικαιώνουν τις επιλογές τους. Τέλος θα αναφερθούμε στις πρόσφατες εξελίξεις και στις προοπτικές της ιδιωτικής υγείας. - ItemOpen AccessΈκφραση, απομόνωση και χαρακτηρισμός των εξωκυτταρικών περιοχών των β και δ υπομονάδων του υποδοχέα της ακετυλοχολίνης
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-10-23T07:38:28Z) Γαβρά, Ήρα; Τζάρτος, Σωκράτης; Πουλάς, Κώστας; Παπαπετρόπουλος, Ανδρέας; Τζάρτος, Σωκράτης; Gavra, IraΟ νικοτινικός υποδοχέας της ακετυλοχολίνης, επιτελεί καθοριστικό ρόλο στη σωστή λειτουργία της νευρομυϊκής σύναψης. Η δυσλειτουργία του υποδοχέα είναι υπεύθυνη για την εκδήλωση της βαριάς μυασθένειας, η οποία αποτελεί αυτοάνοσο νόσημα. Η αποκάλυψη της τρισδιάστατης δομής του υποδοχέα αποτελεί βασική προϋπόθεση στην κατανόηση της λειτουργίας και του ρόλου του στη δημιουργία της βαριάς μυασθένειας. Καθώς όμως, ο υποδοχέας είναι ένα σχετικά μεγάλο μόριο, με αρκετές υδρόφοβες περιοχές, η λύση της τρισδιάστατης δομής του καθίσταται δύσκολη. Τα μόνα δεδομένα που διαθέτουμε προέρχονται από μελέτες του AChR του ελασματοβράγχιου Torpedo californica, ο οποίος παρουσιάζει ικανοποιητική συγγένεια με τον υποδοχέα της ακετυλοχολίνης, και από μελέτες κρυσταλλογραφίας μια πρωτεΐνης του σαλιγκαριού Lymnaea stragnalis, ικανής να δεσμεύει ακετυλοχολίνη (AChBP), η οποία όμως παρουσιάζει μικρή ομοιότητα με τον ανθρώπινο μυϊκό υποδοχέα. Για την αντιμετώπιση των παραπάνω δυσκολιών, εκφράστηκαν τα εξωκυτταρικά τμήματα (extracellular domain: ECD) των β και δ υπομονάδων του ανθρώπινου νικοτινικού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης, στο ετερόλογο σύστημα έκφρασης της Pichia pastoris. Οι δύο υπομονάδες κλωνοποιήθηκαν σε κατάλληλους φορείς έκφρασης, pPIC9 και pPICZaA. Τα ανασυνδυασμένα πολυπεπτίδια που απομονώθηκαν, χρησιμοποιήθηκαν για λειτουργικές μελέτες στα πλαίσια θεραπευτικών προσεγγίσεων και την ολοκλήρωση των μελετών σχετικά με την εξωκυτταρική περιοχή του AChR. Από τα πειραματικά δεδομένα που προέκυψαν, διαπιστώθηκε ότι η εξωκυτταρική περιοχή της β υπομονάδας, εκφράζεται σε διμερή μορφή και σε μεγαλύτερες ποσότητες συγκρινόμενη με τα ECDs των υπολοίπων υπομονάδων που εκφράστηκαν στο ίδιο σύστημα. Το πολυπεπτίδιο αυτό, διαθέτει παράλληλα και την ικανότητα να απομονώνει αντισώματα από ορούς μυασθενικών, από ορισμένους εκ των οποίων τα ποσοστά έφταναν και το 98%. Η διαδικασία απομόνωσης αντισωμάτων βασίζεται στην ακινητοποίηση των ανασυνδυασμένων πολυπεπτιδίων σε στήλη σεφαρόζης και χρήση της για αφαίρεση των αυτοαντισωμάτων έναντι της αντίστοιχης υπομονάδας. Στην περίπτωση της δ υπομονάδας τα αποτελέσματα που προέκυψαν από αντίστοιχες μελέτες δεν ήταν τα αναμενόμενα. Συγκεκριμένα, αν και η πρωτεΐνη απομονώνεται σε διαλυτή μορφή, δημιουργεί συσσωματώματα, τα οποία δεν επιτρέπουν τη χρήση της για δομικές μελέτες. Παράλληλα, οι ποσότητες που προκύπτουν είναι μικρές και δεν διευκολύνουν οποιαδήποτε χρήση της πρωτεΐνης. Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, αντικαταστάθηκε η θηλιά του εξωκυτταρικού τμήματος της πρωτεΐνης με αυτή της AChBP, η οποία όπως έχει δειχθεί και στο παρελθόν σε άλλες υπομονάδες, βελτίωνε την ποιότητα και την ποσότητα της εκφραζόμενης πρωτεΐνης. Με αυτόν τον τρόπο η διαλυτότητα, καθώς και η ποσότητα, της απομονωμένης πρωτεΐνης αυξήθηκαν. Τα πειράματα ανοσοπροσροφήσεων όμως στην περίπτωση της δ υπομονάδας, δεν επέφεραν κάποιο σημαντικό αποτέλεσμα συγκρινόμενο με τα αντίστοιχα αποτελέσματα ανοσοπροσροφήσεων με τα ECDs των υπολοίπων υπομονάδων του μυϊκού AChR, τουλάχιστον για τους ορούς που ελέγχθηκαν. Εντοπίστηκε όμως ένας ορός, ο οποίος δεν αποκλύει την πιθανότητα εύρεσης κι άλλων θετικών αντι-δ ορών. Από όλα τα παραπάνω δεδομένα, προκύπτει ότι η εξωκυτταρική περιοχή της β υπομονάδας μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα πλαίσια θεραπευτικών προσεγγίσεων και πιθανότατα και σε δομικές μελέτες, σε αντίθεση με τη δ, η οποία στη συγκεκριμένη μορφή δεν παρουσιάζεται κατάλληλη για δομικές μελέτες, καθώς οι παραγόμενες ποσότητες αποτρέπουν κάθε δυνατή προσπάθεια, δίχως όμως να μπορεί να αποκλειστεί η συμβολή της και σε μελλοντικά θεραπευτικά συστήματα. - ItemOpen AccessΈκφραση και χαρακτηρισμός των εξωκυτταρικών τμημάτων των υπομονάδων α1,α4 και β2 του ανθρώπινου νικοτινικού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-11-08T07:59:13Z) Στεργίου, Χρήστος; Τζάρτος, Σωκράτης; Τζάρτος, Σωκράτης; Σπυρούλιας, Γεώργιος; Πουλάς, Κωνσταντίνος; Stergiou, ChristosΟι νικοτινικοί υποδοχείς της ακετυλοχολίνης είναι ομο- ή ετεροπενταμερείς διαμεμβρανικές γλυκοπρωτεΐνες οι οποίες, σχηματίζοντας ιοντικά κανάλια, συμβάλλουν στην λειτουργία του μυικού και νευρικού συστήματος. Η επικείμενη εμπλοκή των υποδοχέων αυτών σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις του οργανισμού, επιβάλλει τη γνώση της δομής τους, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη εξειδικευμένων θεραπευτικών προσεγγίσεων. Μέχρι τώρα, δεν έχουν δημοσιευτεί υψηλής ανάλυσης πληροφορίες για τη δομή του μορίου του ανθρώπινου υποδοχέα μέσω κρυσταλλογραφίας ακτίνων Χ ή μέσω πειραμάτων πυρηνικού μαγνητικού συντονισμού (NMR). Η απουσία των συγκεκριμένων πληροφοριών, οφείλεται στη φύση του μορίου του υποδοχέα όπως η ύπαρξη των υδρόφοβων διαμεμβρανικών περιοχών, το μέγεθος του μορίου καθώς και η αδυναμία απομόνωσης σε μεγάλες ποσότητες από φυσικές πηγές. Για το λόγο αυτό, είναι αναγκαίο να προκύψουν πρωτεϊνικά μόρια υδατοδιαλυτά, λειτουργικά, με δομή η οποία να πλησιάζει αρκετά τη φυσική διαμόρφωσή τους και σε ποσότητες ικανές ώστε να είναι εφικτές οι δομικές μελέτες τους. Τα τμήματα του νικοτινικού υποδοχέα της ακετυλοχολίνης, τα οποία συγκεντρώνουν τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι τα εξωκυτταρικά αμινοτελικά πολυπεπτίδια των διαφόρων υπομονάδων που τον αποτελούν. Από την άλλη πλευρά, ο οργανισμός που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί ως σύστημα ετερόλογης έκφρασης, πρέπει να είναι εύκολος στους χειρισμούς του, γρήγορος, οικονομικός, με μεγάλο επίπεδο έκφρασης (όπως τα βακτήρια π.χ. E.coli) αλλά ταυτόχρονα να έχει την ικανότητα να πραγματοποιεί μεταμεταφραστικές τροποποιήσεις στις πρωτεΐνες που εκφράζει ώστε τα παραγόμενα μόρια να μπορούν να αναδιπλωθούν (όπως τα ευκαρυωτικά κύτταρα). Άρα, για να προκύψουν τα επιθυμητά μόρια, σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις, εκφράστηκαν τα εξωκυτταρικά τμήματα (ECDs) των ανθρώπινων υπομονάδων α1, α4 και β2 στο υπερκείμενο καλλιέργειας του μεθυλοτροφικού ζυμομύκητα P. pastoris. Αρχικά, μελετήθηκαν τα εξωκυτταρικά τμήματα των α4 και β2 υπομονάδων με διαφορετικούς επιτόπους ώστε να γίνει η επιλογή του καλύτερου συνδιασμού που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για έκφραση των δύο υπομονάδων στο ίδιο σύστημα. Η έκφραση των α4 και β2 ECDs με τον επίτοπο των έξι αμινοξικών καταλοίπων στο καρβοξυτελικό τους άκρο (α4-ECD-6xHis και β2-ECD-6xHis) στο υπερκείμενο καλλιέργειας του P. pastoris, κατέληξε στην απομόνωση μικρών ποσοτήτων πρωτεϊνικών συσσωματωμάτων τα οποία κρίνονται ακατάλληλα για δομικές μελέτες εξαιτίας της υδροφοβικότητας και κατά συνέπεια του μεγέθους τους. Όταν πραγματοποιήθηκε αλλαγή της υδρόφοβης περιοχής μεταξύ των κυστεινών 128 και 142 με την αντίστοιχη υδρόφιλη ολιγοπεπτιδική αλληλουχία της πρωτεΐνης η οποία δεσμεύει ακετυλοχολίνη (AChBP) στις ανασυνδιασμένες πρωτεΐνες, παρατηρήθηκε αισθητή βελτίωση για την β2-ECD υπομονάδα (β2-cysloop-ECD-6xHis) τόσο σε επίπεδο έκφρασης όσο και στο μέγεθος το οποίο σχηματίζει. Ωστόσο, παρόμοια βελτίωση για την α4-cysloop-ECD-6xHis υπομονάδα, παρατηρήθηκε όταν αντικαταστάθηκε ο καρβοξυτελικός επίτοπος των έξι αμινοξικών καταλοίπων ιστιδίνης από τον επίτοπο του οκταπεπτιδίου FLAG (α4-cysloop-ECD-FLAG). Στα πειράματα συνέκφρασης, των δύο υπομονάδων στο ζυμομύκητα P. pastoris που ακολούθησαν, αρχικά πιστοποιήθηκε η συνέκφραση και στη συνέχεια ο σχηματισμός ετεροπολυμερούς των δύο υπομονάδων. Ακόμα, η απογλυκοζυλίωση των α4-cysloop-ECD-FLAG και β2-cysloop-ECD-6xHis όταν εκφράζονται μόνες τους ή όταν εκφράζονται ταυτόχρονα στο υπερκείμενο του P. pastoris, φανέρωσε την αύξηση της ομοιογένειας των μορίων τους. Επιπλέον, ενθαρυντική ήταν η εύρεση της επιθυμητής στοιχειομετρίας 2 α4/ 3 β2 των υπομονάδων βάση της οποίας συμμετέχουν στο σχηματισμό του ετεροπολυμερούς. Ωστόσο, η μάζα του ετεροπολυμερούς των ανασυνδιασμένων α4 και β2 υπομονάδων, όπως προέκυψε από την επεξεργασία των αποτελεσμάτων της χρωματογραφίας μοριακής διήθησης (1191 και 496kDa), απέχει κατά πολύ από την θεωρητικά αναμενόμενη μάζα ετεροπενταμερούς των 175kDa. Μελέτες δυναμικής σκέδασης φωτός σε δείγματα του απομονωμένου ετεροπολυμερούς, επιβεβαίωσαν το παραπάνω αποτέλεσμα. Τα αποτελέσματα της μελέτης μείωσης του μεγέθους των ετεροπολυμερών με απορρυπαντικά, έδειξαν ότι είναι δυνατή η επιθυμητή μείωση του μεγέθους αλλά σε υψηλές τιμές συγκεντρώσεων απορρυπαντικού. Επιπλέον, η ανάγκη για ακόμα υψηλότερες τιμές απορρυπαντικών προς βελτίωση της ομοιογένειας δεν συνίσταται, διότι κατευθύνει τους σχηματισμούς των πρωτεϊνικών μοριών σε ασταθείς καταστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζονται από ευμετάβλητες διαμορφώσεις και πολλές φορές καταστροφή των υπό μελέτη πρωτεϊνών. Ακόμα, το γεγονός ότι τα απομονωμέμενα ετεροπολυμερή των α4 και β2 ECDs δεν εμφανίζουν την ικανότητα δέσμευσης νικοτίνης, σε συνδιασμό με τα παραπάνω αποτελέσματα μελέτης τους, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεν τηρούν τις προϋποθέσεις των κατάλληλων πρωτεϊνικών δειγμάτων τα οποία προορίζονται για πειράματα μελέτης της δομής τους. Η έκφραση της ανασυνδιασμένης α1-ECD με τον επίτοπο των έξι αμινοξικών καταλοίπων στο καρβοξυτελικό της άκρο (α1-ECD-6xHis) στο υπερκείμενο καλλιέργειας του P. pastoris, κατέληξε στην απομόνωση υδατοδιαλυτού και λειτουργικού μορίου. Οι πληροφορίες των μελετών κυκλικού διχρωισμού σε δείγμα της απομονωμένης ανασυνδιασμένης πρωτεΐνης, δείχνουν ότι πρόκειται για ένα μόριο με διαμόρφωση και μάλιστα, σε επίπεδο δευτεροταγούς δομής, εμφανίζει ένα πλούσιο περιεχόμενο β-πτυχωτής επιφάνειας (40,9%). Ωστόσο, οι δοκιμές κρυστάλλωσης στις οποίες τέθηκαν δείγματα της α1-ECD-6xHis, δεν απέδωσαν το επιθυμητό αποτέλεσμα της κρυστάλλωσης του μορίου. Ακόμα και όταν πραγματοποιήθηκε προσπάθεια μελέτης του μορίου σε διαλύματα (NH4)2SO4 με μεταβλητή συγκέντρωση, pH και θερμοκρασία, στάθηκε αδύνατο να κρυσταλλωθεί το μόριο. Το πρόβλημα της συγκεκριμένης έκφρασης, εντοπίστηκε επιπλέον και στο ποσό της ανασυνδιασμένης πρωτεΐνης που είναι δυνατόν να απομονωθεί. Για να αυξηθεί το επίπεδο έκφρασης, πραγματοποιήθηκαν πειράματα μεταβολής των συνθηκών καλλιέργειας (θερμοκρασία, σύσταση θρεπτικού μέσου) όπως επίσης και των συνθηκών απομόνωσης. Παρατηρήθηκε βελτίωση στην ποσότητα του τελικού απομονωμένου προϊόντος η οποία όμως δεν θεωρείται ικανοποιητική. Για το λόγο αυτό, στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκε έκφραση και απομόνωση της α1-ECD με τον επίτοπο του οκταπεπτιδίου FLAG στο αμινοτελικό της άκρο, στο υπερκείμενο καλλιέργειας του ίδιου ζυμομύκητα. Το επίπεδο έκφρασης της συγκεκριμένης ανασυνδιασμένης πρωτεΐνης, ήταν αρκετά ικανοποιητικό (1mg πρωτεΐνης /lt υπερκειμένου καλλιέργειας) και μάλιστα αυξημένο κατά πολύ σε σχέση με τις προηγούμενες εκφράσεις (0,34mg πρωτεΐνης /lt υπερκειμένου καλλιέργειας). Ωστόσο, η αδυναμία ορθής λήψης φάσματος του μορίου μέσω κυκλικού διχρωισμού εξαιτίας αυξημένου θορύβου, στάθηκε η αιτία να σταματήσει η έκφραση της συγκεκριμένης ανασυνδιασμένης πρωτεΐνης. - ItemOpen AccessΠροσδιορισμοί παραμέτρων του stress (ορμονών και κυτταροκινών) στο σιέλο αθλητών υψηλού αγωνιστικού επιπέδου
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-11-09T07:14:58Z) Πολυκάρπου, Γιώργος; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Μάρκου, Κώστας; Γεωργόπουλος, Νεοκλής; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Polikarpou, GeorgeΟι ομάδες των ορμονών που επηρεάζουν σημαντικά την αύξηση και την ανάπτυξη των παιδιών και των εφήβων, ανήκουν κυρίως στον άξονα της αύξησης και της αναπαραγωγής, στο σύστημα του stress και στο αναοσολογικό σύστημα. Η κορτιλόλη, η λεπτίνη και η IL-6 αποτελούν στρεσογόνους παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με τη δυναμική της ανάπτυξης και ενηβωσης του ανθρώπινου οργανισμού. Εκτός από την επίδραση τον ορμονών, η ενήβωση και η αναπαραγωγή του φύλου μπορεί να επηρεαστεί από φαρμακολογικούς παράγοντες, όπως είναι η υδροκορτιζόνη, τα αναβολικά στεροειδή και τα οιστρογόνα. Η φυσική άσκηση είναι ένας τύπος φυσικού stress που προκαλεί πλήθος ορμονικών, μεταβολικών και ανοσολογικών αλλαγών ενώ οι αθλητές και οι αθλήτριες ρυθμικής και ενόργανης γυμναστικής εκτίθονται σε έντονους φυσικούς και ψυχολογικούς στρεσογόνους παράγοντες. Τα τελευταία χρόνια οι προσδιορισμοί στο σίελο προσελκύουν τεράστιο ενδιαφέρον (λόγω του ανώδυνου τρόπου συλλογής του σιέλου) και κυρίως χρησιμοποιούνται στην Ενδοκρινολογία για την παρακολούθηση των επιπέδων των στεροειδών ορμονών. Υλικά και Μέθοδοι: Μελετήθηκαν 142 αθλήτριες και 97 αθηλτές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου καθώς και 107 αθλήτριες της ρυθμικής γυμναστικής. Ως ομάδα ελέγχου μελετήθηκαν 73 κορίτσια και 68 αγόρια, τα οποία δεν αθλούνταν. Η συλλογή των δειγμάτων έγινε χρησιμοποιώντας μια ειδικά σχεδιασμένη συσκευή συλλογής σιέλου (Salivette). Για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο χρησιμοποιήθηκε ραδιοανοσολογική μέθοδος ενώ για τον προσδιορισμό της κορτιζόλης η μέθοδος ηλεκτροχημειοφωταύγειας. Για την μέτρηση της IL-6 στο σίελο αναπτύχθηκε και επικυρώθηκε μέθοδος Elisa υψηλής ευαισθησίας. Αποτελέσματα: Οι αθήτριες της ρυθμικής και της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης στο σίελο (p<0,01) συγκριτικά με τους μάρτυρες και τους αθλητές της ενόργανης. Τόσο στους αθλητές όσο και στις αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής, οι απογευματινές τιμές κορτιζόλης (μετά από άσκηση) παραμένουν στα ίδια επίπεδα με τις πρωινές τιμές. Στις αθλήτριες της ενόργανης τα επίπεδα της IL-6 παρουσιάζουν τάση αύξησης και της λεπτίνης τάση μείωσης μετά από άσκηση, αν και οι μεταβολές αυτές δεν είναι στατιστικά σημαντικές. Συμπεράσματα: Η συλλογή του σιέλου είναι μια μη επεμβατική, ανώδυνη τεχνική που επιτρέπει την επαναλαμβανόμενη δειγματοληψία. Η ραδιοανοσολογικής μέθοδος είναι απλή και εύκολη για τον προσδιορισμό της λεπτίνης στο σίελο, ενώ η μέθοδος της ηλεκτροχημειοφωταύγειας αποτελεί αξιόπιστη επιλογή για τη μέτρηση της κορτιζόλης στο σίελο. Για τον προσδιορισμό της IL-6 στο σίελο απαιτείται η ανάπτυξη και η επικύρωση μεθόδου Elisa, λόγω του ότι ο σίελος επηρεάζει τη μέτρηση της συγκεκριμένης κυταροκίνης. Τόσο στις αθλήτριες όσο και στους αθλητές της ενόργανης γυμναστικής υψηλού αγωνιστικού επιπέδου, ο νυχθημερήσιος ρυθμός έκκρισης της κορτιζόλης καταργείται. Επίσης οι αθλήτριες της ενόργανης γυμναστικής χαρακτηρίζονται από υψηλότερες τιμές δεικτών stress συγκριτικά με τους αθλητές. - ItemOpen AccessΈκφραση και έκκριση της πλειοτροπίνης σε ανθρώπινα ενδοθηλιακά και κύτταρα γλοιοβλαστώματος
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-11-09T07:54:34Z) Ποιμενίδη, Ευαγγελία; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Καλόφωνος, Χαραλαμπος; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Καλόφωνος, Χαράλαμπος; Καρδαμάκης, Δημήτριος; Poimenidi, EvangeliaΗ παρούσα εργασία αφορά στην ρύθμιση της έφρασης και έκκρισης της πλειοτροπίνης απο ανθρώπινα ενδοθηλιακά και κύτταρα γλοιοβλαστώματος. Γενικά, οι βιβλιογραφικές αναφορές σχετικά με τη ρύθμιση της μεταγραφής του γονιδίου της πλειοτροπίνης είναι πολύ λίγες, παρόλο που είναι ένα μόριο το οποίο φαίνεται να συμμετέχει στην αγγειογένεση και την ανάπτυξη πολλών τύπων όγκων. Μελετήθηκε η επίδραση παραγόντων που προάγουν της αγγειογένεση όπως, το μονοξείδιο του αζώτου, ο ορός και υποξία με σκοπό την διαλεύκανση του μονοπατιού ρύθμισης της ανάπτυξης των γλοιοβλαστωμάτων, το οποίο αν αξιοποιηθεί θεραπευτικά, ίσως να οδηγήσει σε καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα. - ItemOpen AccessΑνάπτυξη μεθόδου για την ταυτοποίηση του πολυμόρφου της ρισπεριδόνης σε εμπορικά δισκία
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2007-11-09T08:28:22Z) Καραμπάς, Ιωάννης; Κοντογιάννης, Χρίστος; Κοντογιάννης, Χρίστος; Αυγουστάκης, Κωνσταντίνος; Σιβολαπένκο, Γρηγόρης; Karampas, IoannisΣτην παρούσα εργασία επιχειρήθηκε η ταυτοποίηση της κρυσταλλικής φάσης της δραστικής ουσίας ρισπεριδόνη στα εμπορικά δισκία αυτής. Να σημειωθεί ότι για τη ρισπεριδόνη είναι γνωστά τρία πολύμορφα. Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την υλοποίηση αυτού του σκοπού, ήταν η περίθλαση ακτίνων Χ (XRPD), η φασματοσκοπία υπερύθρου (IR) και η φασματοσκοπία Raman. Η ανάλυση με τις τρεις αυτές τεχνικές κατέδειξε ότι ενώ οι φασματοσκοπίες Raman και IR είχαν χαμηλότερα όρια ανίχνευσης, ως προς τη ρισπεριδόνη, ωστόσο δεν κατάφεραν να αναγνωρίσουν το χρησιμοποιούμενο πολύμορφο. Αυτό κατέστει εφικτό με χρήση της περίθλασης ακτίνων Χ, με τη βοήθεια της οποίας πιστοποιήθηκε ότι η ρισπεριδόνη δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κρυσταλλική μετατροπή τόσο κατά τη διαδικασία παραγωγής του δισκίου όσο και κατά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος δύο ετών. - ItemOpen AccessΑνάλυση οστών με χρήση φασματοσκοπίας Raman
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-02-12T12:29:50Z) Καλονάκης, Κωνσταντίνος; Κοντογιάννης, Χρίστος; Κουτσούκος, Πέτρος; Κλεπετσάνης, Παύλος; Κοντογιάννης, ΧρίστοςΠερίπου το 60-70 % της οστεϊκής μάζας αποτελείται από ανόργανα μεταλλικά άλατα και το υπόλοιπο είναι οργανικό υπόστρωμα και νερό. Το κύριο ανόργανο συστατικό είναι ένα μη-στοιχειομετρικό ανάλογο του υδροξυαπατίτη, Ca10(PO4)6(OH)2, (BioHAp) o οποίος απαντάται στην φύση και η οργανική φάση είναι κυρίως (90%) κολλαγόνο τύπου I (COL) ενώ το υπόλοιπο 10 % απαρτίζεται από μια ποικιλία ενώσεων όπως γλυκοπρωτεΐνες, λιπίδια και ένζυμα. Η μελέτη των οστών ως προς της χημική τους σύσταση μπορεί να δώσει χρήσιμα στοιχεία σχετικά με τις ασθένειες των οστών όπως οστεοπόρωση, οστεοπέτρωση, οστεομαλακία, κλπ. αλλά και να βοηθήσει στην αξιόπιστη διάγνωσή τους. Παραδοσιακές αναλυτικές τεχνικές έχουν χρησιμοποιηθεί για την ανάλυση της χημικής σύστασης των οστών, όπως είναι η ηλεκτρονική μικροσκοπία, η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ αλλά και η κλασική χημική ανάλυση. Η χρήση αυτών των τεχνικών έχει αποδειχτεί χρονοβόρα, δύσχρηστη και επιπλέον τις περισσότερες φορές είναι καταστρεπτικές για το δείγμα. Η ιδανική αναλυτική τεχνική θα ήταν αυτή που θα απαιτούσε την ελάχιστη προετοιμασία των δειγμάτων χωρίς να υπάρχουν απώλειες στην ποιότητα των πληροφοριών που συλλέγονται από αυτή. Γι’ αυτούς τους λόγους, η φασματοσκοπία Raman θεωρείται ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη «χαρτογράφηση» και μελέτη της χημικής σύστασης των οστών. Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε αν η φασματοσκοπία Raman, μια μη καταστροφική δονητική τεχνική με δυνατότητα για σημείο-προς-σημείο ανάλυση ενός υλικού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αυτό το σκοπό. Από κνημιαία βοοειδή οστά λήφθηκαν φάσματα Raman από το συμπαγές (cortical) και από το σπογγώδες (trabecular) τμήμα του οστού. Για τη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν οι χαρακτηριστικές Raman ενεργές δονήσεις στα 960 cm-1 (ν1 PO4 3-) και 2939 cm-1 ν(CH2) για το βιοαπατίτη (BioHAp) και το κολλαγόνο (Col), αντίστοιχα. Τα φάσματα από το συμπαγές και το σπογγώδες τμήμα δεν ήταν άμεσα συγκρίσιμα λόγω της ισχυρής παρουσίας φωσφολιπιδίων και άλλων ουσιών του μυελού των οστών οι οποίες βρίσκονταν στο δικτυωτό τμήμα του οστού. Αναπτύχθηκε πρωτόκολλο απομάκρυνσής τους χωρίς να αλλοιωθεί χημικά το κολλάγονο ή ο βιο-απατίτης, το οποίο διαπιστώθηκε με τηνανάπτυξη πρωτοκόλλων απομόνωσης του βιο-απατίτη και του κολλαγόνου αντίστοιχα. Μετά τον καθαρισμό, λήφθηκε ξανά το φάσμα Raman και χρησιμοποιώντας τους λόγους των δονήσεων BioHAp/Col βρέθηκε ότι ο βιο-απατίτης ήταν περισσότερος στο συμπαγές τμήμα από ότι στο σπογγώδες σε σχέση με το κολλαγόνο. Για την επιβεβαίωση των παραπάνω αποτελεσμάτων μετρήθηκε το ασβέστιο και τα φωσφορικά στα ίδια δείγματα χρησιμοποιώντας τη φασματοσκοπία ατομικής απορρόφησης με χρήση της μεθόδου των σταθερών προσθηκών και τη φασματοφωτομετρία υπεριώδους-ορατού, αντίστοιχα. Τα αποτελέσματα από τις δύο παραπάνω τεχνικές επιβεβαίωσαν ότι το ποσοστό βιο-απατίτη στα συμπαγή οστά είναι μεγαλύτερο σε σχέση με τα σπογγώδη. - ItemOpen AccessΤ-λεμφοκυτταρικοί πληθυσμοί σε σηπτικούς κιρρωτικούς ασθενείς και ο ρόλος της αντιμικροβιακής θεραπείας
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-02-15T08:28:59Z) Καϊσή, Έλενα; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Γώγος, Χαράλαμπος; Νικολοπούλου, Βασιλική; Παπαδημητρίου, ΕυαγγελίαΕισαγωγή: Η κίρρωση ήπατος αποτελεί μία σοβαρή και γενικά μη αναστρέψιμη κατάσταση, η οποία συχνά επιπλέκεται από λοιμώξεις, με προεξάρχουσα την αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα. Η εκδήλωση βακτηριακής λοίμωξης στους κιρρωτικούς συνοδεύεται από υψηλή θνητότητα, ενώ η ύπαρξη της κιρρωτικής νόσου θεωρείται κακός προγνωστικός παράγοντας σε σοβαρές λοιμώξεις. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης της κίρρωσης στην επίπτωση λοιμώξεων και την Τ κυτταρική απάντηση ασθενών με κίρρωση ήπατος. Ασθενείς και Μέθοδο: Η μελέτη περιέλαβε 74 ασθενείς με κίρρωση ήπατος, οποιασδήποτε αιτιολογίας, που εισήχθησαν στην παθολογική κλινική του Περιφερικού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών από Μάιο 2006 έως Ιούνιο 2007. Τριάνταεννέα (39) από τους ασθενείς (52,7%, ομάδα 1) εισήχθησαν για διάφορους λόγους εκτός από λοίμωξη, 21 ασθενείς (28,4%, ομάδα 2) παρουσίασαν σύνδρομο σήψης και 14 (18,9%, ομάδα 3) επεισόδιο κιρσορραγίας. Στο περιφερικό αίμα όλων των ασθενών προσδιορίστηκαν οι Τ λεμφοκυτταρικοί πληθυσμοί, δηλαδή CD3, CD56, CD4, CD8, CD5 και CD20 καθώς και οι CD14 και CD64 υποπληθυσμοί ουδετερόφιλων και μονοκυττάρων, με την τεχνική της κυτταρομετρίας ροής. Στους ασθενείς της ομάδας 1, ο προσδιορισμός των κυτταρικών πληθυσμών έγινε μόνο κατά την πρώτη ημέρα νοσηλείας, ενώ στους ασθενείς της ομάδας 2 και 3, μετρήσεις λήφθηκαν και κατά την τρίτη ημέρα νοσηλείας καθώς και την ημέρα εξόδου. Αποτελέσματα: Παρατηρήθηκε τάση ελάττωσης των κυτταρικών πληθυσμών σε σηπτικούς κιρρωτικούς ασθενείς, χωρίς όμως στατιστική σημασία. Αντίθετα, σημειώθηκε στατιστικά σημαντική μείωση των Τ λεμφοκυτταρικών πληθυσμών σε ασθενείς με κιρσορραγία [CD3: 693 ±85 vs 357 ± 71 (p<0.05), CD4: 425 ± 46 vs 236 ± 48 (p<0.05), CD8: 233 ± 27 vs 128 ± 32 (p<0.05), CD56: 188 ± 28 vs 120 ± 39, σε ασθενείς με κίρρωση vs κιρσορραγία αντίστοιχα]. . Συμπερασματικά, φαίνεται ότι η ανοσιακή απάντηση σε σηπτικούς ασθενείς με κίρρωση δεν επηρεάζεται σημαντικά, αντιθέτως επηρεάζεται σημαντικά σε ασθενείς με κιρσορραγία. Φαίνεται ότι οι ασθενείς με αιμορραγία κιρσών παρουσιάζουν καταστολή της Τ-κυτταρικής ανοσιακής απάντησης και πρέπει να αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή. - ItemOpen AccessΜελέτη της επίδρασης των κυκλοδεξτρινών στη διαλυτότητα της ιτρακοναζόλης
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-02-15T08:48:00Z) Χρονάς, Λεωνίδας; Κλεπετσάνης, Παύλος; Αυγουστάκης, Κωνσταντίνος; Αντιμησιάρη, Σοφία; Κλεπετσάνης, Παύλος; Chronas, LeonidasΟι κυκλοδεξτρίνες είναι κυκλικοί ολιγοσακχαρίτες αποτελούμενοι από μόρια α-D-γλυκοπυρανόζης που συνδέονται με α-1-4 γλυκοζιτικούς δεσμούς και παράγονται από το άμυλο. Διαφέρουν μεταξύ τους από τον αριθμό των μονάδων γλυκοπυρανόζης της δομής τους. Οι κυκλοδεξτρίνες διακρίνονται σε δύο ομάδες: τις φυσικές και τις τροποποιημένες. Οι πιο κοινές φυσικές κυκλοδεξτρίνες είναι οι α-κυκλοδεξτρίνη, β-κυκλοδεξτρίνη και γ-κυκλοδεξτρίνη, που αποτελούνται από 6, 7 και 8 μονάδες γλυκοπυρανόζης, αντίστοιχα. Επίσης, οι τροποποιημένες κυκλοδεξτρίνες εμφανίζουν σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις φυσικές. Η δομή των κυκλοδεξτρινών προσομοιάζει το σχήμα κόλουρου κώνου με μια υδρόφιλη εξωτερική επιφάνεια και μια λιπόφιλη εσωτερική κοιλότητα. Η υδρόφιλη εξωτερική επιφάνεια εξασφαλίζει καλή υδατοδιαλυτότητα για το μόριο της κυκλοδεξτρίνης, ενώ η υδρόφοβη εσωτερική κοιλότητα δημιουργεί το κατάλληλο περιβάλλον για τον εγκλωβισμό ολόκληρου του μορίου μιας βιοδραστικής ένωσης ή τμήματος αυτού. Οι κυκλοδεξτρίνες μπορούν να αλληλεπιδράσουν με μόρια κατάλληλου μεγέθους για το σχηματισμό συμπλόκων έγκλεισης. Ο σχηματισμός των συμπλόκων έγκλεισης των κυκλοδεξτρινών με τις βιοδραστικές ενώσεις συχνά έχει ως αποτέλεσμα τη τροποποίηση των φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εγκλωβιζόμενου μορίου. Η συμπλοκοποίηση των κυκλοδεξτρινών έχει χρησιμοποιηθεί επιτυχώς για την αύξηση της διαλυτότητας, του ρυθμού διαλυτοποίησης, της χημικής σταθερότητας και βιοδιαθεσιμότητας ελάχιστα διαλυτών και αδιάλυτων βιοδραστικών ενώσεων. Επίσης, οι κυκλοδεξτρίνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση ή κάλυψη ανεπιθύμητων οσμών και δυσάρεστων γεύσεων, την αντιμετώπιση των προβλημάτων ασυμβατότητας μεταξύ των βιοδραστικών ουσιών και μεταξύ των βιοδραστικών ουσιών και των εκδόχων και για τη κάλυψη των παρενεργειών των φαρμάκων. Η ιτρακοναζόλη είναι μία τριαζόλη με αντιμυκητιασική δράση ευρέως φάσματος, η οποία είναι πρακτικά αδιάλυτη στο νερό σε φυσιολογικές συνθήκες και περισσότερο διαλυτή σε πολύ όξινες συνθήκες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει πολύ μικρή βιοδιαθεσιμότητα μετά από του στόματος χορήγηση. Η ιτρακοναζόλη είναι μία ασθενής βάση με πολύ μικρή υδατοδιαλυτότητα. Η υδατοδιαλυτότητα της ιτρακοναζόλης σε ουδέτερο pH είναι ~ 1 ng/ml και σε pH 1 είναι ~ 4μg/ml. Οι κυκλοδεξτρίνες που μελετήθηκαν στη παρούσα εργασία είναι οι : υδροξυπρόπυλο-β-CD (ΗP-β-CD), μέθυλο-β-CD (Με-β-CD), υδροξυαίθυλο-β-CD (HE-β-CD) και υδροξυπρόπυλο-γ-CD (ΗP-γ-CD). Στόχοι της παρούσας εργαστηριακής άσκησης είναι: ο προσδιορισμός της επίδρασης των παραπάνων κυκλοδεξτρινών στην διαλυτότητα της ιτρακοναζόλης σε όξινα υδατικά διαλύματα ο χαρακτηρισμός των στερεών συμπλόκων της ιτρακοναζόλης με τις προς εξέταση κυκλοδεξτρίνες που παρασκευάσθηκαν με διαφορετικές τεχνικές. - ItemOpen AccessΑλληλεπίδραση του αυξητικού παράγοντα πλειοτροπίνη με υποδοχείς του και εμπλοκή στις διεγερτικές δράσεις της απροτινίνης σε ανθρώπινα ενδοθηλιακά και καρκινικά κύτταρα προστάτη
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-02-15T09:42:33Z) Κουτσιούμπα, Μαρίνα; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Καραμάνος, Νικόλαος; Παπαπετρόπουλος, Ανδρέας; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Koutsioumpa, MarinaΗ πλειοτροπίνη (pleiotrophin, PTN), είναι ένας αυξητικός παράγοντας 18 kDa με υψηλή συγγένεια για την ηπαρίνη. Το μόριο της PTN είναι πολύ συντηρημένο μεταξύ των ειδών και έχει 50% ομολογία με τη midkine, με την οποία συγκροτεί μια νέα οικογένεια αυξητικών παραγόντων. Υψηλά επίπεδα της πρωτεΐνης έχουν ανιχνευθεί σε πολλούς καρκινικούς όγκους, αλλά και κυτταρικές σειρές που προέρχονται από διάφορους τύπους καρκίνου σε ανθρώπους. Αρκετές είναι οι αναφορές που υποδεικνύουν την PTN ως μόριο που ρυθμίζει τον πολλαπλασιασμό, τη μετανάστευση και τη διαφοροποίηση κυττάρων. Επίσης, έχει προταθεί θετική συσχέτιση της PTN με την αγγειογένεση in vivo, αλλά και με κυτταρικές λειτουργίες που σχετίζονται με την αγγειογένεση in vitro. Ασκεί τη βιολογική της δράση μετά από αλληλεπίδραση με πρωτεογλυκάνες της επιφάνειας του κυττάρου ή μετά από δέσμευση σε ειδικούς υποδοχείς, όπως o υποδοχέας με δράση φωσφατάσης τυροσίνης β/ζ (RPTPβ/ζ) και ο υποδοχέας του αναπλαστικού λεμφώματος με δράση κινάσης τυροσίνης (ALK). Στην παρούσα εργασία διαπιστώθηκε η έκφραση του υποδοχέα RPTPβ/ζ στα κύτταρα HUVEC, T98G, MO59K, U87MG, LN18, C6 και LNCaP, ενώ ο υποδοχέας ALK ανιχνεύεται σε μικρότερα επίπεδα στα κύτταρα T98G, MO59K, LN18, C6 και LNCaP. Η PTN αλληλεπιδρά με τη διαμεμβρανική μεγάλη ισομορφή του υποδοχέα RPTPβ/ζ με υψηλό βαθμό γλυκοζυλίωσης σε όλα τα υπό μελέτη κύτταρα, ενώ φαίνεται πως η διμερισμένη μορφή της, μοριακού μεγέθους 36 kDa, είναι αυτή που δεσμεύεται στους υποδοχείς της. Καθώς η PTN έχει πρόσφατα ταυτοποιηθεί ως σημαντικός αυτοκρινής παράγοντας για την καρκινική σειρά LNCaP και με βάση αποτελέσματα που δείχνουν ότι τα δύο άκρα του μορίου ίσως να παίζουν σημαντικό ρόλο στις βιολογικές δράσεις του αυξητικού παράγοντα, δημιουργήθηκαν σταθερά διαμολυσμένα καρκινικά κύτταρα προστάτη LNCaP που υπερεκφράζουν την αλληλουχία HΔ111-136 της PTN, από την οποία λείπουν τα 26 αμινοξέα του καρβόξυτελικού άκρου (HΔ111-136) και σταθερά διαμολυσμένα κύτταρα LNCaP που υπερεκφράζουν την αλληλουχία 9-110 που κωδικοποιεί τα αμινοξέα (Η9-110). Τα κύτταρα αυτά θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου να βρεθεί αν τα άκρα του μορίου που εκφράζεται ενδογενώς εμπλέκονται με κάποιο τρόπο στις παρατηρούμενες βιολογικές δράσεις του μορίου. Στο πλαίσιο της προσπάθειας διαλεύκανσης της σχέσης δομής-δράσης της PTN, προηγούμενα αποτελέσματα της ερευνητικής μας ομάδας έχουν δείξει ότι η πλασμίνη πρωτεολύει την ΡΤΝ, οδηγώντας στο σχηματισμό πέντε πεπτιδίων με διαφορετικές δράσεις σε αγγειογενετικές διαδικασίες in vitro και in vivo. Επιπλέον, o αναστολέας της πλασμίνης απροτινίνη αναστέλλει την πρωτεόλυση της ΡΤΝ από πλασμίνη, ενώ είναι γνωστό ότι επάγει την αγγειογένεση in vivo στο μοντέλο της χοριοαλλαντοϊκής μεμβράνης εμβρύου όρνιθας, τη μετανάστευση ενδοθηλιακών κυττάρων καθώς και τη μετανάστευση και τον πολλαπλασιασμό λείων μυϊκών κυττάρων Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, μελετήθηκε η πιθανή εμπλοκή της ΡΤΝ στις διεγερτικές δράσεις της απροτινίνης σε ανθρώπινα ενδοθηλιακά HUVEC και καρκινικά κύτταρα προστάτη LNCaP. Διαπιστώθηκε πως η απροτινίνη επάγει τη μετανάστευση ανθρώπινων ενδοθηλιακών και καρκινικών κυττάρων προστάτη. Επίσης, εκτός από αναστολή της πρωτεόλυσης της ΡΤΝ, η απροτινίνη επάγει και την έκκριση της ΡΤΝ στο θρεπτικό μέσο των κυττάρων HUVEC και LNCaP, μέσω ενεργοποίησης του μεταγραφικού παράγοντα AP-1 και μεταγραφής του γονιδίου της ΡΤΝ. Η ΡΤΝ φαίνεται να εμπλέκεται στην επαγόμενη από απροτινίνη κυτταρική μετανάστευση μέσω του υποδοχέα της RΡΤΡβ/ζ και στους δύο τύπους των υπό μελέτη κυττάρων, ενισχύοντας την υπόθεση ότι η ΡΤΝ μέσω του υποδοχέα της RΡΤΡβ/ζ παίζει σημαντικό ρόλο στη μετανάστευση των κυττάρων που επάγεται από διάφορους παράγοντες. - ItemOpen AccessΜελέτη του ρόλου του αυξητικού παράγοντα HARP (Heparin Affin Regulatory Peptide) στην αγγειογένεση in vivo
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-04-21T08:29:59Z) Δρόσου, Γεωργία; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Τζάρτος, Σωκράτης; Παπαπετρόπουλος, Ανδρέας; Drosou, GeorgiaH HARP (heparin-affin regulatory peptide), γνωστή και ως πλειοτροπίνη (PTN), είναι ένας 18 kDa αυξητικός παράγοντας, ο οποίος έχει υψηλή συγγένεια για την ηπαρίνη. Η HARP έχει πολλαπλές βιολογικές δράσεις, όπως συμμετέχει στη ρύθμιση του κυτταρικού πολλαπλασιασμού, στη μετανάστευση και τη διαφοροποίηση. Επιπλέον η έκφραση της σχετίζεται με την φυσιολογική και καρκινική αγγειογένεση in vitro και in vivo. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκε η έκφραση της HARP και των υποδοχέων της, ALK και RPTPβ/ζ, στις διάφορες ημέρες ανάπτυξης της CAM εμβρύου όρνιθας. Επίσης, μελετήθηκε η μείωση της έκφρασης της ενδογενούς HARP, με πλασμίδιο που φέρει την αντινοηματική αλληλουχία (AS-HARP), στην αγγειογένεση in vivo, στη φωσφορυλίωση των Εrk1,2 και στη λεμφαγγειογένεση της CAM εμβρύου όρνιθας. Ανάλυση κατά Western και RT-PCR στις διάφορες ημέρες ανάπτυξης του εμβρύου έδειξε ότι η έκφραση της HARP συμβαδίζει με τη δημιουργία νέων αγγείων στη CAM, ενώ η έκφραση των υποδοχέων της HARP στην CAM φαίνεται να είναι αυξημένη στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του ιστού. Επίσης, η μείωση της έκφρασης της HARP μετά τη χορήγηση του πλασμιδίου AS-HARP, μείωσε τα επίπεδα της πρωτεΐνης, το μήκος των αγγείων και τη φωσφορυλίωση των Erk1/2 στο in vivo μοντέλο της CAM εμβρύου όρνιθας. Αντίθετα, η μείωση της έκφρασης της HARP μετά τη χορήγηση του πλασμιδίου AS-HARP, δεν επηρέασε τη λεμφαγγειογένεση της CAM εμβρύου όρνιθας. Σαν τελικό συμπέρασμα προκύπτει ότι η έκφραση της ενδογενούς HARP στην CAM εμβρύου όρνιθας είναι σημαντική για τη φυσιολογική αγγειογένεση in vivo. - ItemOpen AccessΠολυμερικές γέλες ή γαλακτώματα για επιβραδυνόμενη απελευθέρωση φαρμάκων: μελέτη της επίδρασης της ενσωμάτωσης λιποσωμικών μορφών φαρμάκων στον ρυθμό απελευθέρωσης μορίων και στις ρεολογικές τους ιδιότητες
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-05-27T11:44:51Z) Φωτοπούλου, Στυλιανή; Αντιμησιάρη, Σοφία; Αντιμησιάρη, Σοφία; Κλεπετσάνης, Παύλος; Αυγουστάκης, Κωνσταντίνος; Fotopoulou, StylianiΟ σκοπός της παρούσης εργασίας είναι να εξετάσουμε την κινητική απελευθέρωσης υδρόφιλων και λιπόφιλων μορίων που εγκλωβίζονται σε λιποσώματα, όταν τα λιποσώματα διασπείρονται σε συστήματα φορέων- υδρογελών. Στην παρούσα εργασία μελετάται η απελευθέρωση της υδατοδιαλυτής ουσίας καλσεΐνης και της λιποδιαλυτής γκριζεοφλουβίνη τόσο από σταθερά λιποσώματα (DSPC:Chol) όσο και από ασταθή (PC) διεσπαρμένα σε φορείς υδρογελών. - ItemOpen AccessΤο κολπικό νατριουρητικό πεπτίδιο ως αγγειογενετικός παράγοντας
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-07-01T07:41:07Z) Κουκαλιώτης, Αναστάσιος; Παπαπετρόπουλος, Ανδρέας; Παπαδημητρίου, Ευαγγελία; Πουλάς, Κωνσταντίνος; Παπαπετρόπυλος, ΑνδρέαςH οικογένεια των γουανυλικών κυκλασών περιλαμβάνει δύο μέλη, μία διαλυτή μορφή (sGC) και μια μορφή που είναι συνδεδεμένη στην κυτταρική μεμβράνη (pGC). Αυτές ενεργοποιούνται από τα διαφορετικούς προσδέτες. Η μεν sGC από το μονοξείδιο του αζώτου (NO), η δε pGC από τα νατριουρητικά πεπτίδια και με την ενεργοποίησή τους παράγουν την κυκλική GMP (cGMP). Σε πολλές περιπτώσεις, η ξεχωριστή αυτή παραγωγή του cGMP από sGC έναντι αυτής που προέρχεται από την pGC οδηγεί σε διαφορετικές βιολογικές δράσεις. Προηγούμενη εργασία στο εργαστήριό μας έχει δώσει έμφαση στη σημασία της από sGC παραγόμενης cGMP στην αγγειογένεση. Ωστόσο, περιορισμένες πληροφορίες είναι διαθέσιμες όσον αφορά στις αγγειογενετικές δράσεις της pGC στο ενδοθήλιο. Επομένως επιδιώξαμε να καθορίσουμε τα αποτελέσματα της ενεργοποίησης pGC στις ιδιότητες των ενδοθηλιακών κυττάρων που σχετίζονται με την αγγειογένεση. Αρχικά, ερευνήσαμε την επίδραση του κολπικού νατριουρητικού πεπτιδίου (ANP) στο σχηματισμό αγγείων αίματος in vivo, χρησιμοποιώντας ως πρότυπο μοντέλο τη χοριοαλλαντοϊκή μεμβράνη εμβρύου όρνιθας (CAM). Το ANP (0.1-10 μmole) ενίσχυσε τη νεοαγγειογένεση με δοσοεξαρτώμενο τρόπο, όπως διαπιστώθηκε από την αύξηση στα σημείων διακλάδωσης και το μήκος αγγείων. In vitro, το ANP ενίσχυσε τον πολλαπλασιασμό (0.01-1 μΜ) και τη μετανάστευση (10 μΜ) ενδοθηλιακών κυττάρων ανθρώπινου ομφάλιου λώρου (HUVEC) και υποκίνησε το σχηματισμό δομών αγγειακού τύπου από τα HUVEC 10 μΜ) σε υπόστρωμα Matrigel. Προκειμένου να μελετηθούν οι μηχανισμοί που ενέχονται στην επαγόμενη από ANP αγγειογένεση, εξετάσαμε τη φωσφορυλίωση δύο κινασών (MAPK), των ERK1/2 και p38, ως πιθανά μόρια-στόχουςστο μονοπάτι της σηματοδότησης του ANP. Το ANP ενεργοποίησε τόσο την ERK1/2, όσο και την p38 MAPKs κατά χρονοεξαρτώμενο τρόπο. Για να εξασφαλίσουμε στοιχεία για τη λειτουργική σημασία p38 χρησιμοποιήσαμε ένα φαρμακολογικό της αναστολέα, τον παράγοντα SB203580. Προεπώαση των κυττάρων με SB203580 ανέστειλε εν μέρει τη μετανάστευση των HUVEC. Εν περιλήψει, τα στοιχεία μας δείχνουν ότι το ANP προάγει την αγγειογένεση in vivo και ενισχύει τις σχετιζόμενες με αγγειογένεση, ιδιότητες των ενδοθηλιακών κυττάρω in vitro με τη ρύθμιση της φωσφορυλίωσης των MAPK. Η ενεργοποίηση λοιπόν της pGC να είναι ευεργετική όταν απαιτείται ο σχηματισμός νέων αγγείων αίματος. - ItemOpen AccessΜελέτη της επίδρασης της LHRH ορμόνης και του συνθετικού αναλόγου αυτής λεουπρολιδίου, στον πολλαπλασιασμό καρκινικών επιθηλιακών κυττάρων μαστού και στην έκφραση μεταλλοπρωτεϊνασών και των ενδογενών αναστολέων τους.
Τμήμα Φαρμακευτικής (ΜΔΕ)(2008-07-02T08:36:47Z) Πατεράκη, Ευαγγελία; Κορδοπάτης, Παύλος; Κορδοπάτης, Παύλος; Καραμάνος, Νίκος; Λάμαρη, Φωτεινή; Pateraki, EvaggeliaΗ έκφραση των MMP και TIMP γονιδίων και η ενεργοποίηση των MMPs έχει συσχετιστεί με την εξέλιξη του καρκίνου του μαστού και η υπερέκφραση αυτών σχετίζεται με φτωχή πρόγνωση για τον ασθενή (Bjorklund et al 2005, Wurtz et al 2005). Σε αυτή την εργασία δείχτηκε με RT-PCR ανάλυση ότι τα MCF-7 κύτταρα εκφράζουν MMP-9, MT1- και MT2-MMP, αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν προηγούμενες εργασίες (Kousidou at al 2004, Kousidou et al 2005) και που μπορεί να σχετίζονται με τη χαμηλή δυνατότητα μετάστασης της καρκινικής αυτής σειράς. Εντούτοις MMP2-mRNA δεν ανιχνεύτηκε, παρά το γεγονός ότι η MMP2 συχνά εμφανίζεται σε κακοήθεις ιστούς στο μαστό. Η επώαση των κυττάρων με λεουπρολίδιο για 48h οδήγησε σε χαμηλότερα επίπεδα της ΜΜΡ-9 mRNA. Έχει δεiχτεί ότι, σε αντίθεση με την ΜΜΡ-2, η έκφραση της ΜΜΡ-9 εξαρτάται από την παρουσία αυξητικών παραγόντων, χημοκινών και άλλων μορίων σηματοδότησης (Bjorklund et al, 2005). Σε αυτό το πλαίσιο η υπερέκφραση της ΜΜΡ-9 δεν διατηρείται όταν τα καρκινικά κύτταρα επωάζονται σε περιβάλλον ελεύθερο τέτοιων παραγόντων, υποθέτοντας ότι η παρουσία στον ορό μερικών αυξητικών παραγόντων παρακινούν την έκφραση βασικών MMPs σε φυσιολογικά και καρκινικά κύτταρα. Από τις μεμβρανικές μεταλλοπρωτεϊνάσες οι ΜΤ1- (ΜΜΡ-14) και ΜΤ2 (ΜΜΡ-15) εμφανίζουν παρόμοια συμπεριφορά και αυξάνονται παρουσία του αγωνιστή LHRH, λεουπρολιδίου. Επιπλέον η ΜΤ1-ΜΜΡ και η ΤΙΜΡ-2 συμμετέχουν στην κύρια οδό ενεργοποίησης του ΜΜΡ-2 στην επιφάνεια των κυττάρων με τη δημιουργία ενός τριμοριακού συμπλέγματος ΜΜΡ-2, ΜΤ1-ΜΜΡ και ΤΙΜΡ-2 (Deryugina et al 2001, Lafleur et al 2003). Σε αυτήν την εργασία τα επίπεδα ΤΙΜΡ-2 mRNA επίσης αυξήθηκαν. Έτσι θα μπορούσε να ειπωθεί ότι τα αυξημένα επίπεδα ΜΤ1-ΜΜΡ και ΤΙΜΡ-2 mRNA εκφράζουν την διάθεση των κυττάρων να ενεργοποιήσουν την proMMP-2. Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι τα γονίδια ΤΙΜΡ-1 και ΤΙΜΡ-3 μειώνονται παρουσία του αγωνιστή LHRH, λεουπρολιδίου. Η αύξηση των ΤΙΜΡs από τα καρκινικά κύτταρα για να εξισοροπήσουν την υψηλή προτεολυτική δράση των MMPs αποτελεί μία πιθανή θεώρηση (Brown et al, 1998). Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας αμυντικός μηχανισμός του ανθρώπινου οργανισμού για να αντιμετωπήσει την ανώμαλη αύξηση των MMPs. Έτσι τα χαμηλότερα επίπεδα του ΤΙΜΡ-1 mRNA μπορεί να σχετίζονται με τα χαμηλότερα επίπεδα ΜΜΡ-9, παρουσία του λεουπρολιδίου, αφού ο ΤΙΜΡ-1 αναστέλλει την ΜΜΡ-9 με μεγάλη εξειδίκευση. Εντούτοις ιστοί με μεγάλη περιεκτικότητα σε ΤΙΜΡ-1 mRNA και πρωτείνες σχετίζονται με κακή πρόγνωση ασθενών με καρκίνο του μαστού, παρά την ανασταλτική δράση των ΜΜΡs. Η πρόσφατη ανακάλυψη της αντι αποπτωτικής και προ αγγειογενετικής δράσης του ΤΙΜΡ-1 μπορεί να είναι μέρος αυτής της υπόθεσης (Wurtz et al, 2005). Έχοντας αυτό υπόψην τα παρατηρούμενα χαμηλά επίπεδα ΤΙΜΡ-1 mRNA μπορεί να είναι αποτέλεσμα και άλλων δράσεων με ωφέλιμο ρόλο στον καρκίνο του μαστού. Γενικά η διαφορετική έκφραση των ΤΙΜΡs στον καρκίνο του μαστού αποτελεί ένα πολύ σημαντικό θέμα, που χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Συμπερασματικά τα αποτελέσματά μας δεικνύουν ότι ο αγωνιστής LHRH, λεουπρολίδιο, μπορεί να τροποποιήσει σημαντικά την έκφραση των γονιδίων ΜΜΡ/ΤΙΜΡ στα κύτταρα MCF-7. Οι MMPs και ΤΙΜΡs είναι πολυδύναμα μόρια με σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη του καρκίνου, της μετάστασης και της αγγειογένεσης. Δεδομένου ότι τα ανάλογα LHRH αποτελούν μέρος της θεραπείας ασθενών με προ ή μετά εμμηνοπαυσιακό καρκίνο του μαστού, η επίδραση των παραπάνω αναφερθέντων μεταβολών από τη χρήση του λεουρπολιδίου, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.