Πολιτική οικονομία και φυσικό περιβάλλον : μια κριτική θεώρηση της κλασικής, μαρξιστικής και νεοκλασικής ανάλυσης

Thumbnail Image
Date
2023-07-07
Authors
Παπαλεξίου, Γεώργιος
Journal Title
Journal ISSN
Volume Title
Publisher
Abstract
Με την παρούσα ανάλυση επιχειρείται, καταρχάς, να διερευνηθεί ο τρόπος με τον οποίο εντάσσεται η φύση στα θεωρητικά συστήματα της Σχολής της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, του Μαρξ και της Ορθόδοξης (Νεοκλασικής) Οικονομικής Θεωρίας. Εισάγεται η έννοια της (σχετικής) ανεξαρτησίας της φύσης. Η φύση είναι πηγή γαιοπροσόδου για τους γαιοκτήμονες και βασικός παράγοντας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Εντούτοις, είναι (σχετικά) ανεξάρτητη από το κεφάλαιο, δηλαδή δεν παράγεται στην ολότητά της από τη διαδικασία παραγωγής του κεφαλαίου. Υπεισέρχεται σε καπιταλιστικές ή σε μη-καπιταλιστικές παραγωγικές διαδικασίες, ανεξάρτητα από το εάν υφίσταται ή όχι μετασχηματιστικές διαδικασίες. Όμως, δεν υπεισέρχεται σε κάθε περίπτωση άμεσα και ευθέως στις παραγωγικές διαδικασίες του κεφαλαίου. Με βάση το βαθμό της ανεξαρτησίας της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, συζητιούνται οι απόψεις των Φυσιοκρατών και των Adam Smith, David Ricardo και Thomas Malthus. Στους Φυσιοκράτες εντοπίζεται μια αντίληψη όπου η φύση είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κεφάλαιο και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη. Η φύση χάνει μερικώς την ανεξαρτησία της, καθώς η φυσική γονιμότητα της γης μετασχηματίζεται με την εισαγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη γεωργία. Ο μετασχηματισμός της φύσης καταδεικνύεται στις προτάσεις οικονομικής πολιτικής για εκτεταμένες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στη γεωργία υπό συνθήκες κυριαρχίας των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Όμως, η ευεργετική επιρροή της φύσης εξαντλείται αποκλειστικά στη γεωργία, καθώς οι Φυσιοκράτες αγνοούν ότι είναι παράγοντας ανάπτυξης και ενίσχυσης της παραγωγικότητας της εργασίας και για άλλους τομείς, όπως η βιομηχανία. Ο Smith ενστερνίζεται ορισμένες από τις απόψεις των Φυσιοκρατών, αφού και οι δύο υποβαθμίζουν – πλην της γεωργίας – την επιρροή των φυσικών συνθηκών σε τομείς της παραγωγής όπως η βιομηχανία (μανιφακτούρα). Στη θεωρία για την πρόσοδο, ο Smith αναγνωρίζει τη σχετική ανεξαρτησία της φύσης και τις δυνατότητες μετασχηματισμού της από το κεφάλαιο. Το μέγεθος της προσόδου προκύπτει ανάλογα με τη φυσική γονιμότητα και την τοποθεσία της γης. Σε αντίθεση με τη θεωρία της διαφορικής προσόδου, η πρόσοδος είναι μέρος της τιμής και αποτέλεσμα (όχι αιτία) της διαφοράς μεταξύ της αγοραίας τιμής μείον της τιμής παραγωγής του ατομικού κεφαλαίου. Ο Smith διαπίστωσε ότι η πρόσοδος είναι αποτέλεσμα είτε της εξαιρετικής γονιμότητας της γης – που οδηγεί σε μεγαλύτερη αξία των αγροτικών αγαθών –, είτε προέρχεται από την αυξημένη ζήτηση, η οποία προκαλεί μια υψηλότερη τιμή/ αξία και αντίστοιχα την εμφάνιση της προσόδου. Σε μια παρόμοια, «αντιφατική» ερμηνεία, προσανατολίστηκαν και οι Φυσιοκράτες, καθώς επισήμαναν ότι η προέλευση του «πλεονάσματος» άλλοτε βρίσκεται στη ζήτηση και άλλοτε στην εξαιρετική γονιμότητα - παραγωγικότητα της γης. Από την άλλη μεριά, ο Malthus με την αρχή του πληθυσμού και τη θεωρία για την (διαφορική) πρόσοδο, αναγνωρίζει την απόλυτη ανεξαρτησία της φύσης από τις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη – θεωρώντας ότι η όποια τεχνολογική πρόοδος δεν αναστέλλει τελικώς τη λειτουργία του «νόμου» των φθινουσών αποδόσεων. Η φύση είναι όρος ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας αλλά και παράγοντας οικονομικών δυσκολιών, λόγω της επενέργειας του «νόμου» των φθινουσών αποδόσεων. Τα μαλθουσιανά συμπεράσματα βρήκαν σύμφωνο τον David Ricardo, ο οποίος αποδέχτηκε τα αξιώματα περί ανεξέλεγκτης αύξησης του πληθυσμού, όπως και το «νόμο» των φθινουσών αποδόσεων, συμπεραίνοντας ότι η φύση, μέσω της επίδρασης των φθινουσών αποδόσεων, είναι παράγοντας οικονομικής στασιμότητας και οικονομικής κρίσης, ιδίως υπό την κυριαρχία συγκεκριμένων πολιτικών συνθηκών, όπως η απαγόρευση της εισαγωγής των σιτηρών. Αναγνωρίζει έτσι την ύπαρξη απόλυτων φυσικών περιορισμών στην αγροτική παραγωγή, παρά τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η μαρξική ανάλυση επισημαίνει την πολλαπλότητα της αλληλεπίδρασης φύσης-κεφαλαίου. Η φύση, στην ολότητά της, δεν μπορεί να παραχθεί από τη διαδικασία παραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου και ταυτόχρονα υφίσταται το μετασχηματιστικό αποτέλεσμα των οικονομικών σχέσεων. Είναι σχετικά ανεξάρτητη από το κεφάλαιο και την οικονομική-τεχνολογική ανάπτυξη. Στη βάση της παραπάνω συλλογιστικής, αναλύονται δύο μορφές «φυσικών ορίων» στην παραγωγική διαδικασία: α) το μεταβολικό ρήγμα που προκαλείται μεταξύ της ανθρώπινης παραγωγής και των φυσικών συνθηκών της από τη συνεχή, χωρική επέκταση και ανάπτυξη του κεφαλαίου και την παραβίαση των φυσικών νόμων της ζωής και ανταλλαγής της ύλης, β) η οικορύθμιση που αποτελεί μια φυσική διαδικασία διατήρησης, ρύθμισης και αναπαραγωγής περισσότερο παρά μετασχηματισμού, κατά την οποία η εργασία που καταβάλλεται αφορά στην αριστοποίηση των συνθηκών μετασχηματισμού που αποτελούν οργανικές διαδικασίες οι οποίες δεν επιδέχονται σκόπιμη τροποποίηση στα πλαίσια της παραγωγής. Από την άλλη μεριά, οι μαρξιστικές θεωρήσεις της «κοινωνικής κατασκευής της φύσης» και της παραγωγής μιας «δεύτερης φύσης», αποδέχονται την απόλυτη υπαγωγή της φύσης στις διαδικασίες παραγωγής του κεφαλαίου, αμφισβητούν τη σχετική ανεξαρτησία της φύσης και το ταξικό (καπιταλιστικό) πλαίσιο της τεχνολογίας και υπερτονίζουν τη δυνητική υποκατάσταση των φυσικών πόρων από τη διαθέσιμη τεχνολογία, όπως ακριβώς εισηγείται η νεοκλασική οικονομική θεωρία. Στον αντίποδα της προβληματικής των φυσικών ορίων βρίσκεται και η νεοκλασική θεωρία, η οποία στη βασική «μικροοικονομική» θεμελίωσή της αποδέχεται τη δυνατότητα άπειρων λύσεων παραγωγικής υποκατάστασης των «συντελεστών παραγωγής» (στο κυρτό τμήμα μιας καμπύλης ίσου προϊόντος). Οικονομολόγοι όπως ο Robert Solow και ο Joseph Stiglitz υποστήριξαν ότι ο κόσμος μπορεί να πορευτεί και χωρίς φυσικούς πόρους, ενώ η τεχνική αλλαγή μπορεί να αντισταθμίσει μια σταδιακή μείωση στην εισροή των φυσικών πόρων. Επιπλέον, η νεοκλασική οικονομική θεωρία των (αρνητικών) εξωτερικών οικονομιών αναγνωρίζει την αδυναμία του μηχανισμού τιμών της αγοράς να «εσωτερικεύσει» αυτομάτως τις αρνητικές εξωτερικότητες στις τιμές του ρυπαίνοντα και να επιτευχθεί η άριστη κατανομή πόρων (κριτήριο Pareto). Ωστόσο, δεν μπορεί να εντάξει την αδυναμία επίλυσης των αρνητικών εξωτερικοτήτων, μέσω του μηχανισμού τιμών της αγοράς, στο ειδικό καπιταλιστικό (ταξικό) πλαίσιό της και να εντοπίσει τις ταξικές μεροληψίες. Όποια και να είναι η «άριστη» λύση, κάτι τέτοιο συνεπάγεται παραμένουσα (συσσωρευόμενη) ρύπανση, κάτι που, και από την άποψη αυτή, υποδεικνύει ότι τα νεοκλασικά οικονομικά αγνοούν τα φυσικά όρια και τη σπανιότητα των (φυσικών) παραγωγικών πόρων υπερτονίζοντας τη δυνητική υποκατάσταση οικονομικών πόρων και τεχνολογιών. Στον καπιταλισμό διακρίνονται δύο είδη περιβαλλοντικής κρίσης: Το πρώτο είδος περιβαλλοντικής κρίσης εμφανίζεται όταν η συσσώρευση κεφαλαίου απειλείται από περιβαλλοντικούς περιορισμούς στις προμήθειες των απαραίτητων υλικών αξιών χρήσης – και στη βάση αυτή, το πρώτο είδος κρίσης ανάγεται στο μαρξικό «νόμο» της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Το δεύτερο είδος περιβαλλοντικής κρίσης, εκφράζει την καπιταλιστική υποβάθμιση των συνθηκών ανθρώπινης ανάπτυξης και σχετίζεται με τις συνέπειες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη φύση και την ανθρώπινη ζωή, το «μεταβολικό ρήγμα» και την παραβίαση των «οικορυθμιστικών διαδικασιών». Η περιβαλλοντική κρίση δεύτερου είδους μπορεί να προκαλέσει πτώση στην κερδοφορία του κεφαλαίου (δηλαδή κρίση πρώτου είδους), εντούτοις αυτό δεν συμβαίνει σε κάθε περίπτωση. Η φύση δεν είναι στην ολότητά της ενσωματωμένη στις συνθήκες παραγωγής-αναπαραγωγής του κεφαλαίου και δεν επιδρά άμεσα σε κάθε περίπτωση στους παράγοντες που καθορίζουν την κερδοφορία του. Δεν υπάρχει κάποιος αυτόματος (διορθωτικός) μηχανισμός ανάσχεσης της περιβαλλοντικής κρίσης, όπως είναι η ίδια η κρίση, ούτε κάποιος μηχανισμός τιμών για τα μη ενσωματωμένα στην καπιταλιστική παραγωγή-αναπαραγωγή στοιχεία της φύσης που θα δώσει το «σήμα» της επιβάρυνσης, υποβάθμισης, ή καταστροφής τους. Στη βάση των παραπάνω, διερευνάται η σχέση των πανδημιών, ειδικά της πανδημίας Covid-19, με τον καπιταλισμό, τη χωρική επέκτασή του στη φύση και την παραβίαση των φυσικών ορίων από τη βιομηχανική εντατική κτηνοτροφία. Αναλύεται η αιτιακή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στις διαδικασίες αναπαραγωγής του κεφαλαίου με την εμφάνιση ασθενειών και την πανδημία Covid-19. Η πανδημία Covid-19 αποτελεί μορφή εκδήλωσης της περιβαλλοντικής κρίσης δεύτερου είδους, η οποία, με τη σειρά της, μπορεί να ενεργοποιήσει μια περιβαλλοντική κρίση πρώτου είδους. Οι πανδημίες στον καπιταλισμό δεν είναι τυχαία, εξωτερικά προς την καπιταλιστική σχέση φαινόμενα, αλλά αντιθέτως είναι εσωτερικές (εγγράφονται στο εσωτερικό) της καπιταλιστικής σχέσης εκμετάλλευσης και ιδιοποίησης της φύσης. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται οι σύγχρονες μεταβολές στο καταναλωτικό πρότυπο, η σχέση τους με την καπιταλιστική ενσταβλισμένη-εντατική κτηνοτροφία και το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής. Διερευνάται η διατροφική μετάβαση σε τρόφιμα ζωικής προέλευσης, οι – συναρτώμενες με αυτή τη μετάβαση – αλλαγές στην παραγωγική δομή της κτηνοτροφίας και οι συνέπειες των μεθόδων εκτροφής στην εμφάνιση πανδημιών ως αποτέλεσμα της εκτεταμένης παραβίασης των φυσικών ορίων της οικορύθμισης και, επομένως, επέκτασης του μεταβολικού ρήγματος.
Description
Keywords
Φύση, Μαρξ, Περιβαλλοντική κρίση, Πανδημία, Μεταβολικό ρήγμα, Οικορύθμιση, Πολιτική οικονομία
Citation