Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων (ΔΔ)
Permanent URI for this collection
Browse
Recent Submissions
- ItemOpen AccessΕξαγωγικός προσανατολισμός και αναπτυξιακές προσδοκίες νέων επιχειρηματιών στο παγκόσμιο ψηφιακό και θεσμικό περιβάλλον(2023-09-25)Η επιχειρηματική διεθνοποίηση λαμβάνει χώρα από μια ευρεία γκάμα επιχειρήσεων με ετερογενή χαρακτηριστικά. Γενικά, οι επιχειρήσεις εξάγουν καθώς τρέφουν σε μεγάλο βαθμό προσδοκίες για αποκόμιση διαφόρων οφελών, όπως την επίτευξη οικονομιών κλίμακας, την ενίσχυση της παραγωγικότητας, την κερδοφορία τους, τη μικρότερη εξάρτηση από την εγχώρια αγορά και την εν γένει μακροχρόνια βιωσιμότητά τους. Η ανάπτυξη όμως των εξαγωγών δεν συνεπάγεται a priori την επίτευξη υψηλών οικονομικών επιδόσεων. Υπό αυτή την οπτική γωνία, η διατριβή αξιοποιεί την έννοια της ετερογένειας των επιχειρήσεων (firm heterogeneity approach) και στηριζόμενη στη θεώρηση ότι οι επιχειρήσεις μπορεί να είναι ετερογενείς ως προς την ηλικία και το μέγεθος διερευνά τον εξαγωγικό προσανατολισμό και τις αναπτυξιακές προσδοκίες α) των νεοφυών ή υπό-ίδρυση επιχειρήσεων (Early-Stage Firms), και β) των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (SMEs). Επιπλέον, η παρούσα ανάλυση λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τις συνθήκες που επικρατούν στο μακροοικονομικό περιβάλλον και διαμορφώνουν τη λειτουργία των επιχειρήσεων. Στο εμπειρικό μέρος διατυπώνονται συνολικά επτά (7) ερευνητικά ερωτήματα ενώ για την έρευνα πεδίου αντλούνται διαδοχικά, ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, από δύο ιδιαιτέρως αξιόπιστες βάσεις δεδομένων επιχειρηματικότητας, την ICAP Data.Prisma (284 ελληνικές επιχειρήσεις) και την Global Entrepreneurship Monitor (56 χώρες). Τα δεδομένα μορφής panel data επεξεργάστηκαν με τη χρήση του δυναμικού υποδείγματος Γενικευμένης Μεθόδου Ροπών Συστήματος (GMM). Η έρευνα έδειξε ότι οι νεοφυείς επιχειρήσεις δεν επιτυγχάνουν εξαγωγική ευημερία σε σύγκριση με τις εδραιωμένες επιχειρήσεις. Αντιθέτως οι ΜμΕ αναδεικνύονται δυναμικότεροι εξαγωγείς έναντι των μεγάλων επιχειρήσεων. Επιπλέον, τόσο οι ΜμΕ όσο και οι εξαγωγικές early-stage firms παρουσιάζουν αρνητικές επιδόσεις σε όρους παραγωγικότητας εργασίας και κερδοφορίας. Από την άλλη, όταν εστιάζουμε στις εξαγωγικές ΜμΕ διαπιστώνουμε ότι βελτιώνουν σημαντικά τις οικονομικές τους επιδόσεις εκτός και εάν εξάγουν σε περίοδο κρίσης. Τέλος, η έρευνα ανέδειξε μερικούς σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες που πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη από τους φορείς για την τόνωση της διεθνοποίησης των νέων εγχειρημάτων όπως την ανάπτυξη εθνικών πολιτικών υποστήριξης έρευνας και καινοτομίας, την παροχή προσβασιμότητας σε φυσικές, εμπορικές και επαγγελματικές υποδομές και τη βελτίωση των επιπέδων φορολόγησης και γραφειοκρατίας στην εσωτερική αγορά, θωρακίζοντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο την εθνική οικονομία με εργαλεία διαχείρισης και αντιμετώπισης κρίσεων.
- ItemOpen AccessIncorporating decision-makers’ perspectives into DEA models by means of weight restrictions(2023)This thesis discusses an important issue in the field of Operational Research, particularly in the efficiency assessment of DMUs by means of the Data Envelopment Analysis method. In fact, we investigate the field of DEA weight restrictions and their use as a means of incorporating managerial decisions, priorities, or decision makers’ perceptions into the relevant DEA models. The thesis consists of two parts, each of which explores the use of weight restrictions in a different context, with the objective to provide decision-makers with flexibility regarding the determination of DEA weights. The first part proposes a new approach that performs a complete ranking of decision-making units (DMUs), by employing Data Envelopment Analysis (DEA) models with virtual weight restrictions. It is a multi-stage process that employs the super-efficiency DEA model (AP Model) at each stage of the process. In each stage, the virtual weight bounds could be different and are obtained by means of the MACBETH methodology. Our approach has been applied in a real-life application, where three decision-makers need to perform a complete ranking of 33 Greek general hospitals. The empirical results indicate that the proposed multi-stage ranking approach increases the discrimination power of the conventional super-efficiency DEA model and provides an improved DMUs ranking. The importance of such an improvement is more prominent in situations where a decision related to funds or other resource allocation should be made. Thus, the proposed approach not only contributes to the relevant literature but also is quite important from a decision-making perspective, as it is the first (to the best of our knowledge) allowing decision-makers to adjust the DEA weights at each stage of the ranking process. The second part proposes the incorporation of fuzzy numbers into the production trade-off weight restrictions approach. The key idea of the discussed approach is that in real-life DEA applications, existing production trade-offs among inputs and/or outputs may be extremely difficult to express with crisp numbers. The proposed approach allows decision-makers to restrict the weights of DEA models, by expressing complex production trade-offs in fuzzy terms. With this approach, the obtained efficiency scores remain meaningful from a production perspective and more compatible with real-life applications that often involve ambiguity or uncertainty. Based on the fuzzification of production trade-offs, we introduce DEA models that consider the ambiguity inherent in realistic processes and determine appropriate efficiency scores and targets for the DMUs.
- ItemOpen AccessΑνάπτυξη προτύπου για την ποιοτική αξιολόγηση ξενοδοχείων και την κατάταξή τους σε κατηγορίες αστεριών(2023-09-13)Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά τόσο σε θεωρητικό όσο και σε εμπειρικό επίπεδο το πλαίσιο λειτουργίας και τα χαρακτηριστικά των συστημάτων κατάταξης ξενοδοχειακών καταλυμάτων διεθνώς. Μέσα από την ανάλυση 39 συστημάτων κατάταξης η παρούσα διατριβή εξάγει καίρια συμπεράσματα για τον τρόπο που λειτουργούν τα εν λόγω συστήματα όσο και για την σημασία και την μελλοντική εξέλιξή τους. Επιπλέον εντοπίζονται σημαντικές αδυναμίες ή ελλείψεις τους και καταγράφονται οι επίκαιρες και σύγχρονες ανάγκες της τουριστικής αγοράς και της ξενοδοχειακής βιομηχανίας σε σχέση με την κατάταξη των ξενοδοχείων σε κατηγορίες αστεριών, τη λεγόμενη αστεροποίηση. Η αξιοποίηση όλων των ευρημάτων που προέκυψαν από τις έρευνες σε συνδυασμό με το θεωρητικό υπόβαθρο, συνετέλεσαν στην επιτυχή έκβαση του αρχικού σκοπού της διατριβής, δηλ. τη δημιουργία ενός πρότυπου μοντέλου αστεροποίησης ξενοδοχειακών καταλυμάτων το οποίο και προτείνεται ως ένα σύστημα που αφενός καλύπτει τις βασικές προδιαγραφές που πρέπει να τηρούν τα συστήματα κατάταξης, αφετέρου ενσωματώνει την γνώση και εμπειρία που έφεραν οι έρευνες διορθώνοντας τις αδυναμίες που παρατηρήθηκαν σε άλλα συστήματα. Ακόμη, το πρότυπο μοντέλο αστεροποίησης προτείνεται ως ένα σύστημα που μπορεί να εφαρμοστεί διεθνώς, καθώς έχει την απαιτούμενη ευελιξία να προσαρμόζεται και να ενσωματώνει τις ανάγκες και ιδιαιτερότητες του ξενοδοχειακού κλάδου σε κάθε χώρα.
- ItemOpen AccessΠολιτική οικονομία και φυσικό περιβάλλον : μια κριτική θεώρηση της κλασικής, μαρξιστικής και νεοκλασικής ανάλυσης(2023-07-07)Με την παρούσα ανάλυση επιχειρείται, καταρχάς, να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η φύση στα θεωρητικά συστήματα της Σχολής της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, του Μαρξ και της Ορθόδοξης (Νεοκλασικής) Οικονομικής Θεωρίας. Εισάγεται η έννοια της (σχετικής) ανεξαρτησίας της φύσης. Η φύση είναι πηγή γαιοπροσόδου για τους γαιοκτήμονες και βασικός παράγοντας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εντούτοις, είναι (σχετικά) ανεξάρτητη από το κεφάλαιο, δηλαδή δεν παράγεται στην ολότητά της από τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου. Υπεισέρχεται σε καπιταλιστικές ή σε μη-καπιταλιστικές παραγωγικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από το εάν υφίσταται ή όχι μετασχηματιστικές διαδικασίες. Όμως, δεν υπεισέρχεται σε κάθε περίπτωση άμεσα και ευθέως στις παραγωγικές διαδικασίες του κεφαλαίου. Με βάση το βαθμό της ανεξαρτησίας της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, συζητιούνται οι απόψεις των Φυσιοκρατών και των Adam Smith, David Ricardo και Thomas Malthus. Στους Φυσιοκράτες εντοπίζεται μια αντίληψη όπου η φύση είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κεφάλαιο και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη. Η φύση χάνει μερικώς την ανεξαρτησία της, καθώς η φυσική γονιμότητα της γης μετασχηματίζεται με την εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη γεωργία. Ο μετασχηματισμός της φύσης καταδεικνύεται στις προτάσεις οικονομικής πολιτικής για εκτεταμένες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη γεωργία υπό συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όμως, η ευεργετική επιρροή της φύσης εξαντλείται αποκλειστικά στη γεωργία, καθώς οι Φυσιοκράτες αγνοούν ότι είναι παράγοντας ανάπτυξης και ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας και για άλλους τομείς, όπως η βιομηχανία. Ο Smith ενστερνίζεται ορισμένες από τις απόψεις των Φυσιοκρατών, αφού και οι δύο υποβαθμίζουν – πλην της γεωργίας – την επιρροή των φυσικών συνθηκών σε τομείς της παραγωγής όπως η βιομηχανία (μανιφακτούρα). Στη θεωρία για την πρόσοδο, ο Smith αναγνωρίζει τη σχετική ανεξαρτησία της φύσης και τις δυνατότητες μετασχηματισμού της από το κεφάλαιο. Το μέγεθος της προσόδου προκύπτει ανάλογα με τη φυσική γονιμότητα και την τοποθεσία της γης. Σε αντίθεση με τη θεωρία της διαφορικής προσόδου, η πρόσοδος είναι μέρος της τιμής και αποτέλεσμα (όχι αιτία) της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας τιμής μείον της τιμής παραγωγής του ατομικού κεφαλαίου. Ο Smith διαπίστωσε ότι η πρόσοδος είναι αποτέλεσμα είτε της εξαιρετικής γονιμότητας της γης – που οδηγεί σε μεγαλύτερη αξία των αγροτικών αγαθών –, είτε προέρχεται από την αυξημένη ζήτηση, η οποία προκαλεί μια υψηλότερη τιμή/ αξία και αντίστοιχα την εμφάνιση της προσόδου. Σε μια παρόμοια, «αντιφατική» ερμηνεία, προσανατολίστηκαν και οι Φυσιοκράτες, καθώς επισήμαναν ότι η προέλευση του «πλεονάσματος» άλλοτε βρίσκεται στη ζήτηση και άλλοτε στην εξαιρετική γονιμότητα - παραγωγικότητα της γης. Από την άλλη μεριά, ο Malthus με την αρχή του πληθυσμού και τη θεωρία για την (διαφορική) πρόσοδο, αναγνωρίζει την απόλυτη ανεξαρτησία της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη – θεωρώντας ότι η όποια τεχνολογική πρόοδος δεν αναστέλλει τελικώς τη λειτουργία του «νόμου» των φθινουσών αποδόσεων. Η φύση είναι όρος ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας αλλά και παράγοντας οικονομικών δυσκολιών, λόγω της επενέργειας του «νόμου» των φθινουσών αποδόσεων. Τα μαλθουσιανά συμπεράσματα βρήκαν σύμφωνο τον David Ricardo, ο οποίος αποδέχτηκε τα αξιώματα περί ανεξέλεγκτης αύξησης του πληθυσμού, όπως και το «νόμο» των φθινουσών αποδόσεων, συμπεραίνοντας ότι η φύση, μέσω της επίδρασης των φθινουσών αποδόσεων, είναι παράγοντας οικονομικής στασιμότητας και οικονομικής κρίσης, ιδίως υπό την κυριαρχία συγκεκριμένων πολιτικών συνθηκών, όπως η απαγόρευση της εισαγωγής των σιτηρών. Αναγνωρίζει έτσι την ύπαρξη απόλυτων φυσικών περιορισμών στην αγροτική παραγωγή, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η μαρξική ανάλυση επισημαίνει την πολλαπλότητα της αλληλεπίδρασης φύσης-κεφαλαίου. Η φύση, στην ολότητά της, δεν μπορεί να παραχθεί από τη διαδικασία παραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου και ταυτόχρονα υφίσταται το μετασχηματιστικό αποτέλεσμα των οικονομικών σχέσεων. Είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κεφάλαιο και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη. Στη βάση της παραπάνω συλλογιστικής, αναλύονται δύο μορφές «φυσικών ορίων» στην παραγωγική διαδικασία: α) το μεταβολικό ρήγμα που προκαλείται μεταξύ της ανθρώπινης παραγωγής και των φυσικών συνθηκών της από τη συνεχή, χωρική επέκταση και ανάπτυξη του κεφαλαίου και την παραβίαση των φυσικών νόμων της ζωής και ανταλλαγής της ύλης, β) η οικορύθμιση που αποτελεί μια φυσική διαδικασία διατήρησης, ρύθμισης και αναπαραγωγής περισσότερο παρά μετασχηματισμού, κατά την οποία η εργασία που καταβάλλεται αφορά στην αριστοποίηση των συνθηκών μετασχηματισμού που αποτελούν οργανικές διαδικασίες οι οποίες δεν επιδέχονται σκόπιμη τροποποίηση στα πλαίσια της παραγωγής. Από την άλλη μεριά, οι μαρξιστικές θεωρήσεις της «κοινωνικής κατασκευής της φύσης» και της παραγωγής μιας «δεύτερης φύσης», αποδέχονται την απόλυτη υπαγωγή της φύσης στις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, αμφισβητούν τη σχετική ανεξαρτησία της φύσης και το ταξικό (καπιταλιστικό) πλαίσιο της τεχνολογίας και υπερτονίζουν τη δυνητική υποκατάσταση των φυσικών πόρων από τη διαθέσιμη τεχνολογία, όπως ακριβώς εισηγείται η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Στον αντίποδα της προβληματικής των φυσικών ορίων βρίσκεται και η νεοκλασική θεωρία, η οποία στη βασική «μικροοικονομική» θεμελίωσή της αποδέχεται τη δυνατότητα άπειρων λύσεων παραγωγικής υποκατάστασης των «συντελεστών παραγωγής» (στο κυρτό τμήμα μιας καμπύλης ίσου προϊόντος). Οικονομολόγοι όπως ο Robert Solow και ο Joseph Stiglitz υποστήριξαν ότι ο κόσμος μπορεί να πορευτεί και χωρίς φυσικούς πόρους, ενώ η τεχνική αλλαγή μπορεί να αντισταθμίσει μια σταδιακή μείωση στην εισροή των φυσικών πόρων. Επιπλέον, η νεοκλασική οικονομική θεωρία των (αρνητικών) εξωτερικών οικονομιών αναγνωρίζει την αδυναμία του μηχανισμού τιμών της αγοράς να «εσωτερικεύσει» αυτομάτως τις αρνητικές εξωτερικότητες στις τιμές του ρυπαίνοντα και να επιτευχθεί η άριστη κατανομή πόρων (κριτήριο Pareto). Ωστόσο, δεν μπορεί να εντάξει την αδυναμία επίλυσης των αρνητικών εξωτερικοτήτων, μέσω του μηχανισμού τιμών της αγοράς, στο ειδικό καπιταλιστικό (ταξικό) πλαίσιό της και να εντοπίσει τις ταξικές μεροληψίες. Όποια και να είναι η «άριστη» λύση, κάτι τέτοιο συνεπάγεται παραμένουσα (συσσωρευόμενη) ρύπανση, κάτι που, και από την άποψη αυτή, υποδεικνύει ότι τα νεοκλασικά οικονομικά αγνοούν τα φυσικά όρια και τη σπανιότητα των (φυσικών) παραγωγικών πόρων υπερτονίζοντας τη δυνητική υποκατάσταση οικονομικών πόρων και τεχνολογιών. Στον καπιταλισμό διακρίνονται δύο είδη περιβαλλοντικής κρίσης: Το πρώτο είδος περιβαλλοντικής κρίσης εμφανίζεται όταν η συσσώρευση κεφαλαίου απειλείται από περιβαλλοντικούς περιορισμούς στις προμήθειες των απαραίτητων υλικών αξιών χρήσης – και στη βάση αυτή, το πρώτο είδος κρίσης ανάγεται στο μαρξικό «νόμο» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Το δεύτερο είδος περιβαλλοντικής κρίσης, εκφράζει την καπιταλιστική υποβάθμιση των συνθηκών ανθρώπινης ανάπτυξης και σχετίζεται με τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη φύση και την ανθρώπινη ζωή, το «μεταβολικό ρήγμα» και την παραβίαση των «οικορυθμιστικών διαδικασιών». Η περιβαλλοντική κρίση δεύτερου είδους μπορεί να προκαλέσει πτώση στην κερδοφορία του κεφαλαίου (δηλαδή κρίση πρώτου είδους), εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε περίπτωση. Η φύση δεν είναι στην ολότητά της ενσωματωμένη στις συνθήκες παραγωγής-αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν επιδρά άμεσα σε κάθε περίπτωση στους παράγοντες που καθορίζουν την κερδοφορία του. Δεν υπάρχει κάποιος αυτόματος (διορθωτικός) μηχανισμός ανάσχεσης της περιβαλλοντικής κρίσης, όπως είναι η ίδια η κρίση, ούτε κάποιος μηχανισμός τιμών για τα μη ενσωματωμένα στην καπιταλιστική παραγωγή-αναπαραγωγή στοιχεία της φύσης που θα δώσει το «σήμα» της επιβάρυνσης, υποβάθμισης, ή καταστροφής τους. Στη βάση των παραπάνω, διερευνάται η σχέση των πανδημιών, ειδικά της πανδημίας Covid-19, με τον καπιταλισμό, τη χωρική επέκτασή του στη φύση και την παραβίαση των φυσικών ορίων από τη βιομηχανική εντατική κτηνοτροφία. Αναλύεται η αιτιακή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου με την εμφάνιση ασθενειών και την πανδημία Covid-19. Η πανδημία Covid-19 αποτελεί μορφή εκδήλωσης της περιβαλλοντικής κρίσης δεύτερου είδους, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να ενεργοποιήσει μια περιβαλλοντική κρίση πρώτου είδους. Οι πανδημίες στον καπιταλισμό δεν είναι τυχαία, εξωτερικά προς την καπιταλιστική σχέση φαινόμενα, αλλά αντιθέτως είναι εσωτερικές (εγγράφονται στο εσωτερικό) της καπιταλιστικής σχέσης εκμετάλλευσης και ιδιοποίησης της φύσης. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται οι σύγχρονες μεταβολές στο καταναλωτικό πρότυπο, η σχέση τους με την καπιταλιστική ενσταβλισμένη-εντατική κτηνοτροφία και το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Διερευνάται η διατροφική μετάβαση σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, οι – συναρτώμενες με αυτή τη μετάβαση – αλλαγές στην παραγωγική δομή της κτηνοτροφίας και οι συνέπειες των μεθόδων εκτροφής στην εμφάνιση πανδημιών ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης παραβίασης των φυσικών ορίων της οικορύθμισης και, επομένως, επέκτασης του μεταβολικού ρήγματος.
- ItemOpen AccessΔιερεύνηση των σχέσεων αιτιότητας μεταξύ χρηματοπιστωτικού συστήματος, οικονομικής ανάπτυξης και ανισότητας με δεδομένα πάνελ(2023)Τις τελευταίες δεκαετίες, η σχέση μεταξύ της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης και της οικονομικής ανάπτυξης έχει διερευνηθεί εκτενώς, ωστόσο, είναι σημαντικό να μελετηθεί πως αυτά τα εισοδηματικά οφέλη κατανέμονται σε ολόκληρη την κοινωνία. Τα εμπειρικά αποτελέσματα σχετικά με την αιτιότητα και τον αντίκτυπο της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης στην οικονομική ανάπτυξη είναι αμφιλεγόμενα και εξαρτώνται από τους δείκτες μέτρησης της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης, τις οικονομετρικές μεθόδους και το δείγμα δεδομένων. Επιπλέον, η αποσαφήνιση της αιτιότητας μεταξύ της εισοδηματικής ανισότητας και της οικονομικής ανάπτυξης είναι εξαιρετικά δύσκολη αλλά και η επίδραση της ανισότητας στην οικονομική ανάπτυξη μπορεί να είναι ευεργετική ή επιζήμια μέσω διαφόρων καναλιών μετάδοσης. Πιο πρόσφατα, η σχέση της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης και της εισοδηματικής ανισότητας έχει λάβει μεγαλύτερη προσοχή από τους ερευνητές χωρίς να έχει επιτευχθεί μια καθολική συναίνεση. Οι εμπειρικές μελέτες σχετικά με τις σχέσεις αιτιότητας μεταξύ της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της εισοδηματικής ανισότητας βασίζονται στο διμεταβλητό πλαίσιο. Ωστόσο, η κατεύθυνση της αιτιότητας μεταξύ των δύο μεταβλητών μπορεί ενδεχομένως να αλλάξει με τη συμπερίληψη μιας τρίτης μεταβλητής. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση έχει τονίσει τη σημασία της επανεξέτασης των δεσμών μεταξύ της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της εισοδηματικής ανισότητας. Αυτή η μελέτη επιδιώκει να διερευνήσει τις σχέσεις μεταξύ της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της εισοδηματικής ανισότητας χρησιμοποιώντας δεδομένα για τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που καλύπτουν την περίοδο 1988-2017 και επιλέγοντας διάφορους δείκτες μέτρησης της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης που αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές διαστάσεις του τραπεζικού συστήματος και των χρηματιστηριακών αγορών, όπως η εμβάθυνση, η αποτελεσματικότητα και η σταθερότητα. Αρχικά, αυτή η μελέτη επιχειρεί να προσδιορίσει την κατεύθυνση της αιτιότητας τόσο σε διμεταβλητό όσο και σε τριμεταβλητό πλαίσιο. Τα εμπειρικά ευρήματα του ελέγχου αιτιότητας σε δεδομένα πάνελ με τη μέθοδο bootstrap έδειξαν απουσία σχέσης αιτιότητας μεταξύ της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης, της οικονομικής ανάπτυξης και της εισοδηματικής ανισότητας σε κάθε χώρα του πάνελ. Ωστόσο, τα κύρια αποτελέσματα του ελέγχου αιτιότητας σε ετερογενή πάνελ έδειξαν μια αμφίδρομη αιτιότητα μεταξύ χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης-οικονομικής ανάπτυξης, οικονομικής ανάπτυξης- εισοδηματικής ανισότητας και χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης-εισοδηματικής ανισότητας. Έπειτα, τα αποτελέσματα του ελέγχου αιτιότητας των Toda-Yamamoto σε ετερογενή πάνελ σε τριμεταβλητό πλαίσιο έδειξαν ότι το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η τραπεζική σταθερότητα οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη μέσω της εισοδηματικής ανισότητας, ενώ η εισοδηματική ανισότητα οδηγεί στην οικονομική ανάπτυξη μέσω της αποτελεσματικότητας και τη σταθερότητας του τραπεζικού τομέα. Τέλος, αυτή η μελέτη αξιολογεί την επίδραση της χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης και της εισοδηματικής ανισότητας στην ανάπτυξη χρησιμοποιώντας τεχνικές δυναμικών δεδομένων πάνελ και συγκεκριμένα τον εκτιμητή συστήματος-GMM. Τα κύρια ευρήματα έδειξαν ότι η εμβάθυνση και η αστάθεια του τραπεζικού συστήματος εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη ενώ η ανάπτυξη των χρηματιστηριακών αγορών δεν έχει καμία επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, η αύξηση της εισοδηματικής ανισότητας μπορεί να προωθήσει την οικονομική ανάπτυξη. Η περαιτέρω κατανόηση των δυναμικών σχέσεων και της αιτιότητας μπορεί να συνεισφέρει στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να σχεδιάσουν την κατάλληλη στρατηγική για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και την άμβλυνση της ανισότητας. Σύμφωνα με τα παραπάνω εμπειρικά αποτελέσματα, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να ενθαρρύνουν μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος που παρέχουν καλύτερη κατανομή κεφαλαίων σε αποτελεσματικά επενδυτικά προγράμματα και επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο. Ομοίως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να υιοθετήσουν τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αυτό συνεπάγεται ότι η κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού τομέα θα τονώσει τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι βελτιώσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορούν να άρουν τους χρηματοοικονομικούς περιορισμούς και περισσότερα τμήματα της κοινωνίας θα μπορέσουν να έχουν πρόσβαση σε κεφαλαιακή πίστωση εξαλείφοντας τις εισοδηματικές ανισότητες και ενισχύοντας την οικονομική ανάπτυξη.