Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)
Permanent URI for this collection
Browse
Recent Submissions
Item Open Access Οικοτουρισμός, με στόχο την ευαισθητοποίηση για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Mελέτη περίπτωσης : η περιοχή του Αγίου Φλώρου Μεσσηνίας και των πηγών του ποταμού Παμίσου(2024-06-28) Βούτσα, Μελετία; Voutsa ,MeletiaΗ εργασία αυτή έχει ως σκοπό να αναδείξει τη μεσσηνιακή κοινότητα του Αγίου Φλώρου ως πιθανό οικοτουριστικό προορισμό, επισημαίνοντας συγχρόνως την αξία της διατήρησης της βιοποικιλότητας και της ευαισθητοποίησης του κοινού για τον βιολογικό πλούτο της περιοχής. Αρχικά, αναλύεται η έννοια του οικοτουρισμού, όπως αυτή προκύπτει από την διεθνή βιβλιογραφία, καθώς και οι προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες μια περιοχή μπορεί να χαρακτηριστεί ως οικοτουριστικός προορισμός. Στη συνέχεια, περιγράφεται η περιοχή μελέτης, δηλαδή η κοινότητα του Αγίου Φλώρου και ο ποταμός Πάμισος, που την διασχίζει. Αναφέρονται τα γεωλογικά, κλιματικά και υδρολογικά της στοιχεία, ενώ ιδιαίτερη σημασία δίνεται στους τύπους οικοτόπων, την χλωρίδα και την πανίδα που συναντάται εκεί. Επίσης, εξετάζεται η οικοτουριστική ανάπτυξη στην περιοχή μελέτης με βάση τις Βασικές Αρχές Στρατηγικής Ανάπτυξης Οικοτουρισμού και προτείνονται διάφορες οικοτουριστικές δραστηριότητες και το πως αυτές μπορούν να υλοποιηθούν. Παρουσιάζεται η μεθοδολογία της έρευνας που ακολουθήθηκε προκειμένου να καταγραφούν οι απόψεις των κατοίκων και των επισκεπτών σχετικά με την ανάπτυξη του οικοτουρισμού στην περιοχή. Τα αποτελέσματα απεικονίζονται με τη μορφή γραφημάτων και από αυτά προκύπτουν συμπεράσματα.Item Open Access Μελέτη της μεταβολής της έκφρασης του ρυθμιστικού μορίου miR-21 σε CD4 κύτταρα υγιών ατόμων και ασθενών με ψωρίαση(2024-07-02) Πανουτσοπούλου, Μαρίζα; Panoutsopoulou, MarizaΗ ψωρίαση είναι μια χρόνια φλεγμονώδης νόσος, η οποία οφείλεται κυρίως στη δραστηριοποίηση των CD4 Τ λεμφοκυττάρων τα οποία έχουν θεμελιώδη ρόλο στην καταστολή των ανοσολογικών αποκρίσεων. Σε αυτήν την εργασία, στοχεύουμε να μελετήσουμε το προφίλ έκφρασης του miR-21 σε CD4 κύτταρα σε ασθενείς με ψωρίαση. Για την υλοποίηση της μελέτης, χρησιμοποιήσαμε δείγμα περιφερικού αίματος από συνολικά 5 ασθενείς και 3 υγιείς. Στο δείγμα αίματος, πραγματοποιήθηκε διαχωρισμός των λεμφοκυττάρων μέσω διαβάθμισης φικόλης και ακολούθως, διαχωρίστηκαν τα CD4 με τη χρήση σφαιριδίων μαγνητικού διαχωρισμού (BD IMag Cell Separation). Με τη βοήθεια κυτταρομετρητή ροής μέσω φθορισμού (FACS Melody Cell Sorter) και με τη χρήση του αντισώματος CD4 ελέγχθηκε η καθαρότητα και η βιωσιμότητα του απομονωμένου CD4 πληθυσμού. Στη συνέχεια, απομονώθηκε το ολικό RNA από τα CD4 κύτταρα και κατασκευάστηκε cDNA με ειδική ενίσχυση στο 3’ άκρο για τη μετέπειτα ποσοτικοποίηση της έκφρασης του miR-21 μέσω ποσοτικής αντίδρασης πολυμεράσης (qPCR). Τα αποτελέσματα της qPCR υποβλήθηκαν σε στατιστική ανάλυση με τη χρήση του Mann-Whitney U test, για την περαιτέρω ερμηνεία τους. Τα παρόντα αποτελέσματα, που αφορούν το miR-21, με P = 0,78, υποδηλώνουν πως δεν υπάρχει κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά στην έκφρασή του, μεταξύ ασθενών και υγιών ατόμων. Μελετώντας τη μεταβολή των επιπέδων έκφρασης του miR-21 σε CD4 κύτταρα σε ασθενείς με ψωρίαση και υγιή άτομα, σκοπεύουμε να διαλευκάνουμε περαιτέρω την επίδραση του γονιδίου στο μοριακό μηχανισμό παθοφυσιολογίας της ψωρίασης.Item Open Access Τα επίπεδα μεθυλίωσης και έκφρασης μακρών μη κωδικών μορίων RNA στον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα(0024-06-21) Χρόνη, Αργυρή; Chroni, ArgyriΟ καρκίνος του πνεύμονα χαρακτηρίζεται από τον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των κυττάρων στους ιστούς του πνεύμονα και είναι ένας από τους πιο συχνούς και θανατηφόρους τύπους καρκίνου. Διακρίνεται σε δύο κύριους ιστολογικούς τύπους, τον μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα και τον μη μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, ο οποίος αποτελεί και τον πιο κοινό τύπο. Ο μη μικροκυτταρικός καρκίνος διακρίνεται περαιτέρω σε τρεις υποτύπους, το αδενοκαρκίνωμα, το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα και το μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα. Ο καρκίνος είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού γενετικών μεταλλάξεων, επιγενετικών τροποποιήσεων και περιβαλλοντικών παραγόντων. Οι επιγενετικές τροποποιήσεις εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα στον καρκίνο του πνεύμονα, και περιλαμβάνουν την μεθυλίωση του DNA, τις τροποποιήσεις των ιστονών και την έκφραση των μη κωδικών μορίων RNA, μηχανισμοί που επηρεάζουν την έκφραση των γονιδίων χωρίς να αλλάζουν την αλληλουχία του DNA, και έχουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα. H αυξημένη μεθυλίωση που παρατηρείται στους υποκινητές των ογκοκατασταλτικών γονιδίων και οι τροποποιήσεις των ιστονών που προκαλούν αλλαγές στην δομή της χρωματίνης, επηρεάζουν την έκφραση γονιδίων που εμπλέκονται στην καρκινογένεση, ενώ τα μη κωδικά μόρια RNAs, όπως τα lncRNAs, έχουν σημαντικό ρόλο στη ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης και στην ανάπτυξη του καρκίνου και παρουσιάζουν, πολλές φορές, διαφοροποιημένη έκφραση μεταξύ φυσιολογικών και καρκινικών κυττάρων. Ο παράγοντας που σχετίζεται με το λέμφωμα/λευχαιμία (LRF, Leukemia/lymphoma related factor) είναι ένας επιγενετικός παράγοντας, ο οποίος δεσμεύεται σε ρυθμιστικές περιοχές του DNA και δρα μαζί με άλλους παράγοντες, λόγω της χαρακτηριστικής δομής που έχει, ενώ μπορεί να ασκήσει ρυθμιστική δράση σε γονιδιακούς τόπους και μη κωδικών μορίων RNA, εκτός από γονίδια που κωδικοποιούν πρωτεΐνες. Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι η αξιολόγηση και η κατανόηση των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των υποτύπων του μη μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα, που έχουν την μετάλλαξη KRAS, όσον αφορά την μεθυλίωση και την έκφραση μακρών μη κωδικών μορίων RNA (lncRNAs) και η συσχέτιση (σε δεύτερο επίπεδο) με την έκφραση του μεταγραφικού παράγοντα LRF/ZBTB7A. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής πραγματοποιήθηκε σύγκριση μεταξύ δύο καρκινικών κυτταρικών σειρών, την Α549, που είναι αδενοκαρκίνωμα πνεύμονα και την Η460, που είναι μεγαλοκυτταρικό καρκίνωμα πνεύμονα, με μία φυσιολογική κυτταρική σειρά επιθηλιακών κυττάρων πνεύμονα, την BEAS-2B, Η παρούσα εργασία επικεντρώνεται στη διερεύνηση των επιπέδων μεθυλίωσης και της έκφρασης των lncRNAs MALAT1, PVT1, DANCR, HOTAIRM1, MEG3 και H19 στις τρεις αυτές κυτταρικές σειρές που αξιολογήθηκαν, καθώς και των επιπέδων έκφρασης του μεταγραφικού παράγοντα LRF. Τέλος, αξιολογείται κατά πόσο η ρύθμιση της έκφρασης των συγκεκριμένων lncRNAs που μελετήθηκαν συσχετίζεται, σε κάποιο βαθμό, με την μεθυλίωσή τους αλλά και με την έκφραση του παράγοντα LRF.Item Open Access Μελέτη έκφρασης των μορίων PSMA και PDL1 σε διεσπαρμένα καρκινικά κύτταρα απομονωμένα από το μυελό των οστών ασθενών με τριπλά αρνητικό καρκίνο μαστού πριν και μετά τη θεραπεία(2024-06-21) Τόλιος, Αναστάσιος; Tolios, AnastasiosΟ Τριπλά Αρνητικός Καρκίνος Μαστού (TNBC) είναι ο πιο επιθετικός υπότυπος καρκίνου μαστού. Λόγω της έλλειψης στοχευμένων θεραπειών για την ασθένεια αυτή, είναι επιτακτική η ανάγκη εύρεσης νέων βιοδεικτών που μπορούν να αποτελέσουν στόχους εξειδικευμένων θεραπειών. Στον Τριπλά Αρνητικό καρκίνο, ο μυελός των οστών είναι η πιο συχνή εστία μετάστασης. Η παρουσία των Διεσπαρμένων Καρκινικών Κυττάρων (DTCs) στον μυελό των οστών έχει συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα υποτροπής της ασθένειας. Η μεταστατική διασπορά ωστόσο ξεκινά με την είσοδο των Κυκλοφορούντων Καρκινικών Κυττάρων (CTCs) στο αίμα των ασθενών. Μια πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη από την καθηγήτρια Sabine Kasimir-Bauer και τους συνεργάτες της έδειξε πως τα CTCs που παρουσιάζουν έκφραση PSMA σχετίζονται με χειρότερη πρόγνωση και χαμηλότερη συνολική επιβίωση σε ασθενείς με πρώιμο Τριπλά Αρνητικό Καρκίνο Μαστού. Η παρούσα μελέτη εξετάζει την έκφραση των μορίων PSMA και PDL1 σε DTCs ασθενών με πρώιμο Τριπλά Αρνητικό Καρκίνο Μαστού πριν και μετά τη θεραπεία. Στη μελέτη συμμετείχαν 55 ασθενείς. Πραγματοποιήθηκαν πειράματα τριπλού ανοσοφθορισμού σε δείγματα μυελού και η ανάλυσή τους έγινε με την αυτόματη πλατφόρμα VyCAP, ενώ η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε με το SPSS Software. Κατά την ανάλυση των αποτελεσμάτων, βρέθηκε σημαντική διαφορά στα ποσοστά έκφρασης μεταξύ αρκετών φαινοτύπων πριν τη θεραπεία, και συγκεκριμένα μεταξύ των CK+PSMA+CD45- και CK+PSMA-CD45- (p=0.028), αλλά και μεταξύ των φαινοτύπων CK+PDL1lowCD45- πριν τη θεραπεία και CK+PDL1-CD45- μετά τη θεραπεία (p=0.004). Επίσης, βρέθηκε ότι ο φαινότυπος CK+PSMA+CD45- εκφράζεται στα DTCs των ασθενών σε πολύ υψηλότερο ποσοστό (66%) πριν τη θεραπεία απ’ ό,τι μετά τη θεραπεία (9%) (p<0.001). Ακόμη, η έκφραση PSMA στα DTCs σχετίστηκε με χαμηλότερη συνολική επιβίωση των ασθενών (log-rank p=0.02, HR=43.5). Τα ευρήματα αυτά υποστηρίζουν πως το μόριο PSMA μπορεί να αξιοποιηθεί ως προγνωστικός αλλά και θεραπευτικός βιοδείκτης-στόχος για τους ασθενείς με TNBC. Περεταίρω πειράματα σε μεγαλύτερο αριθμό ασθενών θα αποσαφηνίσουν τον ρόλο της έκφρασης του PSMA στα DTCs και την κλινική του σημασία.Item Open Access Μελέτη της περιεκτικότητας σε καροτενοειδή και της φωτοσυνθετικής απόδοσης στο καλλιεργούμενο είδος Eruca sativa : η επίδραση διαφορετικών εντάσεων φωτός και υδατικής καταπόνησης κατά την ανάπτυξή του(2024-02-27) Κώτση, Κασσιανή; Kotsi, KassianiΟ φωτοσυνθετικός ρόλος των καροτενοειδών (β-καροτένιο, νεοξανθίνη, λουτεΐνη, βιολαξανθίνη, ανθεραξανθίνη και ζεαξανθίνη) αφορά στην απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας και την φωτοπροστασία σε συνθήκες φωτοαναστολής. Η φωτοπροστατευτική τους δράση στα φύλλα σχετίζεται με τη μη-φωτοχημική απόσβεση (NPQ) της ενέργειας διεγέρσεως και την εξουδετέρωση δραστικών μορφών Ο2. Οι ζωικοί οργανισμοί δεν διαθέτουν μηχανισμούς παραγωγής καροτενοειδών και τα προσλαμβάνουν μέσω της δίαιτας με φυτικής προέλευσης τροφές. Ειδικότερα στον άνθρωπο, έχει δειχθεί ότι τα καροτενοειδή προστατεύουν έναντι διάφορων παθήσεων (καρδιαγγειακές παθήσεις, εγκεφαλικά επεισόδια, κάποιες μορφές καρκίνου, εκφύλιση της ωχράς κηλίδας κ.ά.). Επομένως, η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε καροτενοειδή και άλλα αντιοξειδωτικά κρίνεται ζωτικής σημασίας. Τα επίπεδα των καροτενοειδών στα φύλλα εξαρτώνται από την αλληλεπίδραση του μεταβολισμού τους με καταπονητικούς παράγοντες του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα όταν αυτοί συμμεταβάλλονται. Συγχρόνως, μια έντονη καταπόνηση αναμένεται να έχει αρνητική επίδραση στη φωτοσύνθεση του φυτού. Στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν τα περιεχόμενα καροτενοειδή και η φωτοσυνθετική απόδοση φυτών Eruca sativa Mill. (ρόκα) υπό τη συνδυασμένη επίδραση διαφορετικών εντάσεων φωτός και υδατικής καταπόνησης σε θάλαμο ανάπτυξης, προκειμένου να διερευνηθούν οι συνθήκες που ενισχύουν την περιεκτικότητά τους σε καροτενοειδή διατηρώντας παράλληλα τη φωτοσυνθετική απόδοση σε ικανοποιητικά επίπεδα. Πειραματικά αξιοποιήθηκαν τεχνικές φασματοφωτομετρίας (Shimadzu UV 160 A) και υγρής χρωματογραφίας υψηλής απόδοσης (HPLC) σε μεθανολικά εκχυλίσματα φύλλων, μετρήσεις φθορισμού της χλωροφύλλης τόσο σε δείγματα προσαρμοσμένα στο φως (Mini-PAM) όσο και σε δείγματα προσαρμοσμένα στο σκοτάδι (Handy-PEA), καθώς και φασματικής ανακλαστικότητας (Polypen RP40) σε άθικτα φύλλα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, η επίδραση με τους δύο καταπονητικούς παράγοντες καθώς και με το συνδυασμό αυτών δεν οδηγεί σε αύξηση της περιεκτικότητας των καροτενοειδών. Αντίθετα, παρατηρείται μία τάση μείωσης της συγκέντρωσης των ολικών χλωροφυλλών, των ολικών καροτενοειδών καθώς και , ξεχωριστά, των επιμέρους καροτενοειδών. Εξαίρεση αποτελεί το αντιοξειδωτικό μόριο: β-καροτένιο, το οποίο αποτελεί πρόδρομο μόριο των υπόλοιπων καροτενοειδών και αυξήθηκε στατιστικώς σημαντικά με την έκθεση σε υψηλές εντάσεις φωτός. Όσον αφορά τους δείκτες λειτουργικότητας του <<κύκλου των ξανθοφυλλών>>, αξίζει να αναφερθεί πως ο δείκτης DEPS είναι εμφανώς χαμηλότερος στα υδατικά καταπονημένα άτομα αλλά και στα άτομα που δέχθηκαν ενδιάμεσες εντάσεις φωτός. Σχετικά με τις φωτοσυνθετικές παραμέτρους, διαπιστώθηκε η διατήρηση ικανοποιητικής φωτοσυνθετικής απόδοσης υπό την επίδραση με τους αναφερθέντες καταπονητικούς παράγοντες. Μάλιστα η διεργασία της φωτοσύνθεσης ενδέχεται να ευνοείται με έκθεση σε υψηλές εντάσεις φωτός, απουσία υδατικής καταπόνησης (άνοδος του δείκτη PItotal). Ακόμη, η οδός της μη φωτοχημικής απόσβεσης, NPQ, υπερέχει στα υδατικά καταπονημένα άτομα και στις συνθήκες φωτισμού. Ωστόσο, σε συνθήκες υψηλού φωτισμού οι διαφορές μεταξύ των δύο υδατικών καταστάσεων εντείνονται. Να τονιστεί ότι ο δείκτης NPQ μεταβάλλεται αντίθετα από τους δείκτες DEPS & VAZ (/ gr DW). Κατά αυτόν τον τρόπο γίνεται κατανοητό πως ο <<κύκλος VAZ>> δεν αποτελεί τη μοναδική συνιστώσα του NPQ. Από τα αποτελέσματα που προέκυψαν εξάγεται το συμπέρασμα, πως αν και ήπια η υδατική καταπόνηση επιδρά σημαντικά στους φυσιολογικούς μηχανισμούς ανάπτυξης των καλλιεργούμενων ατόμων ρόκας. Τέλος, όσον αφορά τις συσχετίσεις των δεικτών ανακλαστικότητας με τις αντίστοιχες συγκεντρώσεις των χρωστικών, καθώς και τις αναλογίες αυτών βρέθηκε πως οι δείκτες mNDI, Chla/b και PRI (σκοτάδι) αποτυπώνουν σε πολύ καλό βαθμό τη συγκέντρωση των ολικών χλωροφυλλών (/cm2) αλλά και των αναλογιών Chlb/a και Car/Chls, αντίστοιχα.Item Embargo Υδρόβια μακρόφυτα των μεσογειακών ποταμών Αχελώου και Ευήνου : περιβαλλοντικοί παράγοντες, υδρογεωμορφολογικά χαρακτηριστικά και ανθρωπογενείς επιδράσεις(2024-03-06) Ξυνογαλά, Ιωάννα; Xynogala, IoannaΗ παρόχθια ζώνη (riparian zone), η παραποτάμια βλάστηση και οι υδρόβιες μακροφυτικές συναθροίσεις, αντιπροσωπεύουν σημαντικά ενδιαιτήματα, που παρέχουν μια σειρά λειτουργιών και υπηρεσιών, σημαντικές για την βιοποικιλότητα και τον άνθρωπο. Η αξιολόγηση της συνολικής κατάστασης των ποτάμιων ενδιαιτημάτων, αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τη διαχείριση των υδάτινων σωμάτων και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Επίσης, συμβάλει καθοριστικά στον προσδιορισμό των στόχων που πρέπει να τεθούν, με σκοπό τη διατήρηση της καλής κατάστασης ή την αποκατάσταση της υποβαθμισμένης ποιότητας των οικοσυστημάτων. Η παρούσα εργασία αφορά τη συγκριτική μελέτη τεσσάρων διαφορετικών μεθόδων, που εφαρμόστηκαν για την αξιολόγηση της ποιότητας του μέσου και κάτω ρου, δύο Μεσογειακών ποταμών της Ελλάδας, του Αχελώου και του Ευήνου. Οι μέθοδοι αξιολόγησης που χρησιμοποιήθηκαν είναι οι Qualitat del Bosc de Ribera (Riparian Forest Quality Index – QBR), Riparian Quality Index (RQI), Landscape Assessment Protocol (LAP) και River Habitat Survey (RHS). Επιπλέον, διερευνήθηκαν οι κύριες υδρογεωμορφολογικές τροποποιήσεις που ασκούνται σε κάθε ποταμό. Τέλος, μελετήθηκε η σύνθεση των υδροβίων μακροφύτων κατά μήκος των ποταμών και η σχέση τους με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες και τις ανθρωπογενείς πιέσεις. Παρά το γεγονός ότι τα κατάντη τμήματα τους υπάγονται στο δίκτυο Natura 2000, έχουν καταγραφεί σημαντικές υδρογεωμορφολογικές αλλοιώσεις. Οι κύριοι στόχοι της παρούσας εργασίας ήταν i) η ανάλυση των αποτελεσμάτων αξιολόγησης της υδρομορφολογικής ποιότητας που προέκυψε από την εφαρμογή των τεσσάρων μεθόδων, ii) η καταγραφή των ανθρωπογενών πιέσεων σε κάθε ενδιαίτημα, iii) η διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών, των πιέσεων και των προτύπων κατανομής και αφθονίας των υδρόβιων μακροφύτων. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από δεκαέξι σταθμούς δειγματοληψίας των δύο ποταμών, κατά τη διάρκεια του έτους 2022 – 2023. Προκειμένου να συγκριθούν οι μέθοδοι αξιολόγησης μεταξύ τους, υπολογίστηκαν τα περιγραφικά στατιστικά τους και κατασκευάστηκαν ιστογράμματα και θηκογράμματα, για τις τιμές των δεικτών. Επίσης, πραγματοποιήθηκε έλεγχος διαφορών Kruskal – Wallis, για τον εντοπισμό στατιστικά σημαντικών διαφορών, όσον αφορά την ποιότητα που κατατάσσει τον κάθε ποταμό, ο εκάστοτε δείκτης. Η διερεύνηση των κύριων υδρογεωμορφολογικών πιέσεων που ασκούνται σε κάθε ποτάμι, επιτεύχθηκε με Ανάλυση Κύριων Συνιστωσών (PCA). Από τα αποτελέσματα φαίνεται ότι ο δείκτης RQI είναι αυτός που κατατάσσει την πλειοψηφία των σταθμών δειγματοληψίας σε ίδια κλάση ποιότητας με τις υπόλοιπες μεθόδους αξιολόγησης, ενώ ο δείκτης LAP παρουσίαζε τις μεγαλύτερες αποκλίσεις. Επίσης, οι δείκτες QBR και HMS, της μεθόδου RHS, έδωσαν χαμηλότερες ταξινομήσεις στην κλάση ποιότητας. Οι μέθοδοι αξιολόγησης δεν έδωσαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στις μέσες τιμές ανάμεσα στα δύο ποτάμια, εκτός από τον δείκτη HMS. Για τον Αχελώο, η ποιότητα της παρόχθιας ζώνης αξιολογείται ως «μέτρια», ενώ δέχεται υδρογεωμορφολογικές τροποποιήσεις κυρίως από τα υδροηλεκτρικά φράγματα και τις αγροτικές δραστηριότητες. Η παρόχθια ζώνη και η παραποτάμια βλάστηση στον Εύηνο βρίσκεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση στο ορεινό σε σχέση με το πεδινό του τμήμα. Καθ’ όλο του το μήκος επηρεάζεται σημαντικά από τις υδρολογικές αλλοιώσεις που επιφέρει το φράγμα, ενώ στα πεδινά έχει υποστεί υψηλές τροποποιήσεις στην κοίτη και τις όχθες του. Η δομή και το χωρικό πρότυπο των μακροφυτικών συναθροίσεων αναλύθηκαν χρησιμοποιώντας μη - Μετρική Πολυδιάστατη Κλιμάκωση (NMDS) και Ανάλυση Ειδών Δεικτών (Indicator Species Analysis – ISA), ενώ οι σχέσεις μεταξύ της σύνθεσης των κοινοτήτων με τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά, εξετάστηκαν μέσω της Ανάλυσης Πλεονασμού (RDA). Τα αποτελέσματα έδειξαν πως η NMDS διαφοροποιεί τους δύο ποταμούς ως προς την σύνθεση των συναθροίσεων των ειδών. Τα χαρακτηριστικά είδη που προκύπτουν από την ISA για τον Αχελώο, περιλαμβάνουν τα ελόφυτα Paspalum dilatatum και Samolus valerandi, τα υδρόφυτα Myriophyllum spicatum και Vallisneria spiralis, καθώς και το υγρόφυτο Plantago lanceolata. Σον Εύηνο, τα χαρακτηριστικά είδη που προκύπτουν από την ISA για τον Εύηνο, περιλαμβάνουν ελόφυτα, πτεριδόφυτα και χλωροφύκη του γένους Cladophora sp. Τα ελόφυτα Nasturtium officinale και Veronica beccabunga απαντώνται στο ορεινό τμήμα του Ευήνου, όπου επικρατούν ημι-φυσικές συνθήκες. Το ελόφυτο Typha angustifolia, ελόφυτα και υγρόφυτα του γένους Cyperus sp., όπως το ελόφυτο Cyperus fuscus, καθώς επίσης πτεριδόφυτα του γένους Equisetum sp., όπως το Equisetum ramosissimum, απαντώνται στο πεδινό τμήμα του Ευήνου, που έχει υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις. Στον Αχελώο, λόγω της μέτριας ταχύτητας της ροής και του λεπτού υποστρώματος, απαντά μεγαλύτερος αριθμός υδρόφυτων συγκριτικά με τον Εύηνο, όπου η γρήγορη ροή και το αδρομερές υπόστρωμα, δεν ευνοούν την ανάπτυξή τους. Οι γεωργικές δραστηριότητες και οι παρεμβάσεις στη γεωμορφολογία των ποταμών, ήταν οι κύριοι παράγοντες καταπόνησης που συσχετίστηκαν ισχυρά με τα μακρόφυτα. Στους Μεσογειακούς ποταμούς μεσαίου μεγέθους, η δομή των κοινοτήτων συνδέεται με τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά και τις ανθρωπογενείς επιδράσεις. Τα πεδινά τμήματα των ποταμών είναι αυτά που δέχονται τις περισσότερες παρεμβάσεις και υδρογεωμορφολογικές τροποποιήσεις. Αυτό έχει οδηγήσει στην αλλοίωση των φυσικών χαρακτηριστικών της παρόχθιας ζώνης και της παραποτάμιας βλάστησης, καθώς και στη διαμόρφωση της σύνθεσης και της δομής των υδρόβιων μακροφύτων. Για την ολοκληρωμένη αξιολόγηση της ποιότητας του ποτάμιου ενδιαιτήματος και των πιέσεων που ασκούνται σε αυτό, προτείνεται η συμπληρωματική χρήση των μεθόδων αξιολόγησης, καθώς και η παρακολούθηση των βιολογικών ποιοτικών δεικτών, στο πλαίσιο εφαρμογής της Οδηγίας Πλαίσιο για την προστασία των εσωτερικών υδάτων.Item Open Access Κριτήρια για τη δημιουργία ζωνών προστασίας και διατήρησης σε προστατευόμενες περιοχές : η περίπτωση του Εθνικού Πάρκου Κοτυχίου-Στροφυλιάς(2024-02-28) Λαμπροπούλου, Εύα; Lampropoulou, EvaΑντικείμενο της παρούσας διπλωματικής εργασίας αποτελεί η υλοποίηση ενός μοντέλου διαχείρισης και προστασίας στην προστατευόμενη περιοχή του Εθνικού Πάρκου Κοτυχίου – Στροφυλιάς, με σκοπό τη ζωνοποίηση, χρησιμοποιώντας ως κριτήριο τη σημαντικότητα των τύπων οικοτόπων και των ειδών χλωρίδας και πανίδας που αυτή φιλοξενεί. Συγκεκριμένα, μελετήθηκαν τρεις χερσαίες περιοχές του δικτύου Natura 2000: GR2320001, GR2330006, GR2330007. Τα δεδομένα αντλήθηκαν από την επίσημη ιστοσελίδα NATURA 2000 - STANDARD DATA FORM για τους τύπους οικοτόπων και τα είδη πανίδας, ενώ τα αντίστοιχα δεδομένα για τα φυτικά είδη συγκεντρώθηκαν από τη βάση δεδομένων της χαρτογράφησης των τύπων οικοτόπων του Δικτύου Natura 2000, συνδυαστικά με αυτά της βάσης δεδομένων Flora Hellenica. Μετά από επεξεργασία των δεδομένων σε υπολογιστικά φύλλα excel, αποδόθηκε σε χάρτη η ζωνοποίηση των χερσαίων περιοχών, χρησιμοποιώντας το λογισμικό QGIS. Στο τελευταίο στάδιο της παρούσας εργασίας επισημαίνονται τα πιο σημαντικά συμπεράσματα που προέκυψαν και προτείνονται διαχειριστικά μέτρα για τα επίπεδα ζώνωσης αλλά και κύριες λύσεις με σκοπό την αποφυγή της περαιτέρω υποβάθμισης του μοναδικού αυτού φυσικού οικοσυστήματος.Item Open Access Η μύγα της Μεσογείου Ceratitis capitata : μια συγκριτική μελέτη μεθοδολογιών ελέγχου φυσικού πληθυσμού μέσω της κυτταροπλασματικής ασυμβατότητας(2024-01-19) Κωτσαδάμ, Ελένη; Kotsadam, EleniΗ μύγα της Μεσογείου (medfly) Ceratitis capitata (Diptera: Tephritidae) είναι ένα κοσμοπολίτικο γεωργικό παράσιτο υψηλής οικονομικής σημασίας. Αποτελεί πρότυπο για την ανάπτυξη στρατηγικών καταπολέμησης παρασίτων που προκαλούν στειρότητα σε φυσικούς πληθυσμούς, όπως η τεχνική του στείρου εντόμου (SIT). Η SIT είναι μια φιλική προς το περιβάλλον μέθοδος ελέγχου, όπου μεγάλος αριθμός στείρων αρσενικών απελευθερώνεται στην περιοχή-στόχο, για να ζευγαρώσουν με τα θηλυκά του φυσικού πληθυσμού. Στην medfly, οι απελευθερώσεις μόνο αρσενικών είναι πιο αποτελεσματικές, λόγω της ύπαρξης στελεχών γενετικού διαχωρισμού του φύλου (GSS), με την τελευταία γενιά των GSS Vienna7 και Vienna8 να χρησιμοποιείται σε εγκαταστάσεις μαζικής εκτροφής παγκοσμίως. Η Wolbachia pipientis είναι ένα υποχρεωτικό ενδοκυτταρικό, μητρικά κληρονομούμενο βακτήριο που ανήκει στα αρνητικά κατά Gram α-πρωτεοβακτήρια. Βρίσκεται κυρίως στους αναπαραγωγικούς ιστούς των αρθροπόδων και είναι υπεύθυνο για την επαγωγή διαφόρων αναπαραγωγικών αλλοιώσεων, συμπεριλαμβανομένης της θηλυκοποίησης, της παρθενογένεσης, της θανάτωσης των αρσενικών και της κυτταροπλασματικής ασυμβατότητας (CI). Ο πιο κοινός φαινότυπος είναι ο CI και μπορεί να είναι είτε μονόδρομος είτε αμφίδρομος. Η medfly δεν είναι τυπικός ξενιστής για τη Wolbachia, οπότε έχει προταθεί η τεχνική του ασύμβατου εντόμου (Incompatible Insect Technique, IIT) εναντίον της και τις τελευταίες δύο δεκαετίες, στελέχη Wolbachia έχουν μεταφερθεί στη medfly (wCer2 και wCer4) χρησιμοποιώντας το συγγενικό είδος Rhagoletis cerasi ως δότη. Στην παρούσα εργασία, κατασκευάστηκαν Vienna8D53- GSS που φιλοξενούν Wolbachia (wCer2 ή wCer4), μέσω γενετικών διασταυρώσεων με στελέχη medfly που είχαν ήδη αναπτυχθεί και μολυνθεί με Wolbachia. Τα νέα στελέχη GSS Vienna8D53-[wCer2] και Vienna8D53-[wCer4] όσο και τα τυπικά Vienna8D53- προσδιορίστηκαν μοριακά σε σχέση με την παρουσία/απουσία Wolbachia και τον χαρακτηρισμό του στελέχους Wolbachia που φέρουν με απομόνωση DNA και αντίδραση PCR. Προκειμένου να διαπιστωθεί η επίδραση της μετάλλαξης tsl σε συνδυασμό με το φυλετικό χρωματικό διμορφισμό των βομβυκίων υποβλήθηκαν κατά το εμβρυικό στάδιο σε θερμική επεξεργασία (25, 34 και 35 οC) και πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις σε όλα τα αναπτυξιακά στάδια για να διαπιστωθεί η θερμοκρασιακή ευαισθησία και το λευκό χρώμα των θηλυκών ομόζυγων για τους γενετικούς δείκτες wp/tsl. Επίσης, ελέγχθηκε η γενετική σταθερότητα των στελεχών για δέκα συνεχόμενες γενιές με απομάκρυνση ανασυνδυασμών σε κάθε γενιά. Ακόμη, η γενετική σταθερότητα των GSS μελετήθηκε για πέντε συνεχόμενες γενιές με απομάκρυνση ανασυνδυασμών σε κάθε γενιά και χωρίς παρέμβαση. Η παραγωγικότητα και εκκολαψιμότητα των στελεχών μελετήθηκε μέσω ατομικών διασταυρώσεων (κάθε πιθανός συνδυασμός) μετρήθηκε ο αριθμός των αυγών και το ποσοστό εκκόλαψης σε όλη τη διάρκεια ζωής κάθε ζεύγους. Η ανταγωνιστικότητα των αρσενικών GSS που φέρουν Wolbachia σε σχέση με τα τυπικά Vienna8D53- μελετήθηκε μέσω διασταυρώσεων αναλογίας 1:1:0, 1:1:1 και 1:1:5. Μετρήθηκε ο αριθμός των αυγών και το ποσοστό εκκόλαψης σε όλη τη διάρκεια ζωής των ενηλίκων και υπολογίστηκε ο δείκτης ανταγωνισμού (C- Competitiveness) και το ποσοστό επαγόμενης στειρότητας (%IS- Induced Sterility). Από τα παραπάνω διαπιστώθηκε ότι i) η παρουσία της Wolbachia είναι σταθερή στα νέα στελέχη για τις γενιές (έως F10) που μελετήθηκαν, ii) τα νέα στελέχη όσο και τα τυπικά παρουσιάζουν τον αναμενόμενο γενετικό χαρακτήρα φύλου τόσο στο χρωματικό διμορφισμό των βομβυκίων όσο και στην θερμοκρασιακή ευαισθησία iii) είναι γενετικά σταθερά όταν φιλτράρονται σε κάθε γενιά και για τουλάχιστον πέντε γενιές χωρίς να φιλτράρονται σε μαζικές συνθήκες εκτροφής εργαστηριακής κλίμακας iii) τα αρσενικά Vienna8D53- GSS με Wolbachia επάγουν 100% μονόδρομο και αμφίδρομο CI φαινότυπο που είναι σταθερός σε όλη τη διάρκεια ζωής τους, όντας κατάλληλα για σκοπούς ΙΙΤ για τη δυνητική καταστολή πληθυσμών σε συνθήκες εργαστηριακής κλίμακας.Item Open Access Εποχικά και χωρικά πρότυπα στη χρήση του Σπηλαίου των Λιμνών από τα χειρόπτερα(2024-01-09) Καντζαρίδου, Μαρία; Kantzaridou, MariaΤο Σπήλαιο των Λιμνών είναι ένας ιδιαίτερος βιότοπος καθώς συνδυάζει την τουριστική αξιοποίηση με τον υψηλό πλούτο ειδών Χειροπτέρων και άλλων ζώων, εκ των οποίων κάποια υπάρχουν σε μεγάλη αφθονία. Οι οικολογικές αυτές αξίες διατηρήθηκαν χάρη στην αδυναμία πρόσβασης των ανθρώπων στις κρισίμως σημαντικές αίθουσες κοντά στη φυσική είσοδο, όπου φιλοξενείται η μεγαλύτερη αποικία νυχτερίδων στον ελλαδικό χώρο. Αν και ο μέγιστος καταγεγραμμένος αριθμός νυχτερίδων έχει εντοπιστεί σε αίθουσες του σπηλαίου που προηγούνται της τουριστικής διαδρομής κατά τους χειμερινούς μήνες, υπάρχουν ενδείξεις δραστηριότητας Χειροπτέρων εντός του σπηλαίου και τις υπόλοιπες εποχές, εντούτοις κατά μήκος της τουριστικής διαδρομής - ενώ δε γνωρίζουμε τι ισχύει για τις τελευταίες αίθουσες του σπηλαίου που έπονται της τουριστικής διαδρομής. Οι περισσότερες θέσεις καταφυγής που χρησιμοποιούν οι νυχτερίδες από την άνοιξη έως και το φθινόπωρο εντοπίζονται μάλλον σε μη προσβάσιμα σημεία για τους επισκέπτες, ψηλότερα της τουριστικής διαδρομής. Συνεπώς, δεν γνωρίζουμε το μέγεθος του πληθυσμού των Χειροπτέρων που φιλοξενούνται στο Σπήλαιο των Λιμνών κατά τις εποχές άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο - ούτε τις επιμέρους θέσεις που αξιοποιούνται από τα Χειρόπτερα και αν αυτές αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Στην παρούσα διπλωματική εργασία χωρίσαμε το Σπήλαιο των Λιμνών σε επιμέρους τμήματα και προσπαθήσαμε να εντοπίσουμε τις αίθουσες/θέσεις όπου δραστηριοποιούνται και συναθροίζονται οι νυχτερίδες σε κάθε εποχή. Επιπλέον, μελετήσαμε τις συνήθειες του είδους της τάξης των Χειροπτέρων που συνιστά τις μεγαλύτερες συναθροίσεις εντός του σπηλαίου, της Πτερυγονυχτερίδας Miniopterus schreibersii (Kuhl, 1817). Από τον Δεκέμβριο του 2021 έως και τον Ιούνιο του 2023, επιθεωρούσαμε τακτικά το σπήλαιο, φωτογραφίζαμε τις συναθροίσεις των νυχτερίδων και ηχογραφούσαμε με παθητικούς δέκτες υπερήχων την πτητική δραστηριότητά τους κατά το σούρουπο. Αξιολογώντας τις συστηματικές παθητικές ηχογραφήσεις Χειροπτέρων σε έξι καθορισμένους σταθμούς κατά μήκος των πρώτων 570 μέτρων του σπηλαίου για ενάμιση χρόνο, μπορούμε με ασφάλεια να συμπεράνουμε ότι οι αίθουσες που βρίσκονται κοντά στη φυσική είσοδο καθώς και όλο το τουριστικά αξιοποιούμενο τμήμα χρησιμοποιούνται από τα Χειρόπτερα. Το χειμώνα του 2023 καταγράφηκε η μεγαλύτερη αποικία Χειροπτέρων για την Ελλάδα, με περισσότερες από 29000 νυχτερίδες να συναθροίζονται κοντά στη φυσική είσοδο, εκ των οποίων οι περισσότερες ανήκαν στο είδος M. schreibersii. Διαπιστώσαμε ότι την άνοιξη χιλιάδες άτομα του είδους M. schreibersii καθώς και άτομα από άλλα είδη της τάξης των Χειροπτέρων καταφεύγουν στο τουριστικά αξιοποιούμενο τμήμα του σπηλαίου, σε θέσεις που τις περισσότερες φορές δεν τα βλέπουμε αλλά τα αντιλαμβανόμαστε είτε από βιοδηλωτικά στοιχεία είτε τα καταμετρούμε να εξέρχονται από το σπήλαιο κατά το σούρουπο. Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, άτομα του M. schreibersii παραμένουν στο σπήλαιο, αλλά σε μικρότερους αριθμούς. Τα ευρήματά μας ενίσχυσαν τη γνώση μας για τις οικολογικές συνήθειες του είδους Miniopterus schreibersii στην Ελλάδα. Διαπιστώσαμε πως κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η εξωτερική θερμοκρασία συσχετίζεται θετικά με το πόσο δραστήριες είναι οι πτερυγονυχτερίδες στη φυσική είσοδο του σπηλαίου κατά τις ώρες της εξόδου προς αναζήτηση τροφής. Τέλος, τεκμηριώσαμε ότι ο αριθμός των συναθροιζόμενων πτερυγονυχτερίδων κοντά στη φυσική είσοδο του σπηλαίου την περίοδο του χειμώνα σχετίζεται αρνητικά την εξωτερική θερμοκρασία.Item Open Access Προσαρμογή της φωτοσυνθετικής συσκευής σε συνθήκες υπερσυσσώρευσης νικελίου και υδατικής καταπόνησης(2023-12-05) Χριστοπούλου, Κωνσταντίνα; Christopoulou, KonstantinaΗ μεγέθυνση της ανθρώπινης οικονομικής δραστηριότητας και ιδιαίτερα του παράγοντα της βιομηχανίας, έχει οδηγήσει στην εκτεταμένη συσσώρευση βαρέων μετάλλων στα εδάφη. Τα βαρέα μέταλλα μπορεί να παρεμποδίσουν την εύρυθμη μεταβολική λειτουργία ευαίσθητων φυτικών ειδών, επηρεάζοντας δυσμενώς την ανάπτυξη και την επιβίωσή τους. Ωστόσο, ορισμένα κατάλληλα προσαρμοσμένα είδη, γνωστά ως υπερσυσσωρευτές, δύνανται να αναπτύσσονται σε μεταλλοφόρα εδάφη συσσωρεύοντας εξαιρετικά υψηλές ποσότητες βαρέων μετάλλων, χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα τοξικότητας. Τα είδη υπερσυσσωρευτές χρησιμοποιούνται στην απορρύπανση εδαφών και στην εξόρυξη μετάλλων ενώ παρουσιάζουν ενδιαφέρον ως προς τις στρατηγικές διαχείρισης του νερού καθώς ευδοκιμούν σε εδάφη με ιδιαίτερα χαμηλή διαθεσιμότητα. Οι διαθέσιμες πληροφορίες αναφορικά με την απόκριση των ειδών υπερσυσσωρευτών στην υδατική καταπόνηση αλλά και τις επιδράσεις των μετάλλων στη φωτοσυνθετική τους λειτουργία είναι σχετικά περιορισμένες. Ως εκ τούτου, στην παρούσα εργασία μελετήθηκαν τα Μεσογειακά είδη Centaurea thracica και Bornmuellera emarginata που διαθέτουν ικανότητα υπερσυσσώρευσης νικελίου και αναπτύσσονται σε σερπεντινικά εδάφη στη φύση. Τα είδη αναπτύχθηκαν σε τύρφη (απουσία μετάλλων) ή σε σερπεντινικό έδαφος (υψηλή συγκέντρωση νικελίου) ενώ σε επόμενο χρόνο υποβλήθηκαν σε μέτρια υδατική καταπόνηση με στόχο να ελεγχθεί η επίδραση διαφορετικών τύπων υποστρώματος στην ανάπτυξη και την φωτοσυνθετική ικανότητα των ειδών καθώς και η υδατική τους κατάσταση σε συνθήκες ξηρασίας. Προκειμένου να εκτιμηθούν οι παραπάνω παράγοντες μετρήθηκαν αντίστοιχα μορφολογικά-λειτουργικά χαρακτηριστικά, παράμετροι ανακλαστικότητας και φθορισμού στα φύλλα. Η ανάλυση των δεδομένων έδειξε πως ο εδαφικός τύπος δεν επηρεάζει την ανάπτυξη των ειδών ενώ οι αποδόσεις ροής ηλεκτρονίων στα φωτοσυστήματα αυξάνονται στο σερπεντινικό έδαφος σε συνθήκες υδατικής επάρκειας, με το είδος Β.emarginata να παρουσιάζει αυξημένη ταχύτητα ροής ηλεκτρονίων. Ο αριθμός των φύλλων επηρεάστηκε από τον τύπο υποστρώματος και στα δύο είδη, τα οποία παρήγαγαν λιγότερα φύλλα σε σερπεντινικό υπόστρωμα ανεξάρτητα από την υδατική τους κατάσταση. Ακόμα, σημειώθηκε τάση για μικρότερη βιομάζα και επιφάνεια φύλλων στο σερπεντινικό υπόστρωμα και στατιστικά σημαντική μείωση της βιoμάζας των βλαστών και των ριζών στο είδος B.emarginata. Στο ίδιο είδος μειώθηκε η αποδοτικότητα ροής των ηλεκτρονίων στο σερπεντινκό υπόστρωμα ως επίδραση της υδατικής καταπόνησης.Item Open Access Χρήση βιοφυσικών φωτοσυνθετικών δεικτών για την εκτίμηση της επίδρασης του ενδοφυτικού μύκητα bauveria bassiana στη υδατική και θερμοκρασιακή καταπόνηση του φυτού capsicum annum(2023-12-19) Παπαπάνου, Αγγελική; Papapanou, AngelikiΤα ενδόφυτα επηρεάζουν την ανάπτυξη των φυτών, επιδρώντας στη φωτοσύνθεση, στην απορρόφηση ανόργανων θρεπτικών στοιχείων, στα επίπεδα των φυτοορμονών και σε πολλούς άλλους φυσιολογικούς μηχανισμούς, προσφέροντας εκτός των άλλων προστασία έναντι των φυτοφάγων εντόμων. Επιπλέον, μπορούν να ρυθμίζουν διάφορες φωτοσυνθετικές παραμέτρους και την απόκριση της φωτοσύνθεσης σε παράγοντες του περιβάλλοντος. Η παρούσα μελέτη διερευνά την επίδραση του ενδοφυτικού μύκητα Β.Bassiana σε υδατική και θερμοκρασιακή καταπόνηση του φυτού Capsicum annum. Για το σκοπό αυτό πραγματοποιήθηκαν 2 ξεχωριστά πειράματα. 20 ημέρες πριν την έναρξη του κάθε πειράματος, πραγματοποιήθηκε ριζοπότισμα με εναιώρημα κονιδίων του μύκητα Bauveria bassiana στα φυτά πιπεριάς που θα χρησιμοποιούνταν στους αντίστοιχους χειρισμούς. Στο πρώτο πείραμα καταγράφηκαν οι φωτοσυνθετικοί παράμετροι σε φυτά που αναπτύσσονταν σε θερμοκρασίες είτε 25οC είτε 9οC, παρουσία και απουσία του μύκητα Bauveria bassiana. Οι μετρήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά την έναρξη του πειράματος, καθώς και 8 και 30 ημέρες μετά την έναρξη του πειράματος. Στο δεύτερο πείραμα, χρησιμοποιήθηκαν νέα φυτά και προστέθηκε ο χειρισμός της υδατικής καταπόνησης πλέον του χειρισμού της θερμοκρασίας και της παρουσίας ή απουσίας μύκητα. Η παρουσία του ενδοφύτου σε θερμοκρασία ανάπτυξης των φυτών 25οC δεν είχε καμία επίδραση στη φωτοσύνθεση, ωστόσο, η υδατική καταπόνηση επηρέασε αρνητικά όλες τις παραμέτρους και ειδικά τους δείκτες αποδοτικότητας της ροής των ηλεκτρονίων καθώς και την ταχύτητα ροής των ηλεκτρονίων. Παρουσία του ενδοφύτου, όλες οι επιδράσεις της υδατικής καταπόνησης ήταν μικρότερες, κάνοντας φανερή την ευεργετική επίδραση της συμβίωσης όταν συνυπάρχει κάποιος παράγοντας καταπόνησης. 30 ημέρες μετά από επανυδάτωση, καταγράφηκε πλήρης ανάκαμψη στα πρό της καταπόνησης επίπεδα, άσχετα από την παρουσία ενδοφύτου, και συνεπώς, η προστασία αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη τουλάχιστον σε συνθήκες ήπιας υδατικής καταπόνησης. Στους 9οC, δηλαδή σε θερμοκρασία η οποία θεωρείται καταπονητική για τα φυτά πιπεριάς, οι δείκτες της φωτοσύνθεσης ήταν μειωμένοι σε σύγκριση με τους αντίστοιχους στους 25οC. Η παρουσία του ενδοφύτου, διατήρησε τους δείκτες σε σχετικά υψηλότερα επίπεδα, υποδηλώνοντας ότι αναιρεί το αρνητικό αποτέλεσμα του ψύχους. Κάτω από υδατική καταπόνηση τα φυτά υπέστησαν περαιτέρω μείωση στις φωτοσυνθετικές αποδόσεις ενώ παράλληλα, η προστασία που προσέφερε το ενδόφυτο ήταν παρόμοια με την αντίστοιχη στους 25οC. Γενικά, η παρουσία του ενδοφύτου επέδρασε μεν θετικά αλλά σε πολύ μικρό βαθμό στην προστασία από την υδατική καταπόνηση στους 9οC σε σχέση με τους 25οC. Συνεπώς, φαίνεται ότι η αρνητική επίδραση της χαμηλής θερμοκρασίας όταν συνυπάρχει με την υδατική καταπόνηση ελλατώνει δραστικά τη δυνατότητα της συμβίωσης να δράσει θετικά για το φυτό.Item Open Access Σύγκριση της ποικιλότητας φυτών και ασπονδύλων σε κοινότητες με Quercus alnifolia στην Κύπρο(2023-07-20) Κωνσταντίνου, Γιάννης; Constantinou, IoannisΤο είδος Quercus alnifolia, η κυπριακή ενδημική βαλανιδιά, ένα εμβληματικό είδος για την Κύπρο, αναπτύσσεται σε υψόμετρο 600–1525m. Σχηματίζει φυτοκοινότητες που εκτείνονται σε ολόκληρη την οροσειρά του Τροόδους, και εμφανίζεται σε αμιγείς συστάδες, σε μίξη με άλλα είδη, ή ακόμη στον υπόροφο πευκοδασών. Στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, μελετήθηκαν έξι φυτοκοινότητες στις οποίες συμμετέχει το είδος Q. alnifolia ως κυρίαρχο όπως, στις αμιγείς διαπλάσεις με το είδος, ή στον υπόροφο, όπως στις κοινότητες με Pinus nigra subsp. pallasiana, με P. nigra ssp. και P. brutia, με P. brutia, με Cedrus brevifolia και P. brutia και τέλος με C. brevifolia. Οι φυτοκοινότητες εντοπίζονται σε δύο περιοχές του δικτύου NATURA 2000. Πραγματοποιήθηκε εποχική καταγραφή των αγγειωδών φυτών εντός δειγματοληπτικών επιφανειών και αξιολογήθηκε η κατάσταση διατήρησης των τύπων οικοτόπων. Εντός των φυτοκοινοτήτων, τοποθετήθηκαν παγίδες παρεμβολής για τη σύλληψη ασπονδύλων σε τρεις περιόδους, με κύρια έμφαση στα είδη των οικογενειών Tenebrionidae και Carabidae και με παράλληλη καταγραφή των φυτικών ειδών. Επίσης, συλλέχθηκαν δεδομένα ατμοσφαιρικά, εδαφικά, φυλλοστρωμνής και αναγέννησης. Στις φυτοκοινότητες καταγράφηκαν 73 φυτικά taxa, κολεόπτερα που ανήκουν σε 32 οικογένειες και 36 taxa των οικογενειών Carabidae-Tenebrionidae. Οι σημαντικότεροι αβιοτικοί παράγοντες που διαμορφώνουν την ποικιλότητα φυτών και εδαφόβιων κολεοπτέρων αναγνωρίστηκαν. Η παρούσα μελέτη θα αποτελέσει τη βάση για την αξιολόγηση των μελλοντικών αλλαγών των βιοκοινοτήτων, στο πλαίσιο των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στον ημιάνυδρο νησιωτικό βιόκοσμο της Κύπρου.Item Open Access Ταξινομική και λειτουργική ποικιλότητα φυτικών ειδών στο μικρονησιωτικό σύμπλεγμα της Λέρου : λειτουργικά χαρακτηριστικά, πιέσεις – απειλές, προτάσεις διαχείρισης(2023-10-17) Σκοτάδη, Μαρία; Skotadi, MariaΟ μεγάλος αριθμός νησιών και νησίδων που βρίσκονται διάσπαρτα στο Αιγαίο είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής γεωγραφίας. Λόγω των ιδιαίτερων γεωγραφικών, κλιματικών και βιολογικών συνθηκών τους, τα νησιά θεωρούνται ευαίσθητα και εύθραυστα οικοσυστήματα. Αποτελούν σημαντικό φυσικό κεφάλαιο, μεγάλης επιστημονικής και αισθητικής αξίας. Οι ανθρωπογενείς επιδράσεις, η κλιματική αλλαγή, ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων, οι αλλαγές χρήσης γης επηρεάζουν σημαντικά και τις νησιωτικές φυτοκοινότητες. Είναι σημαντικό να έχουν διερευνηθεί οι αλληλεπιδράσεις βιοτικών και αβιοτικών παραμέτρων κάτω από τις δύσκολες συνθήκες στα νησιωτικά οικοσυστήματα και ιδιαίτερα στις βραχονησίδες. Τα νησιά ποικίλλουν ως προς τις γεωγραφικές παραμέτρους: γεωγραφικές συντεταγμένες, έκταση, υψόμετρο, περίοδος απομόνωσης κ.λπ. και αυτές σε συνδυασμό με τις επιδράσεις από τον άνθρωπο συμβάλλουν στη διαμόρφωση της χλωριδικής ποικιλότητας των νησιών. Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, διερευνήθηκε η ταξινομική και λειτουργική ποικιλότητα του μικρονησιωτικού συμπλέγματος της Λέρου, στο Ανατολικό Αιγαίο. Δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με όλα τα διαθέσιμα δεδομένα από τη βιβλιογραφία και από την εργασία πεδίου που διεξήχθη από την άνοιξη του 2021 έως το φθινόπωρο του 2022. Μέχρι σήμερα, στο νησιωτικό σύμπλεγμα έχουν καταγραφεί 697 taxa που ανήκουν σε 87 οικογένειες και 322 γένη. Τα λειτουργικά χαρακτηριστικά που μελετήθηκαν περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη βιομορφή, τη διάρκεια ζωής, το μέγιστο ύψος των φυτών, τα άνθη, τις ταξιανθίες, τους τύπους καρπών και σπερμάτων, τον τρόπο διασποράς των σπερμάτων και καρπών, το χρώμα των ανθέων, τον τρόπο επικονίασης, το σχήμα και το μέγεθος των φύλλων κ.λπ. στο σύνολο των φυτικών taxa που βρίσκονται στο μικρονησιωτικό σύμπλεγμα της Λέρου, το νησί της Λέρου και τις 16 μικρονησίδες που το περιβάλλουν, και στις πιο πλούσιες οικογένειες (Fabaceae, Asteraceae, Poaceae, Lamiaceae και Apiaceae).Item Open Access Μελέτη της επίδρασης μίγματος μεθυλ- και πρόπυλ-παραμπενίων (MeP & PrP, αντίστοιχα) στην ανάπτυξη μικροφυκών(2023-09-19) Μπιλίδα, Άννα; Bilida, AnnaΤα parabens (αλκυλ-εστέρες του 4p-υδροξυ-βενζοϊκού οξέος) ανήκουν στην κατηγορία των αναδυόμενων ρύπων και αποτελούν συντηρητικά με ευρεία χρήση σε φαρμακευτικά προϊόντα και προϊόντα ομορφιάς. Εξαιτίας της αυξανόμενης χρήσης τους και της μη αποτελεσματικής απομάκρυνσής τους από τις μονάδες επεξεργασίας λυμάτων, έχει παρατηρηθεί αυξημένη συγκέντρωση στο περιβάλλον, και ειδικότερα στα υδάτινα οικοσυστήματα, με τις ισομορφές methyl- και propyl- paraben (MeP και PrP, αντίστοιχα) να είναι οι πιο διαδεδομένες. Ωστόσο, εξαιτίας της περιορισμένης μελέτη τους, οι πληροφορίες για τις τοξικές επιδράσεις τους στα οικοσυστήματα αυτά είναι περιορισμένες. Η παρούσα μελέτη διερευνά τις πιθανές επιπτώσεις του μίγματος MeP – PrP σε μονοκύτταρους φυτοπλακτικούς οργανισμούς (Dunaliella tertiolecta και Scenedesmus rubescens). Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε έκθεση των μικροφυκών σε μίγμα διαφορετικών συγκεντρώσεων MeP-PrP (αναλογία 1:1, συγκεντρώσεις 0,5 – 10 μg L-1) για χρονικό διάστημα 72h και ακολούθησε προσδιορισμός του ρυθμού ανάπτυξης των καλλιεργειών, καθώς και αλλαγές στα επίπεδα παραμέτρων (χλωροφύλλες a και b, καροτενοειδή, παράμετροι φθορισμού, ETR) που σχετίζονται με το φωτοσυνθετικό μηχανισμό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, το μίγμα των MeP-PrP προκάλεσε σημαντική αναστολή της ανάπτυξης του είδους Dunaliella tertiolecta τις πρώτες ημέρες έκθεσης (24-48h), με παράλληλη αύξηση των επιπέδων της χλωροφύλλης a και b, καθώς και των καροτενοϊδών. Στο είδος Scenedesmus rubescens, παρατηρήθηκε σημαντική αναστολή της ανάπτυξης της καλλιέργειας, ενώ τα επίπεδα των φωτοσυνθετικών χρωστικών και οι παράμετροι που προέκυψαν από τον φθορισμό της Chla παρέμειναν ανεπηρέαστοι. Διαφορές παρατηρήθηκαν και στα δύο είδη στην ταχύτητα ροής των ηλεκτρονίων (ETR) σε συνάρτηση με την ένταση του φωτός (PAR) στις 72h, με χαρακτηριστική δοσο-εξαρτώμενη μείωση στις υψηλές εντάσεις φωτός. Μεταβολές καταγράφηκαν και στην μέγιστη ταχύτητα ροής ηλεκτρονίων, rETRmax, σε συνάρτηση με τη συγκέντρωση του μίγματος, καθώς στις καλλιέργειες με υψηλή περιεκτικότητα σε parabens καταγράφηκαν χαμηλότερες rETRmax. Τέλος, η τιμής της ακτινοβολίας στην οποία επιτυγχάνεται η μέγιστη ροή ηλεκτρονίων (Im), καθώς και η αντίστοιχη τιμή στην οποία παρατηρείται ο κορεσμός της φωτοσύνθεσης (Ek) αυξάνει με την αύξηση της συγκέντρωσης του μίγματος. Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης υποδεικνύουν ότι μίγματα MeP-PrP μπορεί να προκαλέσουν επιβράδυνση της ανάπτυξης των μικροφυκών, με ειδο-εξαρτώμενες μεταβολές αφενός στα επίπεδα χλωροφυλλών και καροτενοειδών και αφετέρου στη λειτουργία της φωτοσυνθετικής συσκευής (φωτοσυνθετική απόδοση, ταχύτητα ροής ηλεκτρονίων, ικανότητα εγκλιματισμού σε διαφορετικές εντάσεις φωτός του περιβάλλοντος), που πιθανό να οφείλονται στις διαφορετικές φωτοσυνθετικές και προστατευτικές αποκρίσεις τους, καθώς και στη δράση των parabens στις κυτταρικές μεμβράνες και στην έκφραση γονιδίων.Item Open Access Δομική βιοχημεία : μελέτη βιολογικών μακρομορίων με στόχο τη βελτίωση φαρμακευτικών σκευασμάτων(2023-10-24) Αθανασιάδου, Μαρία; Athanasiadou, MariaΤο ερευνητικό μέρος της παρούσας μεταπτυχιακής διπλωματικής εργασίας εκπονήθηκε στην ερευνητική ομάδα Βιοχημείας, Δομικής Βιολογίας και Κρυσταλλογραφίας Ακτίνων Χ, του Τομέα Γενετικής, Βιολογίας Κυττάρου και Ανάπτυξης, του Τμήματος Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, κατά το χρονικό διάστημα 2021-2023. Η μελέτη που πραγματεύεται η παρούσα μεταπτυχιακή εργασία διαχωρίζεται σε τρεις κύριους άξονες. O πρώτος άξονας αφορά την πολυπαραμετρική διερεύνηση του μοριακού και κρυσταλλικού πολυμορφισμού της ανθρώπινης ινσουλίνης παρουσία της φαινόλης ως οργανικού προσδέτη. Στην παρούσα διατριβή εξετάστηκε η συμπεριφορά της ινσουλίνης σε ένα εύρος βιοχημικών συνθηκών. Τα συμπεράσματα αυτής της μελέτης είναι καίριας σημασίας για την πολυετή προσπάθεια προσδιορισμού φαρμακευτικών μικροκρυσταλλικών σκευασμάτων για την αντιμετώπιση του διαβήτη με βελτιωμένα χαρακτηριστικά φαρμακοκινητικής. Τα πειράματα διενεργήθηκαν τόσο στις εργαστηριακές εγκαταστάσεις όσο και στην Ευρωπαϊκή εγκατάσταση ακτινοβολίας Σύγχροτρον (European Synchrotron Radiation Facility/ ESRF) και συγκεκριμένα στον πειραματικό σταθμό ID22, με την απόκτηση της καλύτερης δυνατής ποιότητας δεδομένων από το ESRF να αναδεικνύει νέες προοπτικές στην επίλυση δομών βιολογικών μακρομορίων μέσω της περίθλασης ακτίνων Χ από πολυκρυσταλλικά δείγματα (Χ-ray Powder Diffraction / XRPD). Η εξαιρετικά σημαντική βελτίωση της ευκρίνειας των δεδομένων XRPD έπειτα από την αναβάθμιση του ESRF σε τέταρτης γενιάς κυκλικό επιταχυντή, καθώς και η αξιοποίηση ενός νέου αλγορίθμου επεξεργασίας των δεδομένων στον σταθμό ID22 δημιουργεί νέες προσδοκίες για την αποτελεσματικότερη ανάλυση δεδομένων XRPD, καθώς και για την ακριβέστερη επίλυση δομής με βελτιωμένη ατομική ευκρίνεια. Ο δεύτερος άξονας έρευνας, αφορά στην πραγματοποίηση πειραμάτων κρυστάλλωσης του φαρμακευτικού πεπτιδίου Exenatide, ενός αγωνιστή του υποδοχέα του παρόμοιου με τη γλυκαγόνη πεπτιδίου-1 (GLP-1) που υποβοηθά την αύξηση της παραγωγής ινσουλίνης. Η εργασία αυτή εκπονήθηκε σε συνδυασμό με τη διερεύνηση του κρυσταλλικού πολυμορφισμού της ανθρώπινης ινσουλίνης στα πλαίσια της βελτίωσης των φαρμάκων για την αντιμετώπιση του διαβήτη. Απώτερος στόχος υπήρξε η παραγωγή κρυσταλλικού δείγματος, εφαρμόζοντας διαφορετικά πρωτόκολλα κρυστάλλωσης τόσο για την παραγωγή πολυκρυσταλλικού δείγματος όσο και μονοκρυστάλλων, προκειμένου να αποσαφηνιστεί η δομή και η λειτουργία του πεπτιδίου Exenatide. Σημειώνεται πως έως σήμερα δεν υπάρχουν δομικά μοντέλα κατατεθειμένα στη βάση δεδομένων Protein Data Bank (PDB) για το συγκεκριμένο μόριο από κρυσταλλογραφία ακτίνων Χ. Τρίτο άξονα αποτελεί η μελέτη της επίδρασης της σχετικής υγρασίας σε συνδυασμό με τη θερμοκρασία σε πολυκρυσταλλικά δείγματα του φαρμακευτικού πεπτιδίου Octreotide, του οποίου η δομή επιλύθηκε σε υψηλή ευκρίνεια με τη χρήση της τεχνικής Synchrotron XRPD. Η in situ μελέτη του πολυκρυσταλλικού δείγματος Octreotide, επετεύχθη με την πρόσφατη ενίσχυση του εργαστηριακού συστήματος περίθλασης ακτίνων Χ (X’Pert Pro, Malvern Panalytical) μέσω της εγκατάστασης του θαλάμου ελεγχόμενης σχετικής υγρασίας και θερμοκρασίας (Humidity chamber MHC-trans – Anton Paar). Η χρήση του εξοπλισμού επέτρεψε την παρατήρηση της συμπεριφοράς του κρυσταλλικού δείγματος σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες και την ακριβή αναγνώριση των συνθηκών όπου ενδέχεται να παρατηρηθούν αλλαγές στην κρυσταλλική δομή του φαρμακευτικού μορίου, σε πραγματικό χρόνο. Σε κάθε δεδομένη συνθήκη η συλλογή δεδομένων περίθλασης XRPD καθιστά εφικτό τον ακριβή προσδιορισμό βελτιωμένων συνθηκών αποθήκευσης και των ορίων για τη βέλτιστη φαρμακευτική απόδοση, κάτι που είναι πολύ σημαντικό στα πλαίσια του τομέα σχεδιασμού φαρμάκων με βάση τη δομή (Structure Based Drug Discovery/ SBDD).Item Open Access Η επίδραση φαρμακευτικών προσδετών ινσουλίνης σε ανθρώπινους λευκοκυτταρικούς πληθυσμούς(2023-09-25) Ντουλαπτσή-Τέιβεν, Δάφνη; Doulaptsi-Teeuwen, DaphniΟι οργανικές ενώσεις 4-bromoresorcinol, 4-chlororesorcinol, 4-ethylresorcinol, m-cresol και gentisic acid αποτελούν φαινολικές ενώσεις με την χρήση ή δυνατότητα χρήσης τους ως φαρμακευτικοί προσδέτες. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της επίδρασης αυτών των μορίων στην βιωσιμότητα των λευκών αιμοσφαιρίων, στην φαγοκυττάρωση και στην επαγωγή δραστικών μορφών οξυγόνου στα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα, καθώς και η μελέτη της κυτταρικής μετανάστευσης σε καρκινικά κύτταρα, ως μια διερεύνηση των πιθανών επιδράσεων τους στα κύτταρα και στον ανθρώπινο οργανισμό. Η μελέτη της επίδρασης των προσδετών στην βιωσιμότητα των λευκών αιμοσφαιρίων, πραγματοποιήθηκε με την χρήση της χρωστικής Trypan blue και παρατήρηση των κυττάρων σε αιμοκυτταρόμετρο. Oι προσδέτες gentisic acid και m-cresol εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Το gentisic acid είχε τα χαμηλότερά ποσοστά βιωσιμότητας στα 750 μΜ και 6000 μΜ, ενώ ο προσδέτης m-cresol στις συγκεντρώσεις 3000 μΜ και στα 6000 μΜ σε σχέση με τα δείγματα ελέγχου. Ακολούθως, μελετήθηκε η επίδραση των προσδετών στην φαγοκυτταρική ικανότητα των ουδετερόφιλων πολυμορφοπύρηνων του αίματος. Τα απομονωμένα λευκά αιμοσφαίρια επωάστηκαν με τους προσδέτες και ακολούθως με E.coli-FITC και αναλύθηκαν με τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι κανένας από τους υπό μελέτη προσδέτες δεν επηρέασε την φαγοκυττάρωση των E.coli βακτηρίων. Επιπρόσθετα, η μελέτη της επαγωγής οξειδωτικού στρες στα ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα με την μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής έδειξε ότι η παρουσία των προσδετών δεν επηρέασε σημαντικά την επαγωγή του οξειδωτικού στρες. Τέλος, μελετήθηκε η επίδραση διαφόρων συγκεντρώσεων και προσδετών στην κυτταρική επούλωση. Τα πειράματα πραγματοποιήθηκαν με τη χρήση των καρκινικών σειρών PC3 και DU-145. Αυξημένη αποκόλληση κυττάρων και χαμηλή επούλωση παρατηρήθηκαν σε υψηλές συγκεντρώσεις προσδετών, ενώ χαμηλότερες συγκεντρώσεις των προσδετών οδήγησαν σε μερική κυτταρική επούλωση.Item Open Access Λειτουργικότητα των μιτοχονδρίων σε μοντέλα νευροϊνωμάτωσης τύπου 1(2023-09-25) Γιαννούσας, Παναγιώτης-Αλέξανδρος; Giannousas, Panagiotis-AlexandrosΗ νευροϊνωμάτωση τύπου Ι (Nf1) είναι μια αυτοσωμική επικρατής διαταραχή που προσβάλλει άτομα όλων των πληθυσμιακών ομάδων και έχει συχνότητα 1 στα 3.500 άτομα. Η Nf1 προκαλείται από μεταλλάξεις του γονιδίου της νευροϊνωμίνης. Τα συμπτώματα της νόσου εντοπίζονται συχνότερα στο δέρμα, τους οφθαλμούς, τα οστά και το νευρικό σύστημα. Η νόσος συνδέεται με γνωσιακές δυσκολίες και συγκεκριμένα απώλειες στη μάθηση και τη μνήμη. Σε μοντέλα Nf1 παρουσιάζεται αυξημένη ενεργοποίηση του Ras καθώς η φυσιολογική νευροϊνωμίνη ρυθμίζει το Ras σε φυσιολογικά επίπεδα. Επιπροσθέτως, αλλαγές στα επιπέδα διαφόρων μεταβολιτών εμφανίζονται σε μοντέλα νευροϊνωμάτωσης τύπου Ι. Ο οργανισμός μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα μελέτη είναι η μύγα Drosophila melanogaster. Εξετάστηκαν οι σημειακές μεταλλάξεις C1045Y (E4) και R1809C καθώς και η μηδενική μετάλλαξη E2 της νευροϊνωμίνης (dNf1). Στις Nf1 μύγες παρατηρούμε μικρό μέγεθος σώματος, διαταραγμένους κιρκάδιους ρυθμούς, απώλειες μάθησης και μνήμης και μειωμένο προσδόκιμο ζωής. Σκοπός της συγκεκριμένης διατριβής είναι ο προσδιορισμός της λειτουργικότητας των μιτοχονδρίων σε μύγες με νευροϊνωμάτωση τύπου Ι καθώς η απώλεια της νευροϊνωμίνης έχει δειχθεί να επηρεάζει το μεταβολισμό. Αυτό πραγματοποιήθηκε με την εξέταση της αναπνοής των μιτοχονδρίων στα προαναφερθέντα Nf1 μοντέλα. Επίσης, καθορίστηκαν τα επίπεδα μιτοχονδριακών πρωτεϊνών με τη χρήση ανοσοαποτύπωσης κατά western, αλλά και συνεστιακής μικροσκοπίας.Item Open Access Επαναπρογραμματισμός αστρογλοιακών κυττάρων του εγκεφάλου μυών προς τη δημιουργία νευρώνων και γλοίων κυττάρων(2023-10-10) Κακογιάννης, Δημήτριος; Kakogiannis, DimitriosΟ επαναπρογραμματισμός αποτελεί μία νέα προσέγγιση στην αποκατάσταση οργάνων με περιορισμένη αυτοανανεωτική ικανότητα, όπως ο εγκέφαλος. Στην τεχνολογία αυτή χρησιμοποιούνται ιικοί φορείς. Μια ασφαλής και οικονομική εναλλακτική είναι ο χημικός επαναπρογραμματισμός, αντικαθιστώντας τους ιικούς φορείς με χημικά μόρια. Στην παρούσα εργασία, προκαλέσαμε τη διαφοροποίηση των Νευρικών Βλαστικών Κυττάρων (ΝΒΚ) απομονωμένων από την υποεπενδυματική ζώνη των πλάγιων κοιλιών σε αστροκύτταρα χρησιμοποιώντας ένα προσδιορισμένο πρωτόκολλο καλλιέργειας τους σε 10% Fetal Bovine Serum (FBS). Αφού επιβεβαιώσαμε την παρουσία αστροκυττάρων, επιχειρήσαμε τον επαναπρογραμματισμό τους σε τύπου προγονικά κύτταρα καταστέλλοντας τα σηματοδοτικά μονοπάτια GSK3 και TGF-β σε ένα περιβάλλον προωθεί την αυτοανανέωση των ΝΒΚ. Για να χαρακτηρίσουμε αυτά τα κύτταρα, πραγματοποιήσαμε ανοσοκυτταροχημικές χρώσεις έναντι δεικτών βλαστικών και προγονικών κυττάρων και συγκρίναμε τον μοριακό τους προφίλ με αυτό των νευροσφαιρών χρησιμοποιώντας RT-qPCR. Συνολικά, τα επαναπρογραμματισμένα κύτταρα εκφράζουν τους δείκτες βλαστοκυττάρων Nestin και Sox2 και εμφανίζουν χαμηλότερη έκφραση των δεικτών διαφοροποίησης (Mash1 και Dlx2) και υψηλότερη έκφραση των δεικτών βλαστικότητας (Glast, EGFR και CD9) σε σύγκριση με τις νευρόσφαιρες. Τέλος, εξετάσαμε την δυναμικό διαφοροποίησής τους, το οποίο παραμένει γλοιογενετικό με προτίμηση προς την ολιγοδενδρογένεση. Τα αποτελέσματά μας υποδεικνύουν ότι η καταστολή των σηματοδοτικών οδών GSK3 και TGF-β επαναφέρει τα αστροκύτταρα σε μια προγονική κατάσταση που ομοιάζει με τα ενεργοποιημένα ΝΒΚ.Item Open Access Διερεύνηση των κυτταρο-γενοτοξικών επιπτώσεων μικροπλαστικών πολυαιθυλενίου σε ανθρώπινα λεμφοκύτταρα(2023-09-29) Ρούνη, Μαρία; Rouni, MariaΗ παρούσα μελέτη διερευνά τις κυτταρο-γενοτοξικές και οξειδωτικές επιπτώσεις γηρασμένων (aged) και μη- (virgin) μικροπλαστικών πολυαιθυλενίου (PE-MPs) σε ανθρώπινα λεμφοκύτταρα. Συγκεκριμένα, PE-MPs εκτέθηκαν σε υπεριώδη ακτινοβολία (μήκος κύματος 280 nm, 25 °C και σχετική υγρασία 50 %) για 120 ημέρες. Μετά από εκτενή χαρακτηρισμό τους (π.χ., αλλαγές στη χημική και κρυσταλλική δομή, θερμικές ιδιότητες/σταθερότητα κ.λπ.), καλλιέργειες λεμφοκυττάρων εκτέθηκαν σε διαφορετικές συγκεντρώσεις μη- και γηρασμένων PE-MPs προκειμένου να μελετηθούν (α) η κυτταρική βιωσιμότητα (με τη χρήση της μεθόδου Trypan blue), (β) η κυτταρο-γενοτοξικότητα (με τη χρήση της μεθόδου αναστολής της κυτταροκίνησης/CBMN) και (γ) η οξειδωτική τους ικανότητα (με τη χρήση της ουσίας DCFH-DA). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η γήρανση των PE-MPs επέφερε σημαντικές αλλαγές στη δομή και τις ιδιότητές τους, ενισχύοντας τις βιολογικές τους επιπτώσεις σε κάθε περίπτωση. Συγκεκριμένα, τα γηρασμένα PE-MPs προκάλεσαν σημαντική αύξηση της κυτταρικής θνησιμότητας και των κυτταροτοξικών επιπτώσεων στα ανθρώπινα λεμφοκύτταρα, όπως υποδεικνύεται από τις τιμές CBPI και τη συχνότητα εμφάνισης μικροπυρήνων (MN), με παράλληλη αύξηση των οξειδωτικών βλαβών, σε σχέση με τα μη γηρασμένα. Tα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης αποδεικνύουν ότι η έκθεση των ανθρώπινων λεμφοκυττάρων σε PE-MPs μπορεί να προκαλέσει κυτταρο-γενοτοξικές και οξειδωτικές επιπτώσεις, φαινόμενα που ενισχύονται από την γήρανσή τους μέσω διαδικασιών/φαινομένων φωτοδιάσπασης.Item Open Access Μελέτη των κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων και των εξωσωμάτων ασθενών με μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα(2023-06-27) Παπακωνσταντίνου, Δημήτριος; Papakonstantinou, DimitriosΟ μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα (SCLC) αποτελεί τη βασική αιτία θανάτων από καρκίνο παγκοσμίως και χαρακτηρίζεται από δυσμενή πρόγνωση και αυξημένη θνησιμότητα. Λόγω του περιορισμένου αριθμού αλλά και αποτελεσματικότητας των ήδη υπαρχόντων θεραπειών, υπάρχει ανάγκη για ανάπτυξη νέων μεθόδων για τη βελτίωση της πρόγνωσης, την πιο έγκαιρη διάγνωση και την αποτελεσματικότερη ανταπόκριση στη θεραπεία. Η υγρή βιοψία αποτελεί μια μη-επεμβατική τεχνική για την ανίχνευση καρκινικών βιοδεικτών στα σωματικά υγρά και περιλαμβάνει την ανάλυση κυκλοφορούντων καρκινικών κυττάρων (CTCs), νουκλεϊκών οξέων και εξωκυττάριων κυστιδίων (εξωσώματα). Οι βιοδείκτες JUNB (μεταγραφικός παράγοντας) και CXCR4 (υποδοχέας χημειοκινών) έχει δειχθεί ότι διαδραματίζουν ρόλο στην επιβίωση ασθενών με καρκίνο του μαστού. Σκοπός της παρούσας διπλωματικής εργασίας είναι η αξιολόγηση αυτών των βιοδεικτών στα εξωσώματα, καθώς και η συσχέτιση με την έκφρασή τους στα CTCs. Στη μελέτη συμμετείχαν 52 ασθενείς με SCLC, τα CTCs των οποίων απομονώθηκαν με διαφορική φυγοκέντρηση φικόλλης και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ανοσοφθορισμός με αντισώματα έναντι κυτταροκερατίνων 8,18,19 (CK-δείκτες καρκινικών κυττάρων στο αίμα), JUNB και CXCR4. Οι αντικειμενοφόρες πλάκες αναλύθηκαν στο αυτοματοποιημένο μικροσκόπιο VyCAP (πλατφόρμα ανίχνευσής CTCs). Εξωσώματα από το πλάσμα των ίδιων ασθενών και 10 υγιών, απομονώθηκαν με το EXO-Prep kit και χαρακτηρίστηκαν με ηλεκτρονική μικροσκοπία διέλευσης και ανοσοαποτύπωση Western blot. Οι SCLC ασθενείς με πρωτεϊνική υπερέκφραση τόσο JUNB όσο και CXCR4 στα εξωσώματά τους, εμφάνισαν στατιστικά σημαντική διαφορά σε σχέση με την ίδια έκφραση στους υγιείς (PJUNB = 0.001 & PCXCR4 = 0.01). Επιπλέον, υπερέκφραση τόσο του JUNB (C-statistic = 0.94) όσο και του CXCR4 (C-statistic = 0.89) στα εξωσώματα των ασθενών, παρουσίασε πολύ υψηλή διακριτική ικανότητα ανάμεσα σε ασθενείς και υγιείς. Τέλος, η πρωτεϊνική υπερέκφραση CXCR4 στα εξωσώματα, συσχετίστηκε με την παρουσία CTCs (r = 0.442, p = 0.001), CXCR4+ CTCs (r = 0.424, p = 0.002) και CK+/JUNB+/CXCR4+ CTCs (r = 0.366, p = 0.008). Το πρωτότυπο αυτό πρωτόκολλο αποσκοπεί στη βελτίωση της πρόγνωσης και διάγνωσης του SCLC, αλλά και στο να αποτελέσει τη βάση για τη διερεύνηση ήδη υπαρχόντων και νέων βιοδεικτών ΄στο πλαίσιο της υγρής βιοψίας.