Τμήμα Βιολογίας (ΜΔΕ)
Permanent URI for this collection
Browse
Recent Submissions
- ItemOpen AccessIn vitro αξιολόγηση του προβιοτικού δυναμικού μικροβιακών απομονώσεων από ζυμούμενα τρόφιμα(2023-02-16)Τα ζυμούμενα τρόφιμα αποτελούν πηγή προβιοτικών, μικροοργανισμών που ενισχύουν την υγεία ανθρώπων και ζώων. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η απομόνωση μικροοργανισμών από ζυμούμενα τρόφιμα, τόσο ζωικής όσο και φυτικής προέλευσης, και η αξιολόγηση του προβιοτικού δυναμικού τους. Μικροβιακές απομονώσεις πραγματοποιήθηκαν από κεφίρ γάλακτος και επιτραπέζιες ελιές, καθώς επίσης και από απόβλητο ελαιοτριβείου, δεδομένης της αναμενόμενης συσχέτισής του με την αυτόχθονη μικροχλωρίδα του ελαιόκαρπου. Με βάση διακριτά μακροσκοπικά χαρακτηριστικά των μικροβιακών αποικιών σε στερεά θρεπτικά υποστρώματα, πραγματοποιήθηκαν συνολικά 16 μικροβιακές απομονώσεις: οκτώ απομονώσεις από διαφορετικά προϊόντα κεφίρ, έξι απομονώσεις από δύο παρτίδες επιτραπέζιων ελιών (από ελαιόκαρπο και άλμη) και δύο απομονώσεις από απόβλητο ελαιοτριβείου. Εκ των απομονώσεων, 14 ταυτοποιήθηκαν φαινοτυπικά ως δυνητικά οξυγαλακτικά βακτήρια και δύο ως ζύμες. Απομονώσεις με εύρωστη ανάπτυξη σε θρεπτικούς ζωμούς καλλιέργειας (11 απομονώσεις συνολικά), αξιολογήθηκαν περαιτέρω για το προβιοτικό δυναμικό τους μέσω των ακόλουθων in vitro δοκιμών: αντοχή σε χαμηλό pH, ικανότητα αυτοσυσσωματωμάτωσης, σχηματισμός βιοϋμενίου, αντιοξειδωτική δράση, και αξιολόγηση ασφάλειας (αιμολυτική δράση και ανθεκτικότητα σε αντιβιοτικά). Με βάση τη συνολική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των παραπάνω δοκιμών, πέντε απομονώσεις οξυγαλακτικών βακτηρίων και δύο απομονώσεις ζυμών χαρακτηρίστηκαν ως μικροβιακές απομονώσεις με επιθυμητά in vitro προβιοτικά χαρακτηριστικά. Οι απομονώσεις αυτές θα είχε αξία να μελετηθούν περαιτέρω, με τελικό στόχο την αξιοποίησή τους σε καινοτόμα λειτουργικά τρόφιμα ή/και συμπληρώματα διατροφής.
- ItemOpen AccessΑνάπτυξη του εισβλητικού πολυχαίτου Ficopomatus enigmaticus στην λιμνοθάλασσα του Προκόπου(2023-02-22)Ο εισβλητικός κοσμοπολίτικος πολύχαιτος Ficopomatus enigmaticus (Fauvel, 1923) θεωρείται “μηχανικός περιβάλλοντος” εξαιτίας της ικανότητάς του να “κατασκευάζει” βιογενείς, μεγάλου μεγέθους, υφάλους σε μεταβατικά παράκτια και λιμνοθαλάσσια οικοσυστήματα. Υπό ευνοϊκές συνθήκες, οι ύφαλοι του πολυχαίτου επιδρούν καθοριστικά στο υδρολογικό καθεστώς, κυρίως μεταβάλλοντας την κυκλοφορία και ανταλλαγή των υδάτων. Χάρη στη διηθητική του ικανότητα και τη δημιουργία σύνθετων μικροενδιαιτημάτων, όπου φιλοξενεί συνήθως αυξημένο αριθμό ειδών και αφθονία ατόμων, επιδρά καταλυτικά στα τροφικά πλέγματα του οικοσυστήματος. Ωστόσο, η παρουσία και εξάπλωση του στη λιμνοθάλασσα Πρόκοπος (Ν. Αχαΐας) έχει επεκταθεί τα τελευταία 20 έτη, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η αλιευτική δραστηριότητα. Επιπρόσθετα, καταγράφονται ανοξικά φαινόμενα στο τέλος της θερινής περιόδου. Στόχος της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η μελέτη της ανάπτυξης και εγκατάστασης του πολυχαίτου σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των επιπτώσεων τους στο οικοσύστημα. Διεξήχθησαν πειράματα ανάπτυξης και εγκατάστασης του είδους στις δύο λεκάνες (Βόρεια και Νότια) της λιμνοθάλασσας, την περίοδο Σεπτέμβριος 2021 - Οκτώβριος 2022. Η εγκατάσταση των προνυμφών του είδους παρατηρήθηκε τη θερμή περίοδο (Μάιος 2022 - Οκτώβριος 2022), όταν η θερμοκρασία κυμαίνεται μεταξύ 15°C - 29°C και η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 5 - 42. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη ήταν εντονότερη τους θερμούς μήνες. Η μέγιστη πυκνότητα του F. enigmaticus ήταν 560.000 άτομα/m2 (άτομα ηλικίας 2 μηνών) τον Ιούλιο 2022 στη Βόρεια λεκάνη και 540.000 άτομα/m2 (άτομα ηλικίας 1 μήνα) τον Οκτώβριο 2022 στη Νότια λεκάνη. Η ξηρή βιομάζα των κελυφών που “κατασκευάζει” ο πολύχαιτος έφθασε τα 18.9 kg/m2 σε έντεκα μήνες στη Βόρεια λεκάνη και τα 1.9 kg/m2 σε τέσσερις μήνες στη Νότια λεκάνη. Τα μήκη των ατόμων κυμάνθηκαν από 2 έως 32 χιλιοστά. Τέλος, διεξήχθη στο εργαστήριο πείραμα αναπνοής όπου οι ύφαλοι κατανάλωσαν το διαθέσιμο διαλυμένο οξυγόνο με ρυθμό 70 μgDO2 h-1 ml-1 (υφάλου) σε διάρκεια 6 ωρών. Συμπερασματικά, η εγκατάσταση και ανάπτυξη του πολυχαίτου διαφέρει μεταξύ των δύο λεκανών, όπως ήταν αναμενόμενο, εξαιτίας των διαφορετικών περιβαλλοντικών αβιοτικών παραμέτρων που τις χαρακτηρίζουν. Ο συνδυασμός των αποτελεσμάτων των χωροχρονικών προτύπων εγκατάστασης και ανάπτυξης, των περιβαλλοντικών συνθηκών και του ρυθμού κατανάλωσης οξυγόνου οδηγούν συνολικά σε μια καλύτερη κατανόηση του ρόλου του είδους στο οικοσύστημα.
- ItemEmbargoΦυτοχημική αξιολόγηση των αντιοξειδωτικών και κυτταροτοξικών ιδιοτήτων του εκχυλίσματος Helleborus odorus subsp. cyclophyllus(2022-08-22)Τα Helleborus sp. είναι μικρά, πολυετή φυτά με ευρεία εξάπλωση στην κεντρική, νότια Ευρώπη και την Ασία. Τα εκχυλίσματα αυτών των φυτών έχουν χρησιμοποιηθεί σε θεραπείες από την αρχαιότητα και παρουσιάζουν καθαρτικό, ανθελμινθικό αλλά και δηλητηριώδες δυναμικό. Ως εκ τούτου, έχουν διερευνηθεί ως εναλλακτικές προσεγγίσεις στη θεραπεία του καρκίνου σε σπάνιες περιπτώσεις. Σε αυτή τη μελέτη, διεξήχθη ένας λεπτομερής φυτοχημικός χαρακτηρισμός εκχυλισμάτων από τις ρίζες του Helleborus odorus subsp. cyclophyllus, παράλληλα με μια in vitro αξιολόγηση της κυτταροτοξικότητάς του και της επίδρασής του στον κυτταρικό φαινότυπο. Το εκχύλισμα χαρακτηρίστηκε με συνδυασμό βιοχημικών μεθόδων για την αξιολόγηση των κύριων φυτοχημικών συστατικών του και των αντιοξειδωτικών του ιδιοτήτων. In vitro δοκιμές σε κυτταροκαλλιέργειες έδειξαν ότι το εκχύλισμα είχε αντιοξειδωτικές ικανότητες, ενώ προκάλεσε και έναν προοξειδωτικό φαινότυπο που μείωσε τη βιωσιμότητα των κυττάρων, ανέστειλε την ανάπτυξη σε βακτήρια (E. coli) και θηλαστικά (ενδοθηλιακά κύτταρα αορτής) και επιδείνωσε τους προφλεγμονώδεις δείκτες. Από τα παραπάνω πειράματα συμπεραίνουμε ότι το Helleborus odorus subsp.cyclophyllus περιέχει βιοενεργά μόρια που προκαλούν έναν αριθμό κυτταρικών αποκρίσεων, η θεραπευτική δυνατότητα των οποίων απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.
- ItemOpen AccessΚαταγραφή της παρουσίας ειδών μυωξών και μελέτη των ενδιαιτημάτων τους σε επιλεγμένες προστατευόμενες περιοχές της Πελοποννήσου(2023-01-24)Οι μυωξοί έχουν μελετηθεί εκτενώς σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, ωστόσο οι γνώσεις μας για την Ελλάδα παραμένουν λιγοστές. Για παράδειγμα, είναι ελάχιστες οι διαθέσιμες πληροφορίες για την κατανομή και την οικολογία των ειδών Dryomys nitedula, Glis glis και Muscardinus avellanarius σε περιοχές που υπάγονται στη δικαιοδοσία της Μονάδας Διαχείρισης του Εθνικού Πάρκου Χελμού – Βουραϊκού και Προστατευόμενων Περιοχών της Βόρειας Πελοποννήσου. Η εργασία αυτή παρουσιάζει τα αποτελέσματα έρευνας που υλοποιήθηκε για την παρουσία και την οικολογία των τριών αυτών ειδών η οποία διεξήχθη κατά κύριο λόγο κατά το καλοκαίρι του 2022 σε οκτώ περιοχές Natura 2000 της Μονάδας Διαχείρισης. Τοποθετήθηκαν από δεκαπέντε τούνελ ιχνών (λαμαρίνες καλυμμένες με καπνιά) σε δώδεκα τοποθεσίες, που αντιπροσωπεύουν τους πέντε δυνητικά καταλληλότερους τύπους οικοτόπων (91M0, 9260, 934A, 92A0, 92C0) για μυωξούς. Τα τούνελ ιχνών συλλέχθηκαν μετά από 1,5 – 2 μήνες και εξετάστηκαν για ίχνη. Καταγράφηκαν διάφορες παράμετροι, όπως οι συντεταγμένες, το ύψος και το είδος των δέντρων για κάθε τούνελ ιχνών, και χρησιμοποιήθηκε το λογισμικό MaxEnt για να μοντελοποιηθεί η προτίμηση ενδιαιτήματος των ειδών μυωξών για τα οποία συλλέχθηκαν επαρκή δεδομένα, χρησιμοποιώντας τοπογραφικές (υψόμετρο, κλίση) και οικολογικές (πυκνότητα δασών, ύψος και τύπος) πληροφορίες, οι οποίες εξάχθηκαν από πανευρωπαϊκά διαθέσιμα υπόβαθρα GIS. Παρά τον ασυνήθιστα βροχερό καιρό που επηρέασε τα δεδομένα που ανακτήθηκαν, το D. nitedula, ανιχνεύτηκε σχεδόν σε όλες τις θέσεις που ερευνήθηκαν και είναι πολύ πιο συνηθισμένο από ό,τι ήταν αρχικά αναμενόμενο, ακολουθούμενο από το G. glis. Αντιθέτως, η παρουσία του M. avellanarius δεν επιβεβαιώθηκε. Το D. nitedula φάνηκε να προτιμά δάση με βελανιδιές ή καστανιές, υψόμετρα μεταξύ 500 και 800 μέτρων και μικρές έως μέτριες κλίσεις εδάφους, ενώ το G. glis προτιμά δάση καστανιάς ή συστάδες πλατάνων ενδιάμεσης παραγωγικότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιτυχίας της εργασίας αποτελεί η για πρώτη φορά καταγραφή του D. nitedula στο σπήλαιο Καστριών (GR2320009). Τα ευρήματα αυτά αποτελούν μέρος μιας συνεχιζόμενης έρευνας, που χρηματοδοτείται από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής, στο πλαίσιο του έργου «Υποδομές Μεταφορών, Περιβάλλον & Αειφόρος Ανάπτυξη Ο.Π. 2014-2020», MIS 5033267.
- ItemOpen AccessΚαταγραφή και μελέτη της παρουσίας του ζαρκαδιού στο Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης(2022-11-23)Η παρούσα εργασία είχε ως στόχο την καταγραφή και μελέτη του ζαρκαδιού (Capreolus capreolus) στο Εθνικό Πάρκο Οροσειράς Ροδόπης. Για το σκοπό αυτό, πραγματοποιήθηκε εργασία πεδίου που αφορούσε στην εγκατάσταση φωτοπαγίδων (camera traps) στην περιοχή μελέτης, μέσω της οποίας καταγράφηκαν 208 θέσεις παρουσίας του είδους. Τα δεδομένα παρουσίας του είδους εξετάστηκαν σε αντιπαράθεση με μια σειρά μεταβλητών, οι οποίες βάση παρόμοιων μελετών φαίνεται πως επηρεάζουν την κατανομή και τη χρήση ενδιαιτήματός του. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά μας, οι θέσεις παρουσίας ήταν περισσότερες σε μεσαία υψόμετρα, νότιο κυρίως προσανατολισμό και σχετικά ομαλές κλίσεις. Επιπρόσθετα, τα περισσότερα σημεία καταγραφής του είδους, λαμβάνοντας υπόψη τη μέση έκταση χωροκράτειάς του (1-2 km2), βρέθηκαν σε σχετικά μικρή απόσταση από δάση πλατύφυλλων και μεικτά, χορτολιβαδικές εκτάσεις και οπωρώνες. Το ίδιο ισχύει και για τις αποστάσεις των θέσεων παρουσίας του ζαρκαδιού από κάποια πηγή νερού. Το ζαρκάδι καταγράφηκε επίσης, σε σχετικά μικρή απόσταση από δάσος κωνοφόρων και καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αλλά με μικρότερη συχνότητα. Αναφορικά με τις καλύψεις/χρήσεις γης των ζωνών buffer (μεταβατικές) της παρουσίας του, αυτά καλύπτονταν σε μεγαλύτερα ποσοστά από δάση πλατύφυλλων (36%), μεικτά δάση (22%) και δάση κωνοφόρων (18%). Τα παραπάνω αποτελέσματα, βρίσκονται σε συμφωνία με την βιβλιογραφία και καταδεικνύουν ότι οι δύο πρώτιστης σημασίας παράμετροι που αφορούν στη διαμόρφωση της κατανομής και επιλογής ενδιαιτήματος αυτού του είδους είναι η τροφή και η κάλυψη. Τέλος, στην μελέτη μας, ενδιαφέρον παρουσίασε η υψηλή συχνότητα των θέσεων παρουσίας του είδους κοντά σε οικισμούς, γεγονός που θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή χαρακτηρίζεται από πολύ χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα ή/και χαμηλής-ήπιας έντασης όχληση γύρω από τους οικισμούς.