Τμήμα Ιατρικής (ΔΔ)
Permanent URI for this collection
Browse
Recent Submissions
Item Open Access Analysis of the mechanisms of function of T-cell products in cellular immunotherapy(2024-02-06) Λυσάνδρου, Μέμνων; Lysandrou, MemnonAllogeneic haematopoietic cell tranplantation (Allo-HCT) has become a standard treatment for patients with marrow failure syndromes and hematologic malignancies such as acute leukaemia. However, this treatment is frequently accompanied by the occurrence of Graft-versus-Host Disease (GvHD), a common life-threatening complication in which donor-derived T cells recognise and attack the host’s normal tissues. This phenomenon can occur either early (aGvHD) or later (cGvHD) following allo-HCT and can transpire even when aggressive immunosuppressive prophylaxis is given or even when the donor is an HLA-matched sibling. Despite ground-breaking discoveries in GvHD pathobiology and advances in our understanding of the underlying mechanisms of this disease, conventional immunosuppressive pharmacotherapy remains the backbone of GvHD prophylaxis and treatment. A promising alternative strategy against GvHD is immunotherapy employing the adoptive transfer of T-cells with regulatory properties (Tregs) as a living drug aiming to avoid prolonged pharmacological immunosuppression while preserving the beneficial Graft-versus-Leukaemia effect. Our approach aspired to mimic the physiological mechanism of the successful immune tolerance transpiring during pregnancy, where HLA-G -a well-known immunoregulatory molecule- is expressed in the placenta thereby guarding the “semi-allogeneic” fetus from maternal immune rejection. Since the HLA-G gene is epigenetically repressed after prenatal life and the methylation status of HLA-G promoter regulates its transcriptional activity, we showed in small-scale in vitro experiments that exposure of human peripheral T cells to hypomethylating agents (Has) induces a de novo and stable expression of HLA-G, in turn, converting them to Tregs with in vitro immunosuppressive functions. Subsequently, we developed and validated the manufacturing process of a HLA-G+ T cell (G+ cell)-enriched product, termed iG-Tregs, using a clinical scale and GMP-grade protocol. iG-Tregs can be consistently and robustly produced and display suppressive properties with a favourable safety profile both in vitro and in vivo. The current thesis plays a pivotal part in the translation journey of iG-Tregs as it focuses on elucidating the molecular aspects of G+ cell biology, the design of an interventional clinical trial to translate iG-Tregs as adoptive cell immunotherapy in the context of GvHD post allo-HCT and finally to provide a framework upon which to gain insight into the biological events occurring following this treatment in the human in vivo setting.Item Open Access Εμφυτεύσιμες συσκευές Port-A-Cath για χορήγηση χημειοθεραπείας σε ογκολογικούς ασθενείς : μελέτη της ποιότητας ζωής σχετιζόμενης με την υγεία και αξιολόγηση κόστους και αποτελεσματικότητας(2024-03-20) Χρυσανθοπούλου, Παναγιώτα; Chrisanthopoulou, PanagiotaΕισαγωγή: Οι εμφυτεύσιμοι κεντρικοί φλεβικοί καθετήρες (PORTs) και οι κεντρικοί καθετήρες που εισάγονται περιφερικά (PICCs) χρησιμοποιούνται ευρέως για τη χορήγηση χημειοθεραπείας. Στόχος μας ήταν να μελετήσουμε τη συχνότητα εμφάνισης της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης που σχετίζεται με καθετηριασμό σε ασθενείς με καρκίνο που λαμβάνουν χημειοθεραπεία είτε μέσω PICC είτε μέσω PORT. Μέθοδοι: Ενήλικες με μη αιματολογικό καρκίνο (κυρίως μαστού και παχέος εντέρου) από δύο σουηδικά ογκολογικά κέντρα συμπεριλήφθηκαν και παρακολουθήθηκαν για έως και 1 έτος. Οι ασθενείς χωρίστηκαν τυχαία για να λάβουν PICC ή PORT ενός αυλού. Το πρωτεύον τελικό σημείο ήταν η εμφάνιση μιας κλινικά σημαντικής εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης σχετιζόμενης με τον καθετήρα και το δευτερεύον τελικό σημείο ήταν μια σύνθεση ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με τον καθετήρα: επιπλοκή εισαγωγής, θρόμβωση, απόφραξη, μόλυνση και μηχανικά προβλήματα. Αποτελέσματα: Η δοκιμή αναζήτησε 399 συμμετέχοντες (PICC, n¼201; PORT, n¼198) μεταξύ Μαρτίου 2013 και Φεβρουαρίου 2017. Τα PICCs συσχετίστηκαν με 16 (8%) εν τω βάθει φλεβικές θρομβώσεις σε σύγκριση με δύο (1%) στην ομάδα PORT (HR¼10. 2; διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 2.3e44.6; P¼0.002). Η συνολική συχνότητα εμφάνισης σύνθετων ανεπιθύμητων ενεργειών ήταν υψηλότερη για τους ασθενείς με PICC σε σύγκριση με αυτούς με PORT (HR¼2.7; διάστημα εμπιστοσύνης 95%, 1.6e4.6; P<0.001). Συμπεράσματα: Τα PICC σχετίζονται με υψηλότερο κίνδυνο για εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση σχετιζόμενη με τον καθετήρα και άλλες ανεπιθύμητες ενέργειες σε σύγκριση με τα PORTs. Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την επιλογή μιας συσκευής αγγειακής πρόσβασης για χημειοθεραπεία, ειδικά σε ασθενείς με συμπαγή κακοήθεια. Εγγραφή κλινικής δοκιμής: NCT01971021.Item Open Access Μελέτη της επίδρασης της υψηλής έναντι της χαμηλής συγκέντρωσης νατρίου στο διάλυμα αιμοκάθαρσης, στην περιπατητική κεντρική αρτηριακή πίεση και στην αρτηριακή σκληρία, σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χρόνιο πρόγραμμα αιμοκάθαρσης(2024-05-20) Μπρατσιάκου, Αδαμαντία; Bratsiakou, AdamantiaΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ΑΠ προκαλεί αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα στον πληθυσμό των αιμοκαθαιρόμενων ασθενών. Επιπλέον η αρτηριακή σκληρία όπως εκφράζεται με το PWV αποτελεί ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη καρδιαγγειακού κινδύνου. Οι υπάρχουσες κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν μείωση του φορτίου νατρίου, ωστόσο δεν υπάρχουν σαφείς οδηγίες για τη βέλτιστη συγκέντρωση νατρίου στο διάλυμα ΑΚ. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνηθεί η επίδραση των διαφορετικών συγκεντρώσεων νατρίου στο διάλυμα ΑΚ στην κεντρική και περιφερική ΣΑΠ και ΔΑΠ , καθώς επίσης στους δείκτες αρτηριακής σκληρίας και στη μεταβολή του σωματικού βάρους κατά τη διάρκεια του 3ήμερου μεσοδιαλυτικού διαστήματος. ΜΕΘΟΔΟΙ: Σε αυτή την προοπτική μελέτη έλαβαν μέρος ασθενείς με ΧΝΝΤΣ οι οποίοι υποβάλλονταν σε χρόνιο τρισεβδομαδιαίο πρόγραμμα ΑΚ. Όλοι οι ασθενείς υποβάλλονταν αρχικά σε 6 συνεδρίες ΑΚ με συγκέντρωση νατρίου διαλύματος 137 meq/L, ακολούθως σε 6 συνεδρίες με συγκέντρωση νατρίου διαλύματος 139 meq/L και τέλος σε 6 συνεδρίες με συγκέντρωση νατρίου 141 meq/L. Κατά την έναρξη της 6ης συνεδρίας με τις διαφορετικές συγκεντρώσεις νατρίου, πραγματοποιούνταν 72ωρη ABPM, για την εκτίμηση της περιπατητικής κεντρικής και περιφερικής ΣΑΠ και ΔΑΠ, καθώς επίσης και για την εκτίμηση της μεταβολής των δεικτών αρτηριακής σκληρίας. Επιπλέον έγινε καταγραφή της μεσοδιαλυτικής πρόσληψης σωματικού βάρους, κατά τη διάρκεια του 3ήμερου μεσοδιαλυτικού διαστήματος. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Στην τελική ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 25 ασθενείς. Σημαντική αύξηση στη μέση αορτική ΣΑΠ 72 ωρών παρατηρήθηκε με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις νατρίου στο διάλυμα ΑΚ (114,2±15,3 mmHg με 137 meq/L έναντι 115,4±17,3 mmHg με 139 meq/L έναντι 120,5±18,4 mmHg) p=0,002. Ομοίως, η κεντρική ΔΑΠ 72 ωρών ήταν σημαντικά υψηλότερη με την αύξηση της συγκέντρωσης του νατρίου στο διάλυμα ΑΚ (77±11,8 mmHg με 137 meq/L έναντι 77,9±14 mmHg με 139 meq/L έναντι 80,5±14,7 mmHg με 141 meq, p=0,057). Το PWV παρουσίασε επίσης στατιστικά σημαντική αύξηση με την αύξηση της συγκέντρωσης νατρίου. Όσον αφορά την περιφερική ΑΠ, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση στη μέση ΣΑΠ 72 ωρών με τις υψηλότερες συγκεντρώσεις νατρίου διαλύματος ΑΚ (124,8±16,6 mmHg με νάτριο 137 meq/L έναντι 126,3±17,5 mmHg με νάτριο 139 meq/L έναντι 132,3±19,3 mmHg με νάτριο 141 meq/L, p=0,002). Παρόμοιες διαφορές σημειώθηκαν και στην περιφερική ΔΑΠ 72 ωρών, η οποία αυξήθηκε σημαντικά με την αύξηση της συγκέντρωσης νατρίου διαλύματος (75±11,2 mmHg με 137 meq/L έναντι 76,3±13,7 mmHg με 139 meq/L έναντι 79,5±13,9 mmHg με 141 meq/L, p=0,012). Η περιπατητική αορτική και περιφερική ΑΠ παρουσίασε αύξηση και στα 3 24ωρα ξεχωριστά, όπως επίσης σε όλα τα επιμέρους ημερήσια και νυχτερινά διαστήματα. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Αυτή η μελέτη έδειξε ότι οι χαμηλότερες συγκεντρώσεις νατρίου στο διάλυμα ΑΚ συνδέονται με σημαντική μείωση στην περιπατητική αορτική και περιφερική ΑΠ και στους δείκτες αρτηριακής σκληρίας. Αυτά τα ευρήματα υποστηρίζουν την ανάγκη εξατομίκευσης της συγκέντρωσης νατρίου διαλύματος σε ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση.Item Open Access Ο ρόλος της χορήγησης GNRH analogues στην αγγειογένεση της ενδομητρίωσης(2024-05-28) Φιλινδρής, Θεόδωρος; Filindris, TheodorosΣκοπός: Η νεοαγγειογένεση είναι απαραίτητη για την προσκόλληση και την διεισδυτικότητα των ενδομητριωτικών βλαβών σε γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση. Ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF), είναι ένα από τα κύρια συστατικά της αγγειογένεσης και αποτελεί κομμάτι της κύριας οδού του ιστικού παράγοντα (TF)-πρωτεάση ,ενεργοποιημένος υποδοχέας-2 (PAR-2)-VEGF, που οδηγεί σε νεοαγγειογένεση. Η πρωτεΐνη ειδικότητας 1 (SP1) είναι ένας μεταγραφικός παράγοντας που έχει πρόσφατα μελετηθεί για τον κρίσιμο ρόλο του στην αγγειογένεση μέσω μιας ξεχωριστής οδού. Υποθέτουμε ότι μπλοκάροντας αγγειογενετικές οδούς μπορούμε να καταστείλουμε τις ενδομητριωτικές βλάβες. Οι αγωνιστές εκλυτικής ορμόνης των γοναδοτροπινών (GnRH-a) χρησιμοποιούνται συνήθως, ιδιαίτερα προεγχειρητικά, στην ενδομητρίωση. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να διευκρινιστεί ποιες αγγειογενετικές οδοί επηρεάζονται και ως εκ τούτου, να ανοίξει ο δρόμος για περαιτέρω έρευνα σχετικά με τις αντι-αγγειογενετικές επιδράσεις στην ενδομητρίωση. Μέθοδοι: Χρησιμοποιήσαμε ποσοτική αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης σε πραγματικό χρόνο (qRT-PCR) για να μελετήσουμε τα επίπεδα έκφρασης mRNA των TF, PAR-2, VEGF και SP1 σε ενδομητριωτικούς ιστούς γυναικών που υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση για ενδομητρίωση και έλαβαν GnRH-a (οξική λευπρολίδη ) προεγχειρητικά. Αποτελέσματα: Η έκφραση VEGF, TF και PAR-2 είναι σημαντικά χαμηλότερη σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία (p <0,001) σε σύγκριση με αυτούς που δεν έλαβαν θεραπεία, ενώ η έκφραση SP1 δεν μεταβάλλεται (p=0,779). Συμπεράσματα: Η χορήγηση GnRH-a όντως επηρεάζει ορισμένες οδούς αγγειογένεσης στις ενδομητριωτικές βλάβες, αλλά όχι όλες. Επομένως, θα πρέπει να αναπτυχθούν συμπληρωματικές θεραπείες που επηρεάζουν την οδό αγγειογένεσης του SP1 για την ενίσχυση της αντιαγγειογενετικής επίδρασης του GnRH-a σε ασθενείς με ενδομητρίωση.Item Open Access Ανάλυση της βιοχημικής σύστασης και των εμβιομηχανικών ιδιοτήτων φυσιολογικού και εκφυλισμένου ανθρωπίνου μηνίσκου. Συσχέτιση με τα ιστοπαθολογικά χαρακτηριστικά(2023-12-12) Προκόπη, Νικολέττα; Prokopi, NikolettaΣκοπός: Σκοπός αυτής της έρευνας ήταν να μελετήσει στο φυσιολογικό και στον εκφυλισμένο ανθρώπινο μηνίσκο, τον προσανατολισμό και τις μεταβολές του κολλαγόνου κατά τη διάρκεια των σταδίων της εκφύλισης (ήπια και υψηλή) και να τις συσχετίσει με την παθοεμβιομηχανική του. Η ανάλυση του υλικού μας έδειξε ότι η αποδιοργάνωση του δικτύου κολλαγόνου μπορεί να μετρηθεί πάνω σε λεπτές τομές ιστού μονιμοποιημένου σε παραφίνη πάνω σε αντικειμενοφόρο πλάκα, με τη μέθοδο της φασματοσκοπίας Raman και να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης διάγνωσης των σταδίων εκφύλισης του μηνίσκου. Υλικό και μέθοδος: Ανθρώπινοι μηνίσκοι (n= 27) αφαιρέθηκαν από αρθρώσεις γόνατος, μετά από ολική αρθροπλαστική γόνατος ή μηνισκεκτομή. Για τη μελέτη των εμβιομηχανικών ιδιοτήτων κάτω από θλιπτική φόρτιση, χρησιμοποιήσαμε τις μεθοδολογίες της νανοεισχώρησης και της unconfined compression. Για τη μελέτη του προσανατολισμού του κολλαγόνου, εφαρμόσαμε την πολωμένη φασματοσκοπία Raman (PRS), χρησιμοποιώντας άβαφες λεπτές τομές υγιούς και εκφυλισμένου μηνισκικού ιστού, πάνω σε αντικειμενοφόρο πλάκα, αφού προηγουμένως είχαν επιλεγεί σημεία ενδιαφέροντος, με τη χρήση φωτονικού μικροσκοπίου. Οι εμβιομηχανικές μετρήσεις αφορούσαν τη μηριαία και κνημιαία επιφάνεια του μηνίσκου και το μηνισκικό δοκίμιο ως σύνολο, τις περιοχές του μηνίσκου και το βαθμό εκφύλισης. Φάσματα Raman λήφθησαν χρησιμοποιώντας δύο διαφορετικές πολώσεις του laser (οριζόντια v-HH και κάθετη v-VV) και καταγράφηκε η μέση τιμή του λόγου vHH / vVV σε δύο περιοχές των φασμάτων Raman, μία ευαίσθητη και μία μη ευαίσθητη στον μοριακό προσανατολισμό. Αποτελέσματα: Με τη μέθοδο της νανοεισχώρησης, δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές στο μέτρο ελαστικότητας (Er) μεταξύ πρόσθιας, κεντρικής και οπίσθιας περιοχής του έσω και του έξω εκφυλισμένου μηνίσκου, ούτε διαφορές ανά βαθμό εκφύλισης. Με την unconfined compression, βρέθηκε σημαντικά στατιστική διαφορά στον Er μεταξύ ήπιας (Er= 0,238±0,293 MPa) και υψηλής εκφύλισης(Er= 0,695±0,293 MPa) (p=0,0027).Η ειδική για το κολλαγόνο, περιοχή του αμιδίου Ι (1665cm−1) φάνηκε να έχει τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην πόλωση της φασματοσκοπίας Raman. Οι μέσες τιμές των εντάσεων του λόγου vHH/vVV της κορυφής 1665cm-1, μεταξύ υγιών και εκφυλισμένων μηνίσκων ήταν σημαντικά υψηλότερες στους υγιείς(Mean±SD: 2,56±0,46), σε σχέση με τους εκφυλισμένους (Mean±SD: 1,85±0,42) (p=0,0014). Η μέση τιμή του λόγου vHH/vVV ήταν 2,18 και 1,50 για της ήπιας και υψηλής εκφύλισης μηνίσκους, αντίστοιχα (p=0,0001). Η διαφορά των εντάσεων των κορυφών στις δύο πολώσεις του laser μειώνεται στον εκφυλισμένο μηνίσκο και αυτή η διαφορά ελαχιστοποιείται όσο η αυξάνει η εκφύλιση. Συγκρίνοντας τους υγιείς με τους ήπιας και υψηλής εκφύλισης μηνίσκους, υπάρχει επίσης στατιστικά σημαντική διαφορά (p= 0,036 και p<0,0001 αντίστοιχα). Συμπέρασμα: Ο προσανατολισμός του κολλαγόνου στο μηνισκικό ιστό, αποτελεί μια αξιόπιστη πληροφορία για την κατανόηση και πρόληψη της λειτουργικής συμπεριφοράς του ιστού. Καθώς η εκφύλιση αυξάνεται, η επιφάνεια των μηνίσκων δεν επηρεάζεται από την εκφύλιση, διατηρεί τη λειτουργική συμπεριφορά της, ενώ σαν σύνολο, ο μηνίσκος, χάνει τον υποστηρικτικό του ρόλο, στην υψηλή εκφύλιση. Σε αυτή την έρευνα, μελετήθηκε για πρώτη φορά η εμβιομηχανική συμπεριφορά του εκφυλισμένου ανθρώπινου μηνίσκου κάτω από θλιπτική φόρτιση. Επιπλέον, βρήκαμε ότι ο προσανατολισμός του κολλαγόνου, όπως προσδιορίζεται από την PRS, χρησιμοποιώντας λεπτές τομές ιστού, των 5μm, πάνω σε αντικειμενοφόρο πλάκα, μπορεί να είναι διαφορικός, μεγάλης αξιοπιστίας, ευαισθησίας και ειδικότητας, διαγνωστικός δείκτης για την ανάλυση του μηνισκικού ιστού. Τα δεδομένα μας προτείνουν την ενδιαφέρουσα υπόθεση ότι ένα φορητό, εύχρηστο μικροσκόπιο Raman μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε λεπτές τομές ιστού ενδο-χειρουργικά, για γρήγορη διάγνωση και κατ’ επέκταση για το σχεδιασμό της διαδικασίας στο χειρουργείο.Item Open Access Epidemiological investigation of factors affecting SeΙf-rated health and self-medication(2024-06-24) Βελισσάρη, Ιωάννα; Velissari, IoannaOBJECTIVE In this thesis, the knowledge, attitudes and practices of self-rated health, self-medication and self-medication with antibiotics were investigated and evaluated, in two distinct population teams young parents and students. A new research tool was developed and validated for the analysis of the factors determining health self-assessment and self-medication which were investigated as well as their correlation with various socio-demographic and other characteristics was made. The degree of correlation of the self-esteem of health with the morbidity of the population, as well as the taking of medicines and antibiotics without medical instruction, and which effects, this practice has on our health and Public Health in general, was sought and highlighted. METHODOLOGY To conduct the research, it was necessary to develop and validate a questionnaire as a research tool. The final structure and format of the questionnaire consisted of the following sections: Demographic data, concepts on self-assessment of health, self-medication, and taking antibiotics without medical instruction. The survey tool was distributed to the study sample in two formats (printed and electronic format). The two distinct research samples consisted of 667 students and 551 young parents of children in primary schools. After the sample was collected, the statistical analysis of the data was done with the use of the IBM SPSS 24 programme. RESULTS The final version of the questionnaire consisted of 6 domains and 85 sectional questions and was validated. The Item-Content Validity Index (I-CVI) ranged between 0.50 and 1.00. The CVR was generated for each item. Twenty-six items had a CVR of 1.00, eight a score of 0.9, four a score of 0.8, four a score of 0.7, and two a score of 0.5. The average CVR value was 0.9. For all items, modified Kappa (k*) values were excellent (> 0.8), revealing that the agreement between experts was not due to chance. The face validity of the questionnaire by reviewing the clarity and the completeness of the questions to measure the target outcome. The Intraclass Correlation Coefficient (ICC) assessment showed that the reliability was good in average measures (ICC=0.779). Cronbach’s coefficient alpha was used to check the overall reliability of the questionnaire using the data collected from the 135 adult individuals. The total sample responded to both questionnaires (paper and electronic format) were 667 students and 551 young parents of children in primary schools covering a variable and different population sample. In our data with students, 30% females and 23% males characterize their life as moderate or bad. 29% of females and 27% of males visited a doctor and the rest either followed a phone medical order or asked their family. They do not perform preventive exams (27% in females and 46% in males) due variable reasons such as financial, lack of time, do not feel them necessary. In our study, the prevalence of SM (always, often, or sometimes) without a medical prescription was 52% for males and 49.2% for females with similar prevalence in all three schools as all belong to health sector. About 44.9% of students considered SM as good or accepted practice; 74.3% were careful when self-medicating and reading the package leaflet of self-medicated drugs. About 28.4% had received antibiotics and the reason was convenience (25%) or distrust of medical advice. The students in our study believe that SM is a good or accepted practice (44,9% females and 42,63% for males). In our study, SM was significantly associated with age, gender, and students’ academic year as females, medical students, and last year students tended to self-medicate more than their peers with significant differences between them.SM was reported by 79.9% of students. The most used drugs were analgesics. The prevalence reported in our study is quite significant. It was surprising to find that there was no significant difference in the prevalence rates of self-medication amongst different health students. In our data with parents, 23% and 53% characterize their life as bad or moderate, respectively, whereas only 21% always and 23% often visited a doctor and the rest either followed telephone medical orders or asked their family. They do not perform preventive exams due to main reasons such as financial, lack of time, or “do not feel them necessary”. In our study, the prevalence of SM (always, often, or sometimes) without a medical prescription was 15.3 with similar prevalence in all primary schools. Receiving advice mainly from the family/friends (44.1% for females and 42.9 for males) about SM and the reuse of old prescriptions contributes to the risk posed by home pharmacies. Further explanations for SM cited by parents included “there is no need to see a doctor for my child because of a simple disease” and “quick relief.” About 29% of parents considered SM as good or accepted practice; 74.3% were careful when self-medicating and reading the package leaflet of self-medicated drugs. About 28.4% had received antibiotics and the reason was convenience (25%) or distrust of medical advice. Different genders show similar percentages in self-medication. The students in our study believe that SM is a good or accepted practice (44.9% females and 42.63% for males). The prevalence reported in our study is quite significant. It is also worthy to note here that parents belong to general population of society and if the prevalence of self-medication is high, then the prevalence in the rest of the community maybe a significant health issue. CONCLUSIONS In conclusion and according to the research results, self-rated health is a very important indicator for both morbidity and mortality of the population, especially when this population is the student population of the country. Further research and investigation of self-rated health is certainly needed. On the other hand, self-medication and especially self-medication with antibiotics are two very important and burning issues for Public Health. The incorrect and reckless use of medicines can create resistant bacteria endangering Public Health. Overuse of antimicrobial drugs is a global problem. A holistic approach must therefore be adopted to prevent this problem which may include (i) awareness and education regarding the consequences of self-medication (ii) strategies to prevent the supply of over-the-counter drugs (iii) strict rules on pharmaceutical advertising and (iv) strategies to provide healthcare to all by eliminating health inequalities.Item Open Access Ο προγνωστικός ρόλος παραμέτρων της γενικής αίματος ως προς την πρόοδο της νόσου και την θνητότητα ασθενών με διάμεσα νοσήματα του πνεύμονα που υποβάλλονται σε χειρουργική βιοψία πνεύμονα(2024-03-14) Μήλας, Θεόδωρος; Milas, TheodorosΕισαγωγή: Ο αριθμός των μονοκυττάρων και το αυξημένο εύρος κατανομής ερυθροκυττάρων (RDW) εμφανίζονται να έχουν προγνωστικό ρόλο σε ασθενείς με ιδιοπαθή πνευμονική ίνωση. Η προγνωστική χρησιμότητα των δεικτών του περιφερικού αίματος σε ασθενείς με διάμεση πνευμονοπάθεια (Interstitial lung disease,ILD) που υποβάλλονται σε χειρουργική βιοψία πνεύμονα για διαγνωστικούς λόγους δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Μεθοδολογία: Κατά το χρονικό διάστημα 07/11/2019 έως και 11/10/2022, συμπεριλάβαμε αναδρομικά διαδοχικούς ασθενείς με Διάχυτη Διάμεση Πνευμονοπάθεια που υποβλήθηκαν σε χειρουργική βιοψία πνεύμονα για διαγνωστικούς σκοπούς. Αποτελέσματα: Πενήντα πέντε (n=55) ασθενείς συμπεριλήφθηκαν στη μελέτη. Η διάμεση ηλικία ήταν τα 65 έτη (95% CI: 63,0 έως 66,0). Ο μετεγχειρητικός αριθμός μονοκυττάρων στο περιφερικό αίμα την 1η ημέρα ήταν σημαντικά υψηλότερος σε σύγκριση με τις προεγχειρητικές, περιεγχειρητικές και μετεγχειρητικές τιμές την ημέρα 90 (επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ANOVA, p<0,001). Οι ασθενείς στην ομάδα υψηλού μετεγχειρητικού αριθμού μονοκυττάρων (40) είχαν σημαντικά αυξημένη διάρκεια μετεγχειρητικής παραμονής στο νοσοκομείο [Mann-Whitney test, p=0,007] και σημαντικά χαμηλότερη προβλεπόμενη τιμή FVC% 3 μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση [Mann-Whitney test, p=0,029] σε σύγκριση με τους ασθενείς στην ομάδα χαμηλού μετεγχειρητικού αριθμού μονοκυττάρων. Το μετεγχειρητικό RDW την Ημέρα 90 ήταν σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με το προεγχειρητικό, το περιεγχειρητικό και το μετεγχειρητικό RDW της Ημέρας 1 (επαναλαμβανόμενες μετρήσεις ANOVA, p=0,008, p=0,006, p < 0,0001, αντίστοιχα). Οι ασθενείς στην ομάδα υψηλού μετεγχειρητικού RDW δεν είχαν αυξημένη παραμονή στο νοσοκομείο (Mann-Whitney test, p=0,49) ή σημαντική χαμηλότερη προβλεπόμενη τιμή FVC% στους 3 μήνες σε σύγκριση με τους ασθενείς στην ομάδα χαμηλού μετεγχειρητικού RDW (Mann-Whitney test, p=0,91). Συμπεράσματα: Ο αριθμός των μονοκυττάρων του περιφερικού αίματος θα μπορούσε να αποτελέσει προγνωστικό βιοδείκτη για ασθενείς με Διάχυτη Διάμεση Πνευμονοπάθεια που υποβάλλονται σε διαγνωστική χειρουργική βιοψία πνεύμονα και να βοηθήσει στη προεγχειρητική διαστρωμάτωση κινδύνου. Το RDW δεν φαίνεται να αποτελεί βιοδείκτη οξείας φάσης, αλλά φαίνεται να αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου μετά την εξέλιξη της νόσου. Μακροχρόνιες μελέτες με μεγαλύτερο όγκο ασθενών απαιτούνται για να εξαχθούν περισσότερο ασφαλή συμπεράσματαItem Open Access Πλαγία μυατροφική σκλήρυνση και γνωσιακή διαταραχή(2024-04-22) Κατερέλος, Αδαμάντιος; Katerelos, AdamantiosΗ πλαγία μυατροφική σκλήρυνση (ΠΜΣ) είναι μια εκφυλιστική νόσος των ανώτερων και κατώτερων κινητικών νευρώνων. Τα άτομα με ΠΜΣ παρουσιάζουν συνήθως προμηκικά ή κορμικά συμπτώματα, ενώ σε ορισμένους ασθενείς μπορεί να παρουσιαστούν και οι δύο κατηγορίες συμπτωμάτων καθώς η νόσος εξελίσσεται. Τα τελευταία χρόνια αρκετές είναι οι μελέτες στη διεθνή βιβλιογραφία που έχουν επισημάνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό των ατόμων με ΠΜΣ παρουσιάζει από ήπια έως και σοβαρού βαθμού γνωστική έκπτωση, ιδίως όσον αφορά τις εκτελεστικές λειτουργίες. Σκοπός της έρευνάς μας ήταν να αξιολογήσουμε τη μετωπιαία και γενική γνωστική έκπτωση σε άτομα με ΠΜΣ με βάση απλές δοκιμασίες γνωστικού ελέγχου. Με βάση τη συστοιχία εκτίμησης μετωπιαίων λειτουργιών (Frontal Assessment Battery, FAB) και την κλίμακα γνωστικής αξιολόγησης του Μόντρεαλ (Montreal Cognitive Assessment, MoCA), η γνωστική λειτουργία αξιολογήθηκε αρχικά σε 52 ενήλικες με ΠΜΣ (25 ασθενείς με κορμικά συμπτώματα, 12 ασθενείς με προμηκικά συμπτώματα και 15 ασθενείς τόσο με προμηκικά όσο και με κορμικά συμπτώματα) και 52 γνωστικά υγιή άτομα (μάρτυρες) και ακολούθησε συγκριτική ανάλυση ασθενών-μαρτύρων. Επιπλέον, τα άτομα με ΠΜΣ επαξιολογήθηκαν μετά από έξι μήνες και πάλι μετά από δώδεκα μήνες, μετά την πρώτη αξιολόγηση. Οι πρωταρχικές στατιστικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν το Pearson Chi Square Test, το Skilling-Mack Test και ο συντελεστής συσχέτισης Spearman. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο λογαριθμικής παλινδρόμησης αναλογικών αποδόσεων για τη διερεύνηση πιθανών προβλεπτικών παραγόντων της γνωστικής έκπτωσης. Στην παρούσα μελέτη παρατηρήθηκε σταδιακή πτώση των βαθμολογιών στις κλίμακες MoCA και FAB με την πάροδο του χρόνου. Το μοντέλο λογιστικής παλινδρόμησης αποκάλυψε ότι η γνωστική έκπτωση σχετίζεται σημαντικά με τη νόσο, τη μεγαλύτερη ηλικία και τη κινητική λειτουργική έκπτωση. Συγκεκριμένα, η γνωστική απόδοση των ατόμων με ΠΜΣ ήταν στατιστικά χαμηλότερη από εκείνη των ατόμων χωρίς γνωστική διαταραχή, γεγονός που καταδείχθηκε με την εφαρμογή της κλίμακας MoCA (Pearson's Chi-squared test, X2=9,4203, p=0,002), ενώ η συχνότητα της μετωπιαίας δυσλειτουργίας με την εφαρμογή της κλίμακας FAB δεν διέφερε μεταξύ ασθενών και ατόμων χωρίς γνωστική διαταραχή (Pearson's Chi-squared test, X2=0,351, p-value=0,554). Περαιτέρω ανάλυση αποκάλυψε ότι η γνωστική έκπτωση των ασθενών με προμηκικά συμπτώματα και ασθενών με συνδυασμό προμηκικών και κορμικών συμπτωμάτων παρουσίασε ταχύτερη επιδείνωση σε σύγκριση με τους ασθενείς με κορμικά συμπτώματα (MoCA - Χ2=8,772, p=0,012 / FAB - Χ2=12,0586, p=0,002). Συγκεκριμένα, η υποομάδα των ασθενών με τα κορμικά συμπτώματα είχε σταθερά τις χειρότερες επιδόσεις στους τομείς της καθυστερημένης ανάκλησης και της προσοχής, όπως αξιολογήθηκαν βάσει της κλίμακας MoCA. Παρομοίως, οι υποομάδες των ασθενών με προμηκικά συμπτώματα είτε με συνδυασμό κορμικών και προμηκικών συμπτωμάτων παρουσίασαν τις χειρότερες βαθμολογίες στην καθυστερημένη ανάκληση και την προσοχή, καθώς και στις οπτικοχωρικές δεξιότητες και τον προσανατολισμό, ακολουθούμενες από τη λεκτική ευχέρεια. Όσον αφορά τις βαθμολογίες στην κλίμακα FAB, η υποομάδα των ασθενών με τα κορμικά συμπτώματα παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση στον ανασταλτικό έλεγχο, ενώ η υποομάδα με το συνδυασμό προμηκικών και κορμικών συμπτωμάτων παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση στις αντικρουόμενες οδηγίες. Η υποομάδα των ασθενών με τα προμηκικά συμπτώματα παρουσίασε τη μεγαλύτερη μείωση στη λεκτική ευχέρεια. Δεδομένου ότι τα γνωστικά ελλείμματα αποτελούν μέρος του κλινικού φαινοτύπου της ΠΜΣ, ιδίως σε ασθενείς με προμηκικά συμπτώματα, η αξιολόγηση της γνωστικής λειτουργίας χρειάζεται να ενσωματωθεί στη διαγνωστική πορεία για την ΠΜΣ. Η έγκαιρη ανίχνευση των γνωστικών ελλειμάτων μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων της ΠΜΣ και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τόσο των ασθενών με ΠΜΣ όσο και των φροντιστών τους.Item Open Access Προοπτική κλινική μελέτη της χρήσης αεροθαλάμων επικαλυμμένων με πακλιταξέλη για την αντιμετώπιση των συμπτωματικών στενώσεων κεντρικών φλεβών σε κυκλώματα αιμοκάθαρσης(2024-04-12) Παπαδημάτος, Παναγιώτης; Papadimatos, PanagiotisΣκοπός: Η σύγκριση της πρωτογενούς βατότητας ανάμεσα στη χρήση μπαλονιών επικαλυμμένων με πακλιταξέλη και της συμβατικής αγγειοπλαστικής σε συμπτωματικές κεντρικές φλεβικές στενώσεις σε αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς. Υλικά και Μέθοδος: Σε ένα διάστημα 20 μηνών, 40 αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς (19/40 με αυτόλογη αρτηριοφλεβική επικοινωνία [AVFs] και 21/40 με ετερόλογη αρτηριοφλεβική επικοινωνία [AVGs]) τυχαιοποιήθηκαν προκειμένου να υποβληθούν σε αγγειοπλαστική είτε με PCB (ομάδα PCB, n=20; 14/20 άρρενες; ηλικίας: 56.7) είτε συμβατική αγγειοπλαστική (ομάδα CBA, n=20; 15/20 άρρενες; ηλικίας: 57). Υπήρχαν 15/20 επαναστενωτικές βλάβες στην ομάδα PCB και 12/20 στην ομάδα CBA. Σε 25/40 περιπτώσεις στους ασθενείς είχε παλαιότερα τοποθετηθεί κεντρικός φλεβικός καθετήρας ομόπλευρα. Πρωτεύον καταληκτικό σημείο ήταν η σύγκριση του ελεύθερου από κλινική επανεπέμβαση χρόνου (intervention free period, IFP) της ίδιας βλάβης στους 6 μήνες, ενώ δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία αποτελούσαν τα ποσοστά επιπλοκών κατά την περίοδο της παρακολούθησης και η ταυτοποίηση παραγόντων που επηρεάζουν την IFP. Αποτελέσματα: Η μέση IFP ήταν σημαντικά καλύτερη υπέρ της ομάδας PCB (ομάδα PCB: 179 ημέρες έναντι ομάδα CBA: 124.5 ημέρες, P = .026). Η μέση περίοδος παρακολούθησης ήταν 180 ημέρες (εύρος, 5-479). Δεν υπήρξε σημαντική διαφορά ανάμεσα σε AVGs και AVFs (P = .17), σε de novo και επαναστενωτικές βλάβες (P = .33), ούτε σε περιπτώσεις προηγούμενης τοποθέτησης καθετήρα (P = .21). Δεν παρατηρήθηκαν επιπλοκές κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης. Σε περιπτώσεις επαναστενωτικών βλαβών στην ομάδα PCB, ενώ η διαχρονική σύγκριση ανάμεσα στις δυο θεραπείες ανέδειξε σημαντική διαφορά υπέρ της θεραπείας με PCB (μέση IFP στην ομάδα PCB 177 ημέρες έναντι 91 ημέρες στην ομάδα CBA; P = .01). Συμπεράσματα: Σε αυτήν την τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη (Randomized Control Trial, RCT), τα PCBs εμφάνισαν σημαντικά καλύτερα ποσοστά έναντι της CBA στην αντιμετώπιση συμπτωματικών κεντρικών φλεβικών στενώσεων σε κυκλώματα αιμοκάθαρσης. Επίσης, σε ασθενείς που στο παρελθόν είχαν αντιμετωπισθεί μόνο με συμβατική αγγειοπλαστική και τώρα αντιμετωπίσθηκαν με PCB, η αναδρομική διαχρονική σύγκριση των δύο θεραπειών στους ίδιους ασθενείς ανέδειξε σημαντική στατιστικά διαφορά υπέρ των PCBs.Item Open Access Μελέτη της ρύθμισης των Src κινασών και του ρόλου τους στην ενδοκυττάρια σηματοδότηση(2024-04-10) Κούτρας, Νικόλαος; Koutras, NikolaosΤα μέλη της οικογένειας των Src κινασών (SFKs), Lck και Lyn, έχουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των λεμφοκυττάρων. Παρά την ιστοειδική τους έκφραση, οι δύο κινάσες μοιράζονται πολλές κοινές λειτουργίες. Η πιο γνωστή από αυτές, είναι η ενεργοποίηση των λεμφοκυττάρων μέσω της φωσφορυλίωσης εξειδικευμένων πρωτεϊνικών μοτίβων που βρίσκονται στις κυτταροπλασματικές περιοχές των αντιγονικών υποδοχέων. Η Lck εκφράζεται κυρίως στα Τ λεμφοκύτταρα, ωστόσο, έκτοπη έκφρασή της έχει ανιχνευθεί σε υποπληθυσμούς Β-1 κυττάρων και σε έναν αριθμό από παθολογικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των οξείων και χρόνιων Β κυτταρικών λευχαιμιών. Η ακριβής επίδραση της Lck στη σηματοδότηση εντός του Β κυτταρικού περιβάλλοντος παραμένει αινιγματική, και συνδέεται άμεσα με το μακροχρόνιο ερώτημα αποσαφήνισης των μηχανισμών που προσδίδουν εξειδίκευση ανάμεσα στα μέλη των SFKs. Στην παρούσα εργασία, θελήσαμε να διερευνήσουμε τη μηχανιστική βάση λειτουργίας της έκτοπης Lck στα Β κύτταρα και να τη συγκρίνουμε με τα φαινόμενα σηματοδότησης που προκαλούνται από την κυρίαρχη ενδογενή SFK, Lyn. Τα αποτελέσματά μας κατέδειξαν περιορισμένη επιλεκτικότητα στη φωσφορυλίωση υποστρωμάτων ανάμεσα στις δύο κινάσες, η οποία ωστόσο αντισταθμίζεται από τη διαφορετική επιρρέπειά τους σε ρυθμιστικούς μηχανισμούς του κυττάρου, αποκαλύπτοντας έτσι μια έως τώρα υποτιμημένη πτυχή της εξειδικευμένης ρύθμισης των διαφορετικών μελών των SFKs. Επιπλέον, δείξαμε ότι η υπερέκφραση των Lck και Lyn επαρκεί ώστε να επάγει μεταβολές στο μεταγράφωμα των κυττάρων, οι οποίες προσομοιάζουν τη Β κυτταρική ενεργοποίηση. Τέλος, οι αναλύσεις μας αποκάλυψαν έναν ακόμα άγνωστο ρόλο των SFKs στην μεταβολή της ισορροπίας των κυτταρικών διαδικασιών που ρυθμίζουν τις αποκρίσεις στο στρες, προωθώντας επιλεκτικά μια άτυπη μορφή αυτοφαγίας του Ενδοπλασματικού Δικτύου (ER-phagy), η οποία δεν έχει προηγουμένως περιγράφει στα Β λεμφοκύτταρα.Item Open Access Η επίδραση της θρέψης στην επασβέστωση των καρδιακών βαλβίδων σε ασθενείς με τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια υπό εξωνεφρική κάθαρση(2024-06-07) Πλυτζανοπούλου, Πετρίνη; Plytzanopoulou, PetriniΣτην 1η εργασία, η επασβέστωση των καρδιακών βαλβίδων αορτής και μιτροειδούς εκτιμήθηκε με την χρήση της υπερηχοκαρδιογραφίας δύο διαστάσεων (Β-mode απεικόνιση) σε 42 σταθεροποιημένους ασθενείς ηλικίας 73 ετών μεσοσταθμικά, που υποβάλλονταν σε 4-ωρη αιμοκάθαρση 3 φορές εβδομαδιαία Το επίπεδο θρέψης των ασθενών αξιολογήθηκε με τη χρήση του τροποποιημένου δείκτη SGA (Υποκειμενική-Σφαιρική-Εκτίμηση), με την ανάλυση σύστασης του σώματος μέσω της βιοηλεκτρικής εμπέδησης. Επίσης εκτιμήθηκαν και αρκετές βιοχημικές παράμετροι του αίματος κάποιες ως δείκτες θρέψης και κάποιες ως δυνητικοί παράγοντες κινδύνου επασβέστωσης. Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως το 50% των ασθενών εμφάνιζε επασβέστωση της μιτροειδούς, το 38% της αορτικής και 16.7% και στις 2 βαλβίδες. Η προχωρημένη ηλικία, τα αυξημένα επίπεδα CRP, και η μειωμένη τιμή του κλάσματος αλβουμίνης/ολικών λευκωμάτων έδειξαν σημαντικά θετική προβλεπτική ικανότητα βαλβιδικής επασβέστωσης μετρίου-σοβαρού βαθμού. Επίσης, η γωνία φάσης ως δείκτης θρέψης, στη μονοπαραγοντική ανάλυση στους ασθενείς με μετρίου-σοβαρού βαθμού βαλβιδική επασβέστωση είχε στατιστικά σημαντική μικρότερη τιμή συγκριτικά με τους ασθενείς που δεν είχαν καθόλου ή είχαν ηπίου βαθμού βαλβιδική επασβέστωση. Ωστόσο, ως προγνωστικός δείκτης σοβαρής επασβέστωσης έδειξε οριακή σημαντικότητα και χαμηλή ειδικότητα πιθανώς λόγω του μικρού δείγματος ασθενών. Πιο συγκεκριμένα, στην πολυπαραγοντική ανάλυση φάνηκε πως η προχωρημένη ηλικία (άνω των 76.5 ετών, OR: 9.56 p=0.015), και η συγκέντρωση της C αντιδρώσας πρωτεΐνης CRP > 3.5 mg/dl (OR: 9.26 p=0.016), αύξαναν σημαντικά την πιθανότητα παρουσίας μέτριας-σοβαρής βαλβιδικής επασβέστωσης. Στην ROC ανάλυση ο λόγος αλβουμίνης/ολικές πρωτεΐνες πλάσματος χαμηλότερος περίπου της κατώφλιας τιμής 0.5 σχετίζονταν θετικά με την εμφάνιση βαλβιδικής επασβέστωσης με 77% ευαισθησία και 71% ειδικότητα (p=0.012). Στην 2η εργασία, η επασβέστωση των βαλβίδων της αορτικής και μιτροειδούς της καρδιάς εκτιμήθηκε με την χρήση της υπερηχοκαρδιογραφίας δύο διαστάσεων (Β-mode απεικόνιση) σε 130 σταθεροποιημένους ασθενείς ηλικίας 66 ετών μεσοσταθμικά, που υποβάλλονταν σε 4-ωρη αιμοκάθαρση 3 φορές εβδομαδιαία. Η σκελετική μυϊκή μάζα εκτιμήθηκε βάση της μαθηματικής φόρμουλας του τροποποιημένου Δείκτη κρεατινίνης και η μυϊκή δύναμη με τη χρήση του δυναμόμετρου χειρός στο χέρι χωρίς την αρτηριοφλεβική προσπέλαση. Σκοπός της μελέτης ήταν να εξεταστεί ο δείκτης κρεατινίνης ως πιθανός προβλεπτικός δείκτης σαρκοπενίας στους εν λόγω ασθενείς. Εκτιμήθηκαν επίσης, παράμετροι ανθρωπομετρίας, θρέψης, παχυσαρκίας για την διερεύνηση πιθανών συσχετίσεων με τις παραμέτρους της σαρκοπενίας. Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε πως ο αυξανόμενος συνολικός χρόνος αιμοκάθαρσης είχε σημαντική αρνητική συσχέτιση με την μυϊκή δύναμη (β= -0.53, p=0.001) ενώ ο δείκτης κρεατινίνης είχε σημαντική θετική συσχέτιση με την μυϊκή δύναμη (β=2.05, p<0.001) και η οποία εξακολουθούσε να παραμένει σημαντική κατόπιν στάθμισης διαφόρων συγχυτικών παραγόντων. Στην 3η εργασία, η επασβέστωση των βαλβίδων της αορτικής και μιτροειδούς της καρδιάς και η διαστολική δυσλειτουργία εκτιμήθηκε με την χρήση της υπερηχοκαρδιογραφίας δύο διαστάσεων (Β-mode απεικόνιση) σε 130 σταθεροποιημένους ασθενείς ηλικίας 66 ετών μεσοσταθμικά, που υποβάλλονταν σε 4-ωρη αιμοκάθαρση 3 φορές εβδομαδιαία στη μονάδα Η εκτίμηση θρέψης, παχυσαρκίας, και παραμέτρων σαρκοπενίας και φλεγμονής πραγματοποιήθηκε με την χρήση ανθρωπομετρίας, καθώς και με τις μετρήσεις διαφόρων βιοχημικών και κλινικών δεικτών. Παράμετροι θρέψης, παχυσαρκίας και σαρκοπενίας δεν έδειξαν να διαφέρουν μεταξύ των ασθενών με βαλβιδική και μη- βαλβιδική επασβέστωση. Η ηλικία ≥ 65 ετών (PR: 1.47, p=0.012), η διαστολική δυσλειτουργία (PR: 2.31, p=0.005), η υψηλή τιμή του λόγου CRP/αλβουμίνη πλάσματος (PR: 1.46, p=0.01), και η τιμή της περιμέτρου του μέσου του βραχίονα <26 εκατοστά (PR: 1.37, p=0.03), σχετίζονταν με αυξημένο επιπολασμό της επασβέστωσης της αορτικής βαλβίδας, ενώ η διαστολική δυσλειτουργία (PR: 1.47, p=0.012), η υψηλή τιμή του λόγου CRP/αλβουμίνη πλάσματος (PR: 1.56, p=0.02), και η τιμή της περιμέτρου του μέσου του βραχίονα <26 εκατοστά (PR: 1.52, p=0.01), σχετίζονταν με αυξημένο επιπολασμό της επασβέστωσης της μιτροειδούς βαλβίδας. Οι παράγοντες ηλικία ≥ 65 ετών (PR: 1.33, p=0.028), η διαστολική δυσλειτουργία (PR: 1.72, p=0.01), η υψηλή τιμή του λόγου CRP/αλβουμίνη πλάσματος (PR: 1.53, p=0.003), και η τιμή της περιμέτρου του μέσου του βραχίονα <26 εκατοστά (PR: 1.40, p=0.006), σχετίζονταν θετικά με την παρουσία επασβέστωσης σε οποιαδήποτε βαλβίδα της καρδιάς. Συνεπώς, η προχωρημένη ηλικία (άνω των 65 ετών) η διαστολική δυσλειτουργία, η υψηλή τιμή του λόγου CRP/αλβουμίνη πλάσματος ως δείκτης του συνδρόμου υποθρεψίας-φλεγμονής και πιο συγκεκριμένα τιμή του λόγου αυτού μεγαλύτερη της κατωφλιακής 0.61 με 70% ευαισθησία και ειδικότητα, καθώς και η περίμετρος του μέσου του βραχίονα <26 εκατοστά, ως πιθανός δείκτης δυσμεταβολικής μυϊκής μάζας, φαίνονται ως ισχυροί παράγοντες πρόβλεψης της επασβέστωσης των καρδιακών βαλβίδων στους ασθενείς υπό αιμοκάθαρση.Item Open Access Η συσχέτιση ορμονικών και μεταβολικών παραγόντων με την επιθετικότητα της νόσου σε ασθενείς με κλινικά εντοπισμένο καρκίνο του προστάτη(2024-05-30) Κοντογιάννης, Σταύρος; Kontogiannis, StavrosΟι ασθενείς με καρκίνο του προστάτη είναι μια ετερογενής ομάδα όσον αφορά την επιθετικότητα της νόσου. Η σχέση των στεροειδών ορμονών με την επιθετικότητα του καρκίνου του προστάτη είναι ασαφής. Είναι γνωστό ότι η αντιμυλλέριος ορμόνη (Anti-Mullerian Hormone: ΑΜΗ), αναστέλλει τις κυτταρικές σειρές του καρκίνου του προστάτη in vitro. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της σχέσης των στεροειδών ορμονών και της ΑΜΗ με την επιθετικότητα του καρκίνου του προστάτη. Επιπλέον, ο ακριβής ρόλος του μεταβολικού συνδρόμου σε αυτή τη μεταβλητότητα του καρκίνου του προστάτη παραμένει ασαφής. Αυτή η μελέτη θα διερευνήσει επίσης τη σχέση μεταξύ μεταβολικών παραγόντων και τον πιθανό ρόλο τους στην πρόβλεψη της επιθετικότητας του καρκίνου του προστάτη. Ασθενείς και Μέθοδοι Η μελέτη μας ήταν προοπτική και περιελάμβανε διαδοχικούς ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ριζική προστατεκτομή για καρκίνο προστάτη. Μετρήσαμε τις ακόλουθες ορμόνες: ολική τεστοστερόνη, σφαιρίνη δέσμευσης ορμονών φύλου, αλβουμίνη, ωχρινοτρόπου ορμόνης, ωοθυλακιοτρόπου ορμόνης, οιστραδιόλης, θειικής δεϋδροεπιανδροστερόνης, ανδροστενεδιόνης και AMH. Επίσης, μελετήθηκε ένα ολοκληρωμένο μεταβολικό προφίλ μετρώντας το βάρος, το ύψος, τον δείκτη μάζας σώματος, την περιφέρεια μέσης, τα τριγλυκερίδια, τις λιποπρωτείνες χαμηλής και υψηλής πυκνότητας (HDL και LDL χοληστερόλη) και τη γλυκόζη νηστείας, καθώς και σημειώνοντας την υπέρταση, τον σακχαρώδη διαβήτη και το μεταβολικό σύνδρομο. Η ελάχιστη παρακολούθηση ήταν πέντε χρόνια μετά τη χειρουργική επέμβαση. Η επιθετικότητα του καρκίνου του προστάτη αξιολογήθηκε με βάση τρία κριτήρια: τη μετεγχειρητική βαθμολογία Gleason 8 ή υψηλότερο, την ταξινόμηση της νόσου pT3 σύμφωνα με το σύστημα σταδιοποίησης TNM και τη βιοχημική υποτροπή PSΑ μετά από τη χειρουργική επέμβαση. Αποτελέσματα Συνολικά, εντάχθηκαν στη μελέτη της διατριβής 91 ασθενείς. Η μέση ηλικία και το PSA ήταν 64,8 έτη και 9,3 ng/dl, αντίστοιχα. Το διάμεσο μετεγχειρητικό Gleason score ήταν 7. Τα χαμηλά επίπεδα AMH στο αίμα συσχετίστηκαν με υψηλότερo μετεγχειρητικό Gleason score (p=0,001), καθώς και με τη βιοχημική υποτροπή του PSA (p=0,043). Με τη νόσο pT3, μόνο η λευκωματίνη συσχετίστηκε (αρνητικά) (p=0,008). Η ανάλυση ROC έδειξε ότι η AMH είναι ένας καλός προγνωστικός δείκτης της βιοχημικής υποτροπής του PSA (AUC 0,646, 95% CI 0,510-0,782, p=0,043). Με κατώφλι την τιμή 3,06 ng/dl, η ΑΜΗ είχε θετική προγνωστική αξία 71,4% και αρνητική προγνωστική αξία 63,3% για τη βιοχημική υποτροπή του PSA μετά τη ριζική προστατεκτομή. Η ανάλυση παλινδρόμησης Cox έδειξε ότι η AMH είναι ένας στατιστικά σημαντικός και ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης για τη βιοχημική υποτροπή του PSA (p=0,013). Πιο συγκεκριμένα, για κάθε 1 ng/ml αύξησης της AMH, η πιθανότητα για τη βιοχημική υποτροπή του PSA μειώνεται κατά 20,8% (HR= 0,792). Επιπλέον, στην ανάλυση Kaplan-Meier, η επιβίωση χωρίς υποτροπή του PSA είναι πιο πιθανή σε ασθενείς με AMΗ≥ 3,06 ng/ml (p=0,004). Όσον αφορά τα μεταβολικά χαρακτηριστικά, ο διάμεσος δείκτης μάζας σώματος και η περιφέρεια μέσης ήταν 28,3 kg/m2 και 93 cm, αντίστοιχα. Σχεδόν το ένα τρίτο (29,6%) των συμμετεχόντων είχε μεταβολικό σύνδρομο. Η αυξημένη περιφέρεια μέσης συσχετίστηκε με μετεγχειρητική νόσο μεγαλύτερου πρωτεύοντα βαθμού Gleason (p=0,041), ενώ το μεταβολικό σύνδρομο συσχετίστηκε με νόσο pT3 (p=0,005). Η ανάλυση Kaplan-Meier αποκάλυψε επίσης συσχέτιση μεταβολικού συνδρόμου και βιοχημικής υποτροπής PSA μετά από ριζική προστατεκτομή (p=0,025). Συμπεράσματα Τα χαμηλά επίπεδα AMH στο αίμα συσχετίστηκαν με επιθετικό καρκίνο του προστάτη σε αυτή την ομάδα ασθενών με ριζική προστατεκτομή. Ως εκ τούτου, η AMH θα μπορούσε να είναι ένας προγνωστικός βιοδείκτης για την επιθετικότητα της νόσου. Επιπλέον, η παρούσα μελέτη παρατήρησε σημαντική συσχέτιση μεταξύ του μεταβολικού συνδρόμου, καθώς και ειδικότερα με την περίμετρο της μέσης και των χαρακτηριστικών του επιθετικού καρκίνου του προστάτη σε μια ομάδα ασθενών που υποβλήθηκαν σε ριζική προστατεκτομή. Επομένως, οι ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο θα πρέπει να ενημερώνονται προεγχειρητικά, αλλά και να παρακολουθούνται προσεκτικά μετά από την χειρουργική επέμβαση.Item Open Access Preclinical development of T cell products for immunotherapy after allogeneic hematopoietic stem cell transplantation(2024-05-22) Κεφάλα, Διονυσία; Kefala, DionysiaGraft versus Host Disease (GvHD) is a severe complication of allogeneic hematopoietic cell transplantation caused by donor T-cells attacking the host’s tissues. Conventional immunosuppressive pharmacotherapy remains the mainstay against GvHD, with still suboptimal outcomes. As GvHD is thought to result from dysregulated immunity and an imbalance of effector T cells over regulatory T cells (Tregs), several groups have focused on the alternative strategy of the adoptive Treg immunotherapy. The most common approach is the isolation of natural Tregs with however important limitations including their low frequency in the periphery, lack of specific markers for their purification as well as the high-cost requirements. To address these issues, several groups, including ours, have focused on the ex vivo manufacturing of induced Treg (iTreg) products, with two such products having proceeded to phase I/II trials with promising results despite complex production protocols. Our approach aims to replicate the feto-maternal tolerance mechanism mediated by the immunosuppressive Human Leukocyte Antigen-G (HLA-G) molecule, which is naturally expressed in the placenta. Postnatally, HLA-G is epigenetically silenced, but demethylation can reverse this. We demonstrated that exposing human peripheral T cells to hypomethylating agents (azacitidine or decitabine) induces a de novo and stable HLA-G expression, converting them into iTregs with strong immunosuppressive function. The purpose of this thesis is the clinical translation of these findings developing an iTreg immunotherapy. Initially, we optimized the manufacturing process to produce a large- and clinical-scale HLA-G+-enriched regulatory T-cell product, termed iG-Tregs, using a short, simplified and inexpensive protocol. Subsequent molecular and phenotypic characterization revealed that iG-Tregs exhibit traits of well-established regulatory populations by upregulating several inhibitory molecules. Functional assessments demonstrated that our product is highly suppressive and possesses a favorable safety profile paving the way for its clinical application. To facilitate this, we obtained accreditation by the national regulatory authorities for our laboratory, enabling the on-site Good Manufacturing Practice (GMP)-production of Advanced Therapeutic Medicinal Products such as iG-Tregs. Finally, the iG-Tregs generation protocol was successfully validated under GMP-conditions allowing the initiation of their clinical evaluation in a phase I/II dose-escalating study against GVHD (EudraCT 2021-006367-26). Preliminary results indicated successful production of iG-Tregs with a stable phenotype, characterized by a favorable safety profile and a persistence in the patients’ periphery post-infusion.Item Open Access Modulation of important non-coding RNAs and proteins in cancer with role in transcription and translation initiation regulation(2024-06-10) Κυριακόπουλος, Γεώργιος; Kyriakopoulos, GeorgiosCancer progression involves the deregulation of several oncogenes and tumor suppressor genes, many of which participate directly or indirectly in signaling events that ultimately promote proliferation and survival. Two of the most commonly affected signaling pathways are the MAPK cascade and the PI3K/AKT/mTOR pathway. Both affect more than 200 downstream effectors and modulate almost every process of the cell, including transcription and translation. Transcription of coding RNAs by RNA pol II and non-coding RNAs by all three RNA polymerases leads, among others, to rewiring of protein synthesis. Eukaryotic translation has been considered one of the most energy consuming processes of the cells and, thus, it is tightly regulated. In order for a cell to become tumorigenic, translation reprogramming is necessary and is facilitated by complex regulatory networks that are mainly regulated by signaling pathways. Two of the most common oncogenes mutated in cancer are KRAS and BRAF, both of which regulate the MAPK cascade and the PI3K/AKT/mTOR signaling pathways. KRAS mutations are prevalent across numerous tumor types, including lung adenocarcinoma, which stands as one of the most frequently diagnosed cancers, often associated with unfavorable prognostic outcomes and limited efficacy of therapeutic interventions. Mutations in the BRAF gene primarily occur in melanoma but are also present in various other cancer types. Despite the availability of targeted treatments, melanoma cells rapidly develop resistance to BRAF inhibitors. These mutations can influence both transcription and translation processes, underscoring the need for a deeper understanding of their deregulation. To decipher the effects of KRASG12C on transcription and translation initiation in lung adenocarcinoma, generation of TetON-inducible KRASG12C stable A549 and CL1-5 cell lines using TALENs was performed. Further examination of the two cell lines revealed that in CL1-5 cells, cap-dependent translation was disrupted through the possible involvement of mTORC2 and NF-κB pathways. On the other hand, in A549 cells, cap-dependent translation was promoted through the activation of mTORC1, c-MYC, and the upregulation of the eIF4F complex. A decrease in the levels of eIF1, eIF5, and eIF5B in A549 cells indicated reduced fidelity in the initiation of protein synthesis. Puromycin staining and polysome profiling confirmed the increased translation activity in A549 cells compared to the compromised cap-dependent translation in CL1-5 cells. Notably, CL1-5 cells were able to recover their translation efficiency after extended activation of KRASG12C, but this recovery occurred via a route that did not involve mTORC1 or p70S6K. The expression profiles of specific tRNAs and tRFs also indicated variations in global protein synthesis rates. Finally, several mitochondrial tRFs were found modulated and correlated with deregulation of mitochondrial functions. In conclusion, in the first part of the present thesis, a divergent response is indicated among two epithelial-derived NSCLC cell lines upon induction of the same KRAS mutant, which affects the rewiring of protein synthesis, tRNA fragmentation and possibly mitochondrial integrity. At the second part of the present thesis, A375 and SKMEL5 melanoma cell lines resistant to vemurafenib (referred to as VR cell lines) were generated, and their IC50 values were determined. The development of resistance to vemurafenib resulted in a significant 10-fold increase in the IC50 of the A375VR and SKMEL5VR cell lines. These resistant cell lines exhibited continual activation of the MAPK pathway, even when exposed to high concentrations of vemurafenib. The mTOR kinase and its downstream substrates, S6K and 4EBPs, were differentially affected in the two VR cell lines, indicating differential effects on the signaling towards translation. The 60S/40S ratio indicated impaired ribosome biogenesis, which was correlated with the differential expression levels of the translation factor eIF6, suggesting its possible involvement in the acquired resistance to vemurafenib. To further investigate this, five melanoma cell lines (A375, SKMEL5, M1, M2 and M3) were edited to stably overexpress eIF6. These cells were analysed for changes in cell viability, proliferation rates, and migration, showing differential effects, possibly due to the different genomic context of each cell line. The response of the eFI6-overexpressing cells to vemurafenib was affected, with SKMEL5, M1 and M3 becoming more sensitive to BRAF inhibition, M2 cells more resistant, while A375 cells’ response remained unaffected. Higher 60S/40S ratios were observed in all cases, while key signaling effectors were differentially affected. The resistant eIF6-overexpressing M2 cells were correlated with lower phosphorylation levels of ERK1/2 kinase and higher total mTOR levels, while the opposite effects were observed in the sensitive eIF6-overexpressing SKMEL5, M1 and M3 cells. Taken together, the current thesis attempted to provide a comprehensive picture of the translation deregulation events governed by KRAS and BRAF mutants in lung adenocarcinoma and melanoma, respectively. The results show that KRASG12C can either promote or impair cap-dependent translation in two different lung adenocarcinoma cell lines. Finally, the present thesis further strengthens the significance of translation deregulation due to acquired resistance to vemurafenib in melanoma.Item Open Access Σύγκριση του νεφροσκοπίου 18Fr (πρόσβαση 22Fr) και του νεφροσκοπίου 7,5Fr (πρόσβαση 12Fr) με το συμβατικό νεφροσκόπιο 26Fr (πρόσβαση 30Fr) ως προς τον τραυματισμό του νεφρικού παρεγχύματος κατά τη διαδερμική προσπέλαση του πυελοκαλυκικού συστήματος: κλινική και πειραματική μελέτη(2024-01-16) Αδάμου, Κωνσταντίνος; Adamou, ConstantinosΗ παρούσα μελέτη έχει ένα κλινικό και ένα πειραματικό μέρος. Ο σκοπός του πειραματικού μέρους ήταν να αξιολογηθεί εάν η μείωση της διαμέτρου της διαστολής στις επεμβάσεις PCNL οδηγεί σε μικρότερο νεφρικό τραύμα. Για να επιτευχθεί αυτό, πραγματοποιήσαμε διαδερμική νεφρική πρόσβαση σε έντεκα χοίρους. Δύο χοίροι θανατώθηκαν αμέσως μετά το πείραμα, ενώ εννέα χοίροι θανατώθηκαν ένα μήνα αργότερα. Οι διαδερμικές προσβάσεις είχαν διαστολή 30Fr, 22Fr ή 12Fr. Τα ζώα υποβλήθηκαν σε τομογραφία υπολογιστή με σκιαγραφικό αμέσως μετά τη διαδικασία και 30 ημέρες αργότερα. Πραγματοποιήθηκε επίσης σπινθηρογράφημα DMSA με SPECT-CT. Οι νεφροί όλων των ζώων συλλέχθηκαν για ιστολογική αξιολόγηση. Υπολογίστηκε ο όγκος του ουλώδους ιστού και το ποσοστό του νεφρικού όγκου που αντικαταστάθηκε από ουλώδη ιστό. Τα αποτελέσματα από τις άμεσες μετεγχειρητικές αξονικές τομογραφίες αποκάλυψαν σημαντική διαφορά στη διάμετρο του ελαττώματος μεταξύ των τριών μεθόδων. Ωστόσο, ο όγκος της ουλής που υπολογίστηκε στις εικόνες CT και στην ιστοπαθολογία έδειξε σημαντική διαφορά μόνο όταν η διαστολή 30Fr συγκρίθηκε με τη διαστολή 12Fr. Το ποσοστό του όγκου της ουλής ήταν αμελητέο σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά υπήρχε πάλι στατιστική διαφορά μεταξύ της διαστολής 30Fr και 12Fr. Η διαστολή 22 Fr δεν είχε στατιστικές διαφορές σε σύγκριση με τις άλλες δύο μεθόδους. Το σπινθηρογράφημα DMSA δεν έδειξε σε καμία περίπτωση ουλώδη ιστό. Συμπερασματικά, η διαστολή 30Fr μπορεί να προκαλέσει σημαντικά μεγαλύτερο ουλώδη ιστό στο νεφρικό παρέγχυμα σε σύγκριση με τη διαστολή 12Fr όπως φάνηκε στη CT και τη μικροσκοπική εξέταση, αλλά με βάση το DMSA/SPECT-CT αυτή η διαφορά φαίνεται να είναι ασήμαντη για νεφρική λειτουργία. Ο ουλώδης ιστός που προκλήθηκε από τη διαστολή 22Fr φάνηκε να μην έχει σημαντική διαφορά από τις δύο άλλες προσβάσεις. Ο σκοπός του κλινικού μέρους ήταν η σύγκριση της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας μεταξύ standard, mini και ultra-mini PCNL (s-PCNL, m-PCNL, um-PCNL). Για να το επιτύχουμε αυτό, πραγματοποιήσαμε μια προοπτική, μη τυχαιοποιημένη μελέτη μεταξύ Ιανουαρίου 2018 και Ιουλίου 2020. Συμπεριλήφθηκαν ασθενείς με πέτρες που ταξινομήθηκαν με το σύστημα Guy's ως βαθμός Ι. Οι s-PCNL και m-PCNL είχαν διαστολή 30Fr και 22Fr, αντίστοιχα. Και στις δύο, χρησιμοποιήθηκε υπερηχητικός/βαλλιστικός λιθοτριπτής. Στην περίπτωση της um-PCNL, η διαστολή ήταν 12Fr. Για τη λιθοτριψία χρησιμοποιήθηκε λέιζερ υψηλής ισχύος. Η πτώση της αιμοσφαιρίνης, το ποσοστό επιπλοκών, η διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο (LOS), το stone-free rate (SFR) και ο χρόνος χειρουργείου αξιολογήθηκαν. Συνολικά συμμετείχαν 84 ασθενείς, 28 ασθενείς ανά ομάδα. Η πτώση της αιμοσφαιρίνης ήταν υψηλότερη στην ομάδα s-PCNL σε σύγκριση με τις ομάδες m-PCNL(p=0,008) και um-PCNL (p<0,001), ενώ η ομάδα um-PCNL είχε τη μικρότερη πτώση. Η LOS ήταν παρόμοια μεταξύ s-PCNL και m-PCNL, ενώ η um-PCNL είχε τη μικρότερη παραμονή στο νοσοκομείο (p<0,001). Τα ποσοστά επιπλοκών και μετάγγισης καθώς και το SFR δεν διέφεραν μεταξύ των ομάδων. Ο χρόνος χειρουργείου στην um-PCNL ήταν μεγαλύτερος σε σύγκριση με τις s-PCNL(p<0,001) και m-PCNL(p=0,011), ενώ οι s-PCNL και m-PCNL δεν διέφεραν σημαντικά. Συμπερασματικά, η m-PCNL έδειξε λιγότερη πτώση αιμοσφαιρίνης, αλλά παρόμοιο χρόνο λειτουργίας και SFR σε σύγκριση με το s-PCNL. Η um-PCNL έδειξε ακόμη λιγότερη πτώση αιμοσφαιρίνης, αλλά ο χρόνος επέμβασης ήταν μεγαλύτερος σε σύγκριση με τις δύο άλλες μεθόδους.Item Open Access Μεταβολικός ρόλος της μυοστατίνης σε παιδιά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1(2023-12-18) Βασιλάκης, Ιωάννης-Ανάργυρος; Vasilakis, Ioannis-AnargyrosΕισαγωγή- Σκοπός: Ο ΣΔΤ1 μπορεί να προκαλέσει διάφορες επιπλοκές, μεταξύ των οποίων η μυοπάθεια, η οποία μπορεί να εμφανιστεί ακόμη και σε εφήβους. Αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι οι σκελετικοί μύες είναι ο μεγαλύτερος από τους ινσουλινοευαίσθητους ιστούς και συνεπώς παίζει σημαντικό ρόλο στην ομοιόσταση της γλυκόζης. Πρωταρχικός ρυθμιστής της μάζας των σκελετικών μυών είναι η μυοστατίνη, μια πρωτεΐνη που έχει αρνητικό ρόλο στην ανάπτυξη των σκελετικών μυών αλλά και στην ομοιόσταση της γλυκόζης, προκαλώντας αντίσταση στην ινσουλίνη. Δεδομένου ότι η μυοπάθεια αποτελεί επιπλοκή του ΣΔΤ1 και η μυοστατίνη αποτελεί βασικό ρυθμιστή των σκελετικών μυών και εμπλέκεται επίσης στην ομοιόσταση της γλυκόζης, διερευνήσαμε τα επίπεδα της μυοστατίνης στον ορό των παιδιών με ΣΔΤ1. Υλικό και Μέθοδοι: Προσδιορίσαμε τα επίπεδα μυοστατίνης στον ορό με τη χρήση τεχνικής ELISA σε 87 παιδιά με T1DM ηλικίας 10,62 ± 3,94 ετών και σε 75 υγιή παιδιά ηλικίας 10,46 ± 3,32 ετών. Αποτελέσματα: Η μυοστατίνη ήταν σημαντικά αυξημένη στην ομάδα με ΣΔΤ1 σε σύγκριση με τα υγιή παιδιά ελέγχου (23,60 ± 7,70 έναντι 16,74 ± 6,95 ng/ml, p < 0,0001). Η μυοστατίνη δεν συσχετίστηκε με τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) SD ή τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c). Συμπέρασμα: Τα παιδιά με ΣΔΤ1 έχουν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα μυοστατίνης στον ορό σε σύγκριση με υγιή παιδιά της ίδιας ηλικίας και ΔΜΣ SD. Η αυξημένη μυοστατίνη στον ΣΔΤ1 θα μπορούσε να αντανακλά μειωμένη μυϊκή λειτουργία και/ή μεταβολισμό της γλυκόζης ή θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει έναν ομοιοστατικό μηχανισμό.Item Open Access Αντιμετώπιση κρίσης ουρικής αρθρίτιδας σε νοσηλευόμενους ασθενείς(2023-12-04) Κόρδας, Παναγιώτης; Kordas, PanagiotisΗ ουρική αρθρίτιδα είναι μία από τις πιο συνηθισμένες μορφές φλεγμονώδους αρθρίτιδας, ειδικά στον δυτικό κόσμο. Παρ’ όλη την σημαντική πρόοδο στην θεραπεία άλλων φλεγμονωδών αρθρίτιδων, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η θεραπεία της οξείας ουρικής αρθρίτιδας δεν έχει αλλάξει σημαντικά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η θεραπεία της οξείας ουρικής αρθρίτιδας βασίζεται κυρίως στη χρήση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (ΜΣΑΦ), κολχικίνης και στεροειδών, φαρμακευτικοί παράγοντες οι οποίοι έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικοί στη θεραπεία της ουρικής αρθρίτιδας επί σειρά ετών. Ωστόσο, η ουρική αρθρίτιδα συχνά συνυπάρχει με άλλες νόσους που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο για παρενέργειες από τις συμβατικές θεραπευτικές επιλογές, όπως τα ΜΣΑΦ και η κολχικίνη. Για παράδειγμα, οι ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα συχνά πάσχουν από υπέρταση ή καρδιαγγειακές παθήσεις, που καθιστούν τη χρήση ΜΣΑΦ δύσκολη. Από την άλλη, η νεφρική δυσλειτουργία, η οποία είναι συνηθισμένη σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα, μπορεί να περιπλέξει τη χρήση της κολχικίνης. Υπάρχουν ορισμένες ομάδες ασθενών με οξεία ουρική αρθρίτιδα, όπως οι νοσηλευόμενοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν επιπλέον δυσκολίες κατά την επιλογή θεραπείας, συμπεριλαμβανομένης της κλινικής αστάθειας και της δυσανεξίας στα ΜΣΑΦ και την κολχικίνη. Υπάρχει έλλειψη δεδομένων σχετικά με τις θεραπευτικές επιλογές για νοσηλευόμενους ασθενείς με οξεία ουρική αρθρίτιδα, ενώ οι διαθέσιμες μελέτες περιλαμβάνουν στην πλειονότητά τους αναδρομική αξιολόγηση των στοιχείωναποτελεσματικότητας. Αρκετές κλινικές μελέτες έχουν δείξει ότι η φλοιoεπινεφριδιοτρόπος ορμόνη (ACTH) έχει συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα με τις τυπικές θεραπευτικές επιλογές όπως τα ΜΣΑΦ και τα στεροειδή. Σε τοπικό επίπεδο (Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών και Γενικό Νοσοκομείο Άγιος Ανδρέας) η ACTH αποτελεί θεραπευτική επιλογή πρώτης γραμμής για τους νοσηλευόμενους ασθενείς επί σειρά ετών. Η αποτελεσματικότητα της επιλογής αυτής έχει επιβεβαιωθεί από την αναδρομική ανάλυση μεγάλου όγκου κλινικών δεδομένων. Στην παρούσα προοπτική μελέτη συγκρίνεται η ACTH έναντι των γλυκοκορτικοειδών (βηταμεθαζόνης) σε νοσηλευόμενους ασθενείς με οξεία ουρική αρθρίτιδα σχετικά με (1) την κλινική αποτελεσματικότητα (2) την ασφάλεια και (3) τις επιδράσεις στον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (HPA), στην ομοιόσταση γλυκόζης, λιπιδίων και ηλεκτρολυτών, στον μεταβολισμό των οστών, και της νεφρικής λειτουργίας. Με βάση τα αποτελέσματα, αμφότερες οι θεραπείες ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικές. Η αλλαγή στην ένταση του πόνου μεταξύ της έναρξης της θεραπείας και μετά από παρέλευση 24 h (ΔVAS24h) και 48 h (ΔVAS48h) δεν έδειξε στατιστικά σημαντικές διαφορές. Επιπλέον, αμφότερες οι θεραπείες ήταν καλά ανεκτές και ασφαλείς. Οι επιδράσεις σε όλες τις μεταβολικές παραμέτρους ήταν ως επί το πλείστον ελάχιστες και παροδικές και για τις δύο θεραπείες. Ωστόσο, η ACTH φαίνεται να επηρεάζει λιγότερο τον άξονα HPA και τον μεταβολισμό των οστών σε σύγκριση με τη βηταμεθαζόνη. Συνεπώς, τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης υποστηρίζουν τη χρήση και των δύο φαρμάκων ως θεραπείες πρώτης γραμμής για νοσηλευόμενους ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα.Item Open Access Ακτινομετρία μικροκυμάτων για την μη επεμβατική εκτίμηση της αιμάτωσης ίσχαιμων κάτω άκρων(2024-02-19) Θεοδοσιάδου, Βασιλική; Theodosiadou, VasilikiΗ παρούσα διατριβή σκοπεύει να διερευνήσει τη χρήση της ακτινομετρίας μικροκυμάτων (ΑΜ), ως μη επεμβατική μέθοδο διάγνωσης της κρίσιμης ισχαιμίας σε ασθενείς με διαβητικό έλκος. Ειδικότερα, η έρευνα αποσκοπεί να αποδείξει την αποτελεσματικότητα της ακτινομετρίας μικροκυμάτων σε σύγκριση ή σε συνδυασμό με τις μέχρι σήμερα καθιερωμένες μεθόδους διάγνωσης, όσον αφορά στη διάγνωση της κρίσιμης ισχαιμίας σε διαβητικούς ασθενείς. Επιπλέον, αποβλέπει στη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου για τη μελέτη και αξιολόγηση των κλινικών αποτελεσμάτων της επαναιμάτωσης του άκρου ποδός, κατόπιν περιφερικής ενδαγγειακής αγγειοπλαστικής ή τοποθέτησης ενδοπρόθεσης, σε ασθενείς με κρίσιμη ισχαιμία κάτω άκρων. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ Οι συμμετέχοντες ήταν 80 και χωριστήκαν σε τέσσερις ομάδες των 20 ατόμων έκαστη : α) ομάδα ελέγχου Ν: υγιείς εθελοντές, β) ομάδα DN : ασθενείς με ΣΔ και διαγνωσμένο νευροπαθητικό έλκος, χωρίς αγγειακή συμμετοχή, γ) ομάδα DC: ασθενείς με ΣΔ και CLI και δ) ομάδα NDC: ασθενείς με CLI αλλά χωρίς ΣΔ. Η τελική επιλογή των ασθενών αυτών βασίστηκε στον υπερηχογραφικό έλεγχο αλλά και στην ψηφιακή αρτηριογραφία. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε ακτινομετρία μικροκυμάτων για την καταγραφή της μέσης θερμοκρασίας του ιστού σε προκαθορισμένα σημεία του άκρου πόδα. Για να προσδιοριστεί η σημασία των διαφορών θερμοκρασίας μεταξύ των τεσσάρων ομάδων χρησιμοποιήθηκαν τα one-way ANOVA και Dunn tests. Η ευαισθησία και η ειδικότητα της ακτινομετρίας μικροκυμάτων (MWR), καθώς και ο προσδιορισμός μιας τιμής 'κατώφλι' για τη διάγνωση της κρίσιμης ισχαιμίας του άκρου πόδα υπολογίστηκαν χρησιμοποιώντας την ανάλυση ROC. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Οι θερμοκρασίες που καταγράφηκαν κοντά στις περιοχές με έλκη των ατόμων με CLI και DM ήταν παρόμοιες με εκείνες στους ασθενείς με CLI χωρίς DM, αλλά σημαντικά χαμηλότερες από αυτές σε άτομα με νευροπαθητικά έλκη και σε υγιή άτομα χωρίς αγγειακή συμμετοχή. Ειδικότερα, η μέση θερμοκρασία που καταγράφηκε στους ασθενείς που συμπεριλήφθηκαν στην ομάδα DC ήταν 29,30 °C ± 1,89 έναντι 29,18 °C ± 1,78 σε ασθενείς της ομάδας NDC και 33,01 °C ± 0,45 σε υγιείς εθελοντές της ομάδας Ν έναντι 33,39 °C ± 1,37 σε ασθενείς που περιλαμβάνονται στην ομάδα DN (p < 0,0001 one-way ANOVA). Σύμφωνα με την ανάλυση ROC η θερμοκρασία 'κατώφλι' στη διάγνωση της ισχαιμίας του άκρου πόδα ήταν <31,8οC (0,984; 95% CI: 0,965–1.005; p< 0,001), με ευαισθησία 100,0% (95% CI: 90,26–100,0) και ειδικότητα 88,37% (95% CI: 74,92–96,11). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, οι ασθενείς με κρίσιμη ισχαιμία κάτω άκρων, με είτε χωρίς σακχαρώδη διαβήτη, παρουσιάζουν σημαντικά χαμηλότερες θερμοκρασίες στην περιοχή της απώλειας ιστού, σε σύγκριση με υγιή άτομα, αλλά και με ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη και νευροπαθητικά έλκη. Η ακτινομετρία μικροκυμάτων επέδειξε ικανοποιητικά ποσοστά ευαισθησίας και ειδικότητας και θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη μη επεμβατική διάγνωση της αρτηριακής ισχαιμικής νόσου των κάτω άκρων σε ασθενείς με υποψία κρίσιμης ισχαιμίας και θα μπορούσε να βοηθήσει στη διαφορική διάγνωση της αγγειακής συμμετοχής στη διαβητική έλκη.Item Open Access Κλινικά και δερματοσκοπικά χαρακτηριστικά μελανοκυτταρικών αλλοιώσεων του δέρματος : συσχέτιση με τα ιστοπαθολογικά ευρήματα και ανάλυση εικόνας(2023-12-18) Καλλονιάτη, Ευαγγελία; Kalloniati, EvangeliaΕισαγωγή: Η ακριβής κλινική διάκριση των κοινών επίκτητων και των άτυπων μελανοκυτταρικών σπίλων, καθώς και των μελανωμάτων κρίνεται σημαντική. Η δερματοσκόπηση επέτρεψε την οπτικοποίηση δομών μη ορατών από το γυμνό οφθαλμό, δίνοντας μια νέα διάσταση στην κλινική αξιολόγηση των μελανοκυτταρικών βλαβών. Η μηχανική μάθηση, ένα υποπεδίο της τεχνητής νοημοσύνης, βρίσκει εφαρμογή στη δερματολογία, αξιοποιώντας απεικονιστικά δεδομένα για την κατασκευή μοντέλων μέσω διαδικασιών εκπαίδευσης και δοκιμών. Στόχος αυτής της μελέτης είναι να συγκρίνει την ευαισθησία και την ειδικότητα της κλινικής εξέτασης και της δερματοσκόπησης, σε σύγκριση με τα ιστολογικά αποτελέσματα, που αποτελούν το “gold standard” της διάγνωσης αλλά και να εξετάσει την αξιοπιστία (δυναμική) της μηχανικής μάθησης στην κατηγοριοποίηση των μελανοκυτταρικών βλαβών. Υλικά και Μέθοδοι: 118 μελανοκυτταρικές βλάβες, αξιολογήθηκαν κλινικά και εν συνεχεία δερματοσκοπικά, με τη μέθοδο Ανάλυσης Προτύπου, ενώ ακολούθησε λήψη και αποθήκευση των κλινικών και δερματοσκοπικών φωτογραφιών. Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε χειρουργική εξαίρεση και ιστολογική εξέταση των βλαβών. Τα ευρήματα από την κλινική και δερματοσκοπική αξιολόγηση των μελανοκυτταρικών βλαβών, συγκρίθηκαν με τα ιστοπαθολογικά αποτελέσματα. Εν συνεχεία, μετά από την επεξεργασία των κλινικών φωτογραφιών, έγινε εξαγωγή συνολικά 127 χαρακτηριστικών και για τις τρεις κατηγορίες μελανοκυτταρικών βλαβών: υψηλού κινδύνου, μεσαίου κινδύνου και χαμηλού κινδύνου, για να εκτιμηθεί η ύπαρξη πιθανών στατιστικών σημαντικών διαφορών μεταξύ των 3 κατηγοριών βλαβών για κάθε χαρακτηριστικό. Ο ταξινομητής λογιστικής παλινδρόμησης, ο ταξινομητής τυχαίων δασών και ο ταξινομητής μηχανών διανυσμάτων υποστήριξης χρησιμοποιήθηκαν για τη αξιολόγηση της διαγνωστικής επίδοσης κάθε χαρακτηριστικού, ενώ η απόδοση κάθε ταξινομητή αξιολογήθηκε μέσω ανάλυσης ROC. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τα ιστοπαθολογικά αποτελέσματα, 63 κοινοί επίκτητοι μελανοκυτταρικοί σπίλοι, 41 δυσπλαστικοί σπίλοι, and 14 μελανώματα αφαιρέθησαν χειρουργικά και περιελήφθηκαν στη μελέτη μας. Η κλινική εξέταση με γυμνό οφθαλμό έδειξε 78.2% ευαισθησία και 71.4 % ειδικότητα, στην αναγνώριση της κλινικής ατυπίας, ενώ τα αντίστοιχα αποτελέσματα για τη δερματοσκόπηση ήταν 89.1 % και 93.7%. Η μη παραμετρική ανάλυση Kruskal-Wallis, ανέδειξε 95 στατιστικά σημαντικά χαρακτηριστικά (p-value<0.05). Από αυτά τα 95 στατιστικά σημαντικά χαρακτηριστικά, η εκ των υστέρων ανάλυση έδειξε ότι σε 66 περιπτώσεις η διαφοροποίηση είναι στατιστικά σημαντική (p-value<0.05) για το ζεύγος κλάσεων (LR-MR), σε 56 περιπτώσεις για το ζεύγος κλάσεων (ΗR-MR), ενώ τέλος σε 50 περιπτώσεις η διαφοροποίηση είναι στατιστικά σημαντική (p-value<0.05) για το ζεύγος κλάσεων (LR-ΗR). Ο ταξινομητής λογιστικής παλινδρόμησης εμφανίζει τις καλύτερες επιδόσεις σε όλα τα πιθανά ζεύγη κλάσεων, ενώ ο ταξινομητής των μηχανών διανυσμάτων υποστήριξης εμφανίζει τις χειρότερες επιδόσεις σε σχέση με τους άλλους δύο. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης δείχνουν μια υψηλότερη ευαισθησία και ειδικότητα της δερματοσκόπησης, σε σύγκριση με την εξέταση με γυμνό οφθαλμό, ενώ η μηχανική μάθηση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πρόσθετο εργαλείο κατά την αξιολόγηση των μελανοκυτταρικών βλαβών.Item Open Access Η συσχέτιση της ύπαρξης μη επικρατούσας δεξιάς στεφανιαίας αρτηρίας με ανάδειξη ισχαιμίας στο σπινθηρογράφημα αιμάτωσης του μυοκαρδίου με ή χωρίς διόρθωση της εξασθένησης των φωτονίων μέσω μαλακών ιστών (CT based attenuation correction, spect/CT) σε ασθενείς με φυσιολογικά στεφανιαία αγγεία ή μη ύπαρξης σημαντικής στεφανιαίας νόσου(2023-12-19) Μπλάνη, Βιργινία-Αικατερίνη; Blani, VirginiaΤι γνωρίζουμε: Η μη επικρατούσα δεξιά στεφανιαία αρτηρία (ΜΕΔΕΣ), απαντάται στο 7-9% περίπου των ασθενών που υποβάλλονται σε στεφανιογραφία. Σε αυτή την περίπτωση, η επικρατούσα αρτηρία είναι η περισπώμενη, η οποία θεωρητικά αιματώνει επαρκώς το κατώτερο μυοκαρδιακό τοίχωμα. Τι δεν είναι γνωστό: Δεν γνωρίζουμε στην περίπτωση της ΜΕΔΕΣ αν η αιμάτωση του κατωτέρου τοιχώματος του μυοκαρδίου είναι πραγματικά επαρκής και αν η ΜΕΔΕΣ σε άτομα χωρίς σημαντική αποφρακτική αθηροσκληρυντική νόσο των στεφανιαίων (χωρίς στένωση αυλού ≥ 50%), σχετίζεται με φυσιολογική απεικόνιση στον λειτουργικό έλεγχο ισχαιμίας με απεικόνιση της μυοκαρδιακής αιμάτωσης με υπολογιστική τομογραφία εκπομπής φωτονίων (SPECT-MPI). Μέθοδοι και αποτελέσματα: Συγκρίναμε τα αποτελέσματα του SPECT-MPI διαδοχικών ασθενών χωρίς σημαντική στεφανιαία νόσο και ΜΕΔΕΣ (Ομάδα-1), με αυτά ασθενών από την βάση δεδομένων μας οι οποίοι δεν είχαν σημαντική στεφανιαία νόσο και είχαν επικρατούσα δεξιά στεφανιαία αρτηρία (Ομάδα-2). Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε SPECT-MPI με ενδοφλέβια χορήγηση αδενοσίνης για την πρόκληση ισχαιμίας και χορήγηση TC99-tetrofosmin για την απεικόνιση με γ-κάμερα. Στην Ομάδα-1 περιελήφθησαν 69 ασθενείς (55 άνδρες, 79.9%), με μέση ηλικία 66.8±9.8 έτη. Στην Ομάδα-2 περιελήφθησαν 79 ασθενείς (56 άνδρες, 70.9%), με μέση ηλικία 62.7±11.5 έτη. Δεν υπήρχε διαφορά στα δημογραφικά στοιχεία και στους παράγοντες κινδύνου για στεφανιαία νόσο μεταξύ των δυο ομάδων. Τα αποτελέσματα του SPECT-MPI ήταν συμβατά με ισχαιμία του κατωτέρου τοιχώματος σε 35 ασθενείς (50.7%) από την Ομάδα-1 και σε 27 ασθενείς (34.1%) από την Ομάδα-2 (P = 0.041). Συμπέρασμα: Διαπιστώθηκε ένα σχετικά υψηλό ποσοστό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων του SPECT-MPI σε ασθενείς χωρίς σημαντική στεφανιαία νόσο και ΜΕΔΕΣ, σε σχέση με ασθενείς με επικρατούσα δεξιά στεφανιαία αρτηρία. Η ύπαρξη ΜΕΔΕΣ, θα μπορούσε να περιληφθεί στις πιθανές αιτίες ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων SPECT-MPI.