Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)
Permanent URI for this collection
Browse
Recent Submissions
1 - 5 of 1028
- ItemOpen AccessΗ αντιδραστικότητα των αιμοπεταλίων σε ασθενείς που λαμβάνουν αντιρετροϊκή αγωγή(2023-06-29)ΕΙΣΑΓΩΓΗ – ΣΚΟΠΟΣ : Οι ασθενείς με HIV λοίμωξη (PLWHIV) παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών συμβαμάτων. Σκοπός μας ήταν να αξιολογήσουμε, εάν η αντιρετροϊκή θεραπεία (ART) ενισχύει την αντιδραστικότητα των αιμοπεταλίων και το βαθμό της ενεργοποίησής τους, και να διερευνήσουμε την πιθανή συσχέτιση με την υποκείμενη φλεγμονώδη κατάσταση. ΜΕΘΟΔΟΙ : Πρόκειται για μία μελέτη μεταξύ των HIV (+) ασθενών υπό διαφορετική αντιρετροϊκή αγωγή. Η αντιδραστικότητα των αιμοπεταλίων εκτιμήθηκε με τη μέθοδο της δοκιμασίας VerifyNow, σε μονάδες αντίδρασης του υποδοχέα P2Y12 (P2Y12 reaction units , PRU). Επίσης , αξιολογήθηκαν επίπεδα κύριων δεικτών φλεγμονής και άλλοι παράγοντες ολικού αίματος. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ : Συνολικά συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη 71 PLWHIV , οι 59 υπό ART , και 22 υγιείς μάρτυρες. Οι τιμές PRU ήταν σημαντικά αυξημένες στους PLWHIV σε σύγκριση με τους μάρτυρες [Mean; 257.85 vs. 196.67, p < 0.0001]. Ωστόσο, δε φάνηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των ασθενών που δε λάμβαναν ART και ασθενών υπό ART (ART-naïve or ART-experienced) , ή μεταξύ των PLWHIV υπό TAF/TDF ή ABC, παρόμοια με τη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση. Εν τούτοις , η ανάλυση εντός της ομάδας έδειξε σημαντικά υψηλότερες τιμές PRU στην ομάδα ABC+PI vs ABC+INSTI ή TAF/TDF +PI σύμφωνα με τα επίπεδα της IL-2. Οι τιμές PRU δε συσχετίσθηκαν έντονα με τον αριθμό των CD4 κυττάρων, το ιϊκό φορτίο και τις τιμές των κυτοκινών. H αντιδραστικότητα των αιμοπεταλίων και ο βαθμός ενεργοποίησής τους ήταν αυξημένες στους PLWHIV, αλλά δε φάνηκε να συσχετίζονται με την έναρξη της ART, παρόμοια με την υποκείμενη συστηματική φλεγμονώδη αντίδραση. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Η λοίμωξη από τον ιό HIV καθεαυτή, καθώς και η ART, έχουν συσχετιστεί με αυξημένο θρομβωτικό κίνδυνο, οδηγώντας σε δυσμενή καρδιαγγειακά συμβάντα. Οι υποκείμενοι μηχανισμοί που οδηγούν σε αυτό το φαινόμενο παραμένουν άγνωστοι, ενώ ο ρόλος των αιμοπεταλίων βρίσκεται επί του παρόντος υπό διερεύνηση. Διαπιστώσαμε αυξημένη ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων στους PLWHIV, παρόλο που η δραστηριότητα των αιμοπεταλίων, όπως εξετάστηκε εδώ, δεν φαίνεται να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των συνδυασμών με βάση TAF/TDF και ABC, ωθώντας το ενδιαφέρον σε άλλα μονοπάτια και μεσολαβητές. Σε αυτό το πλαίσιο, θα άξιζε να αναρωτηθεί κανείς αν στους PLWHIV χωρίς αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, αλλά με αυξημένη ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων, η χρήση αντιαιμοπεταλιακών θα ήταν επωφελής, όπως στην οξεία βακτηριακή λοίμωξη. Ή, αν θα ήταν απαραίτητη η αυξημένη δόση ή η χρήση πιο ισχυρών αντιαιμοπεταλιακών σχημάτων σε ασθενείς με ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή που λαμβάνουν PIs, ενόψει των πρόσφατων ευρημάτων υψηλής αντιδραστικότητας των αιμοπεταλίων κατά τη θεραπεία σε PLWHIV. Το κατά πόσον η αντιδραστικότητα των αιμοπεταλίων και η ένταση της ενεργοποίησης θα μπορούσαν στο μέλλον να αποτελέσουν αξιόπιστο υποκατάστατο δείκτη για μείζονα ανεπιθύμητα καρδιαγγειακά συμβάματα μένει να αποδειχθεί
- ItemOpen AccessΜελέτη χαρακτηριστικών και ανάλυση παραμέτρων, που σχετίζονται με την επιτυχία της έκβασης και το φαρμακοοικονομικό κόστος της εμπειρικής αντιβιοτικής αγωγής(2023-11-06)Τι είναι γνωστό και αντικείμενο: Η έγκαιρη και κατάλληλη εμπειρική αντιβιοτική θεραπεία (EAΘ) παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχούς έκβασης, ενώ η πλειονότητα των καλλιεργειών αίματος δεν προσδιορίζει το παθογόνο. Στόχος μας ήταν να μελετήσουμε τα χαρακτηριστικά της EAΘ και τον αντίκτυπό της στις κλινικές εκβάσεις και στις σχετικές ιατρικές δαπάνες, ενώ παράλληλα διερευνήσαμε τους προγνωστικούς παράγοντες της επιτυχίας της σε ένα περιβάλλον πραγματικών συνθηκών (real world). Μέθοδοι: Αξιοποιήσαμε αναδρομικά το μητρώο της Παθολογικής Κλινικής του τριτοβάθμιου πανεπιστημιακού νοσοκομείου, συμπεριλαμβανομένων των ασθενών που εισήχθησαν με διάγνωση λοίμωξης μεταξύ της 1ης Μαΐου 2016 και της 1ης Μαΐου 2018. Το κόστος νοσηλείας και η μονάδα αντιβιοτικού σχήματος ανακτήθηκαν από μια βάση δεδομένων που αφορά τα ελληνικά νοσοκομεία και περιέχει δεδομένα κόστους νοσηλείας για κάθε κωδικό ICD-10 και το εθνικό συνταγολόγιο, αντίστοιχα. Αποτελέσματα: Συνολικά 489 ασθενείς συμπεριλήφθηκαν στην παρούσα μελέτη. Η μέση ηλικία ήταν 61,3 έτη, το 53% ήταν άνδρες, ενώ επικράτησαν οι ενδοκοιλιακές λοιμώξεις (55%). Η πιο συχνά χορηγούμενη ΕΑΘ περιελάμβανε κινολόνες (48%), ακολουθούμενη από πιπερακιλλίνη/ταζομπακτάμη (18%), ή άλλα σχήματα μόνα τους ή σε συνδυασμό. Η ΕΑΘ ήταν επιτυχής στο 67% και αποτυχημένη στο 33% των περιπτώσεων. 14 ασθενείς πέθαναν από τη λοίμωξη πριν από την αλλαγή της ΕΑΘ, ενώ μεταξύ των 55 ασθενών που χρειάστηκε να τροποποιηθεί η ΕΑΘ, η θνησιμότητα ήταν 22%. Η παρουσία λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος και η χρήση κινολονών, αποτελούσαν θετικό προγνωστικό παράγοντα για την επιτυχία της ΕΑΘ [OR:0,15 (0,07-0,35), p < 0,0001, OR:0,53 (0,32-0,90), p = 0,019, αντίστοιχα], σε αντίθεση με την παρουσία σήψης [OR:3,11 (1,79-5,40), p < 0,0001]. Οι ασθενείς με μη επιτυχή έκβαση είχαν μεγαλύτερη διάρκεια νοσηλείας [7(5-11) έναντι 4 (3-6) ημερών], υψηλότερο κόστος αντιβιοτικών [201,9 (97,8- 471,8) έναντι 104,6 (60,2-187,7) ευρώ] και νοσηλείας [1409,3 (945,4-2311,6) έναντι 759,4 (516,5-1036,5) ευρώ] (p < 0,0001). Συζήτηση: Παρατηρήσαμε σημαντικά αυξημένο κόστος που σχετίζεται με αντιβιοτικά, κόστος που σχετίζεται με την υγειονομική περίθαλψη και διάρκεια νοσηλείας σε ασθενείς με αποτυχία της ΕΑΘ. Επιπλέον, στη δική μας κοόρτη, η απουσία σήψης, η παρουσία λοίμωξης του ουροποιητικού και η χρήση κινολονών αποτελούσαν καλύτεροι προγνωστικοί παράγοντες της επιτυχούς ΕΑΘ.
- ItemOpen AccessΣτοιχεία ψυχοπαθολογίας και χαρακτηριστικά (εσωτερικά και περιβαλλοντικά) που σχετίζονται με την ποιότητα ζωής των κύριων φροντιστών των ασθενών με καρκίνο κατά την πορεία της νόσου(2023-08-24)Είναι ξεκάθαρο στη βιβλιογραφία πως οι φροντιστές των ασθενών με καρκίνο επηρεάζονται και αυτοί σημαντικά από τη νόσο. Επηρεάζονται συναισθηματικά, σωματικά, κοινωνικά και οικονομικά. Έχουν να αντιμετωπίσουν υπαρξιακά ζητήματα της ανθρώπινης ζωής όπως την επικείμενη απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου αλλά και την επαφή με το θάνατο ως έννοια και ως σκληρή και τρομακτική πραγματικότητα. Οι ασθενείς με καρκίνο είναι οι αδιαμφισβήτητοι αποδέκτες της φροντίδας μια και είναι οι άμεσα πληγέντες από την ασθένεια, αυτοί που υφίστανται τον πόνο και αγωνίζονται για την σωματική τους επιβίωση. Μια και η τακτική που ακολουθούν τα περισσότερα συστήματα υγείας είναι η εξωνοσοκομειακή φροντίδα του καρκινοπαθούς, οι φροντιστές είναι εκείνοι που καλούνται να στηρίξουν να περιθάλψουν τον ασθενή και να οργανώσουν τις διαδικασίες και το περιβάλλον του. Παράλληλα με τη φροντίδα του ασθενή, βρίσκονται και στη δική τους διαδικασία η οποία συχνά χαρακτηρίζεται από ανησυχία και έγνοιες, φόβους, δυσάρεστα και απαιτητικά καθήκοντα και ευθύνες. Η κατάσταση αυτή καθιστά σημαντικό να διερευνηθεί το προφίλ των φροντιστών να γίνουν κατανοητές οι ανάγκες τους και να μελετηθεί πως μπορούν να διευκολυνθούν και να στηριχθούν αυτοί που παρέχουν στήριξή και βοήθεια. Η κατανόηση και η φροντίδα του φροντιστή και η ανάπτυξη δομών και στρατηγικών για την ενίσχυσή τους επιφέρει οφέλη τόσο στον φροντιστή όσο και στον ασθενή είναι ο τελικός αποδέχτης πιο αποτελεσματικής περίθαλψης. Μελέτες έχουν γίνει σε πολλούς τομείς και σε όλα τα στάδια. Έχουν μελετηθεί φροντιστές ασθενών ανάλογα με τον τύπο του καρκίνου, σε σχέση με τα δημογραφικά τους στοιχεία, με τη σχέση τους με τον ασθενή. Άλλες μελέτες έχουν προσπαθήσει να καταγράψουν τις ακάλυπτες ανάγκες των φροντιστών και να ελεγχθεί η επίδραση και η αποτελεσματικότητα ψυχολογικών και υποστηρικτικών παρεμβάσεων. Τα τελευταία 20 χρόνια έχει γίνει μεγάλη ερευνητική προσπάθεια κατανόησης της φροντίδας, των συνεπειών της και της διαχείρισής της. Ωστόσο το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και υπάρχει ακόμα πολύ υλικό που μπορεί να μελετηθεί. Ο στόχος της παρούσας προοπτικής μελέτης ήταν να διερευνηθεί η πορεία του φροντιστή στην πορεία της νόσου του ασθενή και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της Χημειοθεραπείας. Μελετήσαμε τα συμπτώματα της ψυχοπαθολογίας και την ποιότητα της ζωής του φροντιστή σε σχέση με δημογραφικούς παράγοντες και με τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιήθηκαν από τους φροντιστές. Εκτιμήθηκαν 112 κύριοι φροντιστές ασθενών με καρκίνο. Χρησιμοποιήθηκαν οι κλίμακες : • Symptom checklist 90 revised (SCL-90-R) για την εκτίμηση των συμπτωμάτων ψυχοπαθολογίας • Hospital Anxiety and Depression Scale (HADS) για την εκτίμηση της κατάθλιψης και του άγχους • Life style Index (LSI) για την εκτίμηση των μηχανισμών άμυνας • WHOQOL-BREF για την εκτίμηση της ποιότητας ζωής Οι φροντιστές εκτιμήθηκαν στην αρχή και στο τέλος της Χημειοθεραπείας Στην έρευνά μας που αφορά σε ελληνικό πληθυσμό και στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή της αρχής και του τέλους της Χημειοθεραπείας βρήκαμε πως ο επιπολασμός της κλινικής κατάθλιψης (ήπια, μέτρια και σοβαρή) ήταν 43,8% και 38,4% αντίστοιχα. Τα ποσοστά για το κλινικά σημαντικό άγχος ήταν 47,6 και 41,4 αντίστοιχα Σε συμφωνία με τη βιβλιογραφία βρίσκεται το εύρημα μας ότι η ένταση των ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων των φροντιστών μειώνονται με την πάροδο του χρόνο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως το άγχος δεν μειώθηκε σημαντικά στο τέλος της Χημειοθεραπείας ίσως γιατί στη συγκεκριμένη στιγμή προκύπτουν νέες ανησυχίες για την επιτυχία της θεραπείας και για την μετέπειτα πορεία του ασθενή. Όσον αφορά στην Ποιότητα της Ζωής η σωματική παράμετρος βελτιώνεται σημαντικά στο ΕΟΤ, η ψυχολογική δεν παρουσιάζει βελτίωση και η κοινωνική παρουσιάζει επιδείνωση. Η αναζήτησή μας στη βιβλιογραφία δεν ανέδειξε κάποια παρόμοια μελέτη για να συγκριθούν τα αποτελέσματα. Πιθανά να υπάρχει λανθάνοντας χρόνος ανάμεσα στη μείωση των συμπτωμάτων και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής. Όσον αφορά τα δημογραφικά χαρακτηριστικά το φύλο και η οικογενειακή κατάσταση έχουν στατιστικά σημαντική συμμετοχή στην ψυχοπαθολογία και την ποιότητα της ζωής. Σε συμφωνία με αντίστοιχες μελέτες, οι γυναίκες παρουσίασαν περισσότερη ένταση συμπτωμάτων από τους άντρες. Πιθανές εξηγήσεις που δίνονται στη βιβλιογραφία είναι ότι οι γυναίκες επιφορτίζονται με περισσότερα καθήκοντα φροντίδας, πολλές φορές ως προεπιλεγμένη κοινωνική επιλογή. Αντίθετα οι άντρες λιγότερο συχνά εμπλέκονται στη χρονοβόρα φροντίδα των βασικών αναγκών του ασθενή. Όταν δε, εμπλακούν, η συμμετοχή τους θεωρείται όχι υποχρέωση αλλά επιλογή και δεξιότητα με αποτέλεσμα να είναι πιο πιθανό να οδηγήσει σε αισθήματα αυτοεκτίμησης, αποδοχής και τελικά στο αίσθημα της προσφοράς και της ικανοποίησης. Μια άλλη εξήγηση που έχει δοθεί είναι πως οι γυναίκες αναπτύσσουν συμπεριφορά προσανατολισμένη στον άνθρωπο και τη σχέση τους μαζί του ενώ οι άντρες συμπεριφορά προσανατολισμένη στο καθήκον που εκτελούν. Τέλος οι άντρες πιθανά να υπο-βαθμολογούν τα συμπτώματά τους αφού λόγω πολιτισμικού προσανατολισμού τα θεωρούν αρνητικά και μη αποδεχτά. Ένα ακόμα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης είναι πως στη δεύτερη φάση διαπιστώθηκαν πιο έντονα συμπτώματα στις γυναίκες που φρόντιζαν άντρες ,ενώ οι άντρες φροντιστές δεν παρουσίασαν διαφορά στα συμπτώματα ανάλογα με το φύλο του φροντιζόμενου. Περεταίρω έρευνα χρειάζεται για να διευκρινιστούν οι παράγοντες οδηγούν σε αυτό το αποτέλεσμα. Η βιβλιογραφία διχάζεται όσον αφορά στη σχέση ψυχοπαθολογίας και οικογενειακής κατάστασης. Στην παρούσα μελέτη τα συμπτώματα είναι πιο έντονα στους έγγαμούς φροντιστές . Άλλα ευρήματα ήταν πως οι ιδιότητα του συζύγου σχετίζεται με πιο έντονα καταθλιπτικά στοιχεία και οι φροντιστές που η έναρξη της Χημειοθεραπείας απείχε 1-4 μήνες από τη διάγνωση είχαν λιγότερο έντονα συμπτώματα στην αρχή της Χημειοθεραπείας από αυτούς που η διάγνωση απείχε περισσότερο ή λιγότερο από την έναρξη. Η αναζήτηση σε προηγούμενες έρευνες δεν ανέδειξε πολλά αποτελέσματα σε ότι αφορά στους μηχανισμούς άμυνας. Στη δική μας μελέτη οι μηχανισμοί που αναδείχτηκαν σημαντικοί στις πολυπαραγοντικές αναλύσεις ήταν • Άρνηση • Συγκινησιακή παλινδρόμηση • Ο σχηματισμός εκ του αντιθέτου Η άρνηση είναι ο μόνος μηχανισμός που φάνηκε να σχετίζεται αρνητικά με τη συμπτωματολογία και θετικά με την ποιότητα ζωής. Κάποιοι από τους δημογραφικούς παράγοντες φαίνεται να έχουν στατιστικά σημαντική συσχέτιση με την ΠΖ. Οι συσχετίσεις αυτές συμφωνούν με προϋπάρχουσες μελέτες. Όταν όμως έγιναν οι πολυπαραγοντικές αναλύσεις όπου εξετάστηκε η επίδραση των δημογραφικών του φροντιστή και των χαρακτηριστικών της κατάστασης δεν διαπιστώθηκε κάποιο από τα εξεταζόμενα μοντέλα να έχει καλή προβλεπτική ικανότητα για την ΠΖ Η ποιότητα ζωής φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με την συμπτωματολογία και τους μηχανισμούς Η σημαντική σχέση της ποιότητας ζωής με την συμπτωματολογία και τους μηχανισμούς άμυνας καθώς και η σχέση της συμπτωματολογίας με τους μηχανισμούς άμυνας έθεσε το ερώτημα με ποιον τρόπο και μηχανισμό θα μπορούσαν οι τρεις αυτές παράμετροι να σχετίζονται αιτιολογικά. Στη διαμόρφωση του θεωρητικού μας μοντέλου δεν συμπεριλάβαμε δημογραφικούς παράγοντες αφού οι αναλύσεις παλινδρόμησης δεν τους ανέδειξαν σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες. Έτσι διαμορφώσαμε και ελέγξαμε με Ανάλυση διαδρομών στο λογισμικό AMOS του SPSS δύο μοντέλα: • Μοντέλο Α: Οι μηχανισμοί άμυνας επηρεάζουν την ποιότητα ζωής άμεσα και έμμεσα μέσω της ανάπτυξης των συμπτωμάτων • Μοντέλο Β: Τα συμπτώματα επηρεάζουν την Ποιότητα Ζωής άμεσα και έμμεσα μέσω των μηχανισμών άμυνας. Το δεύτερο μοντέλο απορρίφθηκε λόγω κακών δεικτών προσαρμογής σε αντίθεση με το μοντέλο Α, συμφώνα με το οποίο οι μηχανισμοί επηρεάζουν τα συμπτώματα και την ποιότητα ζωής (άμεσα και έμμεσα μέσω της ανάπτυξης συμπτωμάτων). Η μελέτη μας αν και υπόκειται σε περιορισμούς λόγω του σχεδιασμού της και της πολυπλοκότητας του εξεταζόμενου θέματος δίνει μια εικόνα για την πορεία της φροντίδας κατά την πορεία της νόσου και ειδικά για την περίοδο της χημειοθεραπείας τα ευρήματά μας μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα για περεταίρω μελέτη ή σχεδιασμό παρεμβάσεων προς όφελος του φροντιστή άμεσα, αλλά και του ασθενή έμμεσα.
- ItemOpen AccessΚαπνιστικές συνήθειες γονέων παιδιών σχολικής ηλικίας, αστικής περιοχής, κατά την περίοδο 1998-2018(2023-07-05)ΣΚΟΠΟΣ: Η περιβαλλοντική έκθεση στον καπνό του τσιγάρου αποτελεί έναν επαρκώς αναγνωρισμένο παράγοντα κινδύνου για ανάπτυξη άσθματος και κακό έλεγχο του άσθματος στα παιδιά. Ωστόσο, η σχέση μεταξύ των αλλαγών στις γονεϊκές καπνιστικές συνήθειες με το χρόνο και του επιπολασμού του παιδικού άσθματος παραμένουν ως επί το πλείστον άγνωστες. Σκοπός μας ήταν να μελετήσουμε τις τάσεις των γονεϊκών καπνιστικών συμπεριφορών σε συνάρτηση με τα ποσοστά του παιδικού συριγμού/άσθματος κατά την διάρκεια μιας εικοσαετούς περιόδου. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο για τις καπνιστικές συνήθειες συνολικά και για τις καπνιστικές συνήθειες ενδοοικιακά (HITS) των μελών της οικογένειας, διαμοιράστηκε σε παιδιά σχολικής ηλικίας 8 και 9 ετών στο πλαίσιο πέντε συγχρονικών μελετών οι οποίες διεξήχθησαν το 1998 (n=3076), 2003 (n=2725), 2008 (n=2688), 2013 (n=2554) και το 2018 (n=2648). ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τα ποσοστά του συνολικού και ενδοοικιακού (HITS) πατρικού καπνίσματος μειώθηκαν δραστικά κατά την διάρκεια της μελέτης (p-for-trend <0.001). Ωστόσο, ενώ τα ποσοστά του ενδοοικιακού (HITS) καπνίσματος μειώθηκαν στους πατέρες ασθματικών και μη ασθματικών παιδιών όπως επίσης και στις μητέρες μη ασθματικών παιδιών (p-for-trend <0.001), παρέμειναν αματάβλητα στην περίπτωση μητέρων ασθματικών παιδιών (p-for-trend 0.283). Οι μητέρες ασθματικών παιδιών σταθερά ανέφεραν περισσότερο ενδοοικιακό κάπνισμα (HITS) από εκείνες μή ασθματικών παιδιών, ενώ επίσης οι αλλαγές στον επιπολασμό του πρόσφατου συριγμού/άσθματος βρίσκονταν σε ακολουθία με τις αλλαγές στο μητρικό ενδοοικιακό κάπνισμα (συντελεστής διασυσχετίσης -cross-correlation coefficient- 0.918 με χρονική υστέρηση -lags ±0 έτη) (κάτι που δεν συνέβη με τις πατρικές καπνιστικές συμπεριφορές). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Το ποσοστό καπνίσματος συνολικά και ενδοοικιακά στα ενήλικα μέλη οικογενειών παιδιών σχολικής ηλικίας μειώθηκε δραστικά κατά την περίοδο από 1998 έως 2018 στην Ελλάδα. Ωστόσο, παρόμοια τάση δεν παρατηρήθηκε στις μητέρες ασθματικών παιδιών, ενώ οι χρονικές αλλαγές στο ποσοστό μητρικού ενδοοικιακού καπνίσματος προέκυψαν παραλλήλως με τις αλλαγές στον επιπολασμό του άσθματος στην παιδική ηλικία.
- ItemOpen AccessΗ επιρροή των βιταμινών Β12 και D3 επί της ισορροπίας και των πτώσεων. Αποτελέσματα από την μελέτη ενός γηριατρικού δείγματος ασθενών του ιατρείου πρόληψης των πτώσεων, στεοπόρωσης και σαρκοπενίας (Ι.Π.Π.Ο.Σ) της κλινικής αποκατάστασης του πανεπιστημιακού γενικού νοσοκομείου Πατρών (ΠΓΝΠ)(2023-08-24)Οι διαταραχές ισορροπίας και οι πτώσεις είναι συχνές στους ηλικιωμένους και έχουν πολυπαραγοντική αιτιολογία. Στον γηριατρικό πληθυσμό είναι σύνηθες φαινόμενο να αναπτύσσονται διάφορες διατροφικές ελλείψεις που εκδηλώνονται ποικιλοτρόπως σε κλινικό επίπεδο. Ανάμεσα στις εν λόγω ελλείψεις συχνότερες είναι αυτές των βιταμινών Β12 και D3. Και οι δύο αυτές φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ομαλή λειτουργία του μϋοσκελετικού και νευρικού συστήματος και κατ’ επέκταση, η έλλειψή τους να διαδραματίζει έναν φυσιοπαθολογία ρόλο στις διαταραχές της ισορροπίας και να αποτελεί προδιαθεσικό παράγοντα για πτώσεις. Ωστόσο, τα μέχρι σήμερα ερευνητικά αποτελέσματα και δεδομένα, αρκετές φορές είναι αντικρουόμενα και ειδικά στην περίπτωση της βιταμίνης Β12 είναι ελάχιστα επί του ελληνικού πληθυσμού ο οποίος, παρουσιάζει τις δικές του ιδιαιτερότητες. Ο σκοπός της παρούσας συγχρονικής μελέτης είναι να αξιολογήσει για πρώτη φορά σε ένα δείγμα του ελληνικού πληθυσμού, μια πιθανή συσχέτιση των βιταμινών B12 και D3 με διαταραχές της ισορροπίας και τις πτώσεις και να επαληθεύσει την υπόθεση, πως χαμηλότερα επίπεδά τους σχετίζονται με χειρότερη ισορροπία και αυξημένη συχνότητα πτώσεων. Πιο συγκεκριμένα, ενενήντα ασθενείς, γυναίκες και άνδρες, αξιολογήθηκαν, από τον Δεκέμβριο 2019 έως τον Δεκέμβριο 2020 κατά τη διάρκεια της πρώτης τους περιπατητικής επίσκεψης στην Κλινική Πρόληψης Πτώσεων του Γενικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Πατρών, μετρήθηκαν τα επίπεδα των Βιταμινών Β12 και τα D3, καταγράφηκε αριθμός των πτώσεων κατά τους τελευταίους 12 μήνες και οι ασθενείς αξιολογήθηκαν χρησιμοποιώντας το Mini-Balance Evaluation Systems Test (Mini-BESTest) για την ισορροπία, τα Fried Phenotype κριτήρια για την Ευπάθεια, το Short Physical Performance Battery (SPPB) για την φυσική απόδοση και μετρήθηκαν η ταχύτητα βάδισης (Walking Speed) και η δύναμη δραγμού (Hand Grip Strength), Mini Mental State Examination (MMSE), Geriatric Depression Scale (GDS). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα επίπεδα των βιταμινών Β12 και D3 ήταν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα στους συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι είχαν τουλάχιστον μία πτώση τους προηγούμενους 12 μήνες (για την Β12: M=346,9, SD=128,5 και για την D3: M=24,3, SD=8,9) από τους συμμετέχοντες που ανέφεραν ότι δεν είχαν πτώσεις (για την Β12 (M=452,3, SD=176,0), t(88) =3,235, p=0,002 και για την D3: M=30,6, SD=9,3), t(88) =3,285, p=0,001 αντίστοιχα). Βρέθηκε μία στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της βιταμίνης Β12 και του Mini-BESTest, r(90)=0,816, p<0,001. Ομοίως, υπάρχει στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων της βιταμίνης D3 και του Mini-BESTest, r(90)=0,785, p<0,001. Οι υψηλότερες βαθμολογίες στο Mini-BESTest αντιστοιχούν σε υψηλότερες τιμές βιταμίνης B12 και D3.Μια ανάλυση πολλαπλής γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι τo Mini-BESTest είναι στατιστικώς σημαντικά προβλεπόμενο, F(10,79)=18.734, p<0.001, adj. R2=0,70 από την Vit-B12 και τον Φαινότυπο Ευπάθειας της FRIED (FRIED Phenotype (pre-frail vs non frail). Ομοίως, στην ανάλυση πολλαπλής δυαδικής λογιστικής παλινδρόμησης, οι πτώσεις προβλέφθηκαν στατιστικώς σημαντικά από τον Φαινότυπο Ευπάθειας της FRIED (pre-frail vs non-frail) χ2(5)=63,918, p<0,001, Nagelkerke R Squared=0,68. Συμπερασματικά, υψηλότερα επίπεδα της βιταμίνης Β12 αλλά όχι και της D3, συνδέονται με καλύτερη ισορροπία αλλά όχι με λιγότερες πτώσεις σε ένα δείγμα ελλήνων ηλικιωμένων που διαβιούν στην κοινότητα.